Μετά την περσινή της επιτυχία, η παράσταση «Αδάμ & Εύα» βασισμένη στο κείμενο του Μαρκ Τουαίην, «Ημερολόγια του Αδάμ και της Εύας», επιστρέφει για λίγες παραστάσεις κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Studio Μαυρομιχάλη. Στο εμβληματικό κείμενο του Τουαίην, ο Αδάμ και η Εύα μιλούν για τις εμπειρίες τους στην Εδέμ, πριν και μετά την Πτώση.
Η ιστορία της Γένεσης παίρνει μια ανάποδη στροφή μέσα από τη γραφή του Τουαίην, ο οποίος επαναπροσδιορίζει την ιεραρχία των φύλων και δίνει στην Εύα τον πρώτο λόγο. Παράλληλα, οι πρωτόπλαστοι αποκτούν επιτέλους τη δική τους φωνή και μας αφηγούνται τις δικές τους εκδοχές των βιβλικών γεγονότων και της προϊστορικής καθημερινότητας. Στα ημερολόγια του Αδάμ και της Εύας αποτυπώνεται συχνά η απογοήτευση του Τουαίην γι’ αυτό το κατασκεύασμα που λέγεται ανθρώπινος πολιτισμός.
Η Εύα Μητσοπούλου επηρεασμένη από το κείμενο του Τουαίην, σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί μαζί με το Δημοσθένη Φίλιππα σε μία κωμωδία χαρακτήρων και καταστάσεων για δύο ηθοποιούς, που παρουσιάζει την ιστορία του σύγχρονου ανθρώπου υπό το πρίσμα της σύγχρονης κοινωνικής και αξιακής κρίσης.
Με αφορμή αυτό το δεύτερο κύκλο παραστάσεων, μιλήσαμε με την ηθοποιό Εύη Μητσοπούλου για τους προβληματισμούς της, τη φθορά και την αναγέννηση.
-Η παράσταση "Αδάμ και Εύα", που βασίζεται στο έργο του Τουαίην, κατά ποιο τρόπο μπορεί να ειδωθεί υπό το πρίσμα της κρίσης που βιώνουμε;
E.M.: Βιώνοντας την κρίση τόσα χρόνια, μοιραία η ματιά μας και η σκέψη μας είναι βαθιά επηρεασμένη, “μολυσμένη” σχεδόν, από τα δεινά της. Παρ’ όλα αυτά, δεν ήταν πρόθεσή μας να φωτίσουμε άλλη μία πτυχή της βασανισμένης κοινωνίας. Θέλουμε ακριβώς το αντίθετο. Έχοντας στη διάθεσή μας ένα υπέροχο -κατά τη γνώμη μας- κείμενο, κατάμεστο από ιδιοφυές χιούμορ, θέλουμε να μοιραστούμε το γέλιο – κυρίως - και τη χαρά που βιώσαμε κατά τη δημιουργία της παράστασης, όχι άνευ προβληματισμού (ή στοχασμού) ωστόσο.
-Κατά τη διάρκεια της δημιουργίας της παράστασης, ποιοι προβληματισμοί σάς έγειραν το ενδιαφέρον;
E.M.: Το κείμενο, από μόνο του, θίγει τόσα πολλά πράγματα, που ήταν αδύνατο να σταθούμε στο καθένα απ’ αυτά. Επιτελούμε, ταπεινά, τον πρωταρχικό σκοπό του ηθοποιού. Είμαστε ενδιάμεσοι του συγγραφέα και του θεατή, φορείς, αγγελιοφόροι μηνυμάτων. Είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, συζητώντας με θεατές μετά την παράσταση, πόσες διαφορετικές ερμηνείες προέκυπταν. Ωστόσο, δουλεύοντας με τον Δημοσθένη - ένας άντρας και μία γυναίκα – σταθήκαμε πολύ στο πόσο διαφορετική ήταν η οπτική μας στα θέματα του έρωτα και της αγάπης. Πολύ τυπικό, δε νομίζετε; Κατέληξε όμως σε μία πολύ μεγάλη έκπληξη.
-Αναφέρατε πριν ότι βιώνοντας την κρίση η ματιά μας και η σκέψη μας είναι βαθιά επηρεασμένη - “μολυσμένη” σχεδόν, από τα δεινά της. Αυτός το γεγονός αποτέλεσε για εσάς ένα βασικό παράγοντα για να ανεβάσετε αυτή την παράσταση τη δεδομένη στιγμή;
E.M.: Όχι, τόσο συνειδητά, για να είμαι ειλικρινής. Όταν διάβασα για πρώτη φορά «Τα ημερολόγια του Αδάμ και της Εύας», πριν 3 χρόνια, ένα καλοκαιριάτικο απόγευμα σε μια παραλία, ενθουσιάστηκα. Γελούσα, επί 2 ώρες ασταμάτητα. Είχα πάρα πολύ καιρό να διαβάσω κάτι τόσο καλό, και είχα πάρα πολύ καιρό να γελάσω τόσο. Ξαφνικά έγιναν όλα εικόνες κι ένιωσα την ανάγκη όλο αυτό να το μοιραστώ. Οπότε, θα έλεγα ότι ήταν, συγκυριακά, πολύ προσωπική υπόθεση. Μετά από περισσότερο από ένα χρόνο, και πολύ τρέξιμο, καταφέραμε τελικά να ανεβάσουμε την παράσταση (τον Φεβρουάριο του 2018, φέτος παίζουμε για 2η χρονιά). Και έχουν αλλάξει πολλά από εκείνο το απόγευμα.
-Ποια η δραματουργική σας προσέγγιση;
E.M.: Ο Τουαίην έγραψε δύο μονολόγους σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Η σύνθεσή τους σε ενιαία έκδοση πρωτοεμφανίστηκε μετά το θάνατό του. Με αυτήν τη μορφή, ως «Τα ημερολόγια του Αδάμ και της Εύας», κυκλοφορούν μέχρι και σήμερα. Διατηρώντας τη λογική των μονολόγων, δημιουργήθηκε ένα είδος διαλόγου μεταξύ των δύο χαρακτήρων, καθώς μιλούν για τα ίδια πράγματα, προσφέροντας δύο τελείως διαφορετικές οπτικές. Δανείστηκα αποσπάσματα και από άλλα γραπτά του Τουαίην, από τον κύκλο των απογόνων του Αδάμ, και από το γνωστό κείμενό του «Γράμματα από τη Γη», στο οποίο ο έκπτωτος άγγελος στέλνει αναφορές από τη Γη στον Παράδεισο. Ο Τουαίην, με όλα αυτά τα κείμενα – συμπεριλαμβανομένων και των Ημερολογίων - ασκεί έντονη κριτική – μεταξύ άλλων - στην οργανωμένη θρησκεία, κάτι που, όμως, δε συμπεριέλαβα στην παράσταση. Τέλος, δημιούργησα ένα καινούργιο φινάλε-που με εξυπηρετούσε δραματουργικά και θεατρικά- συνθέτοντας σκέψεις και απόψεις του συγγραφέα, που αποτυπώνουν την απογοήτευσή του για την παρακμή του ανθρώπινου γένους, και που θα έβρισκαν πολλούς σύμφωνους.
-Κατά τη γνώμη σας μέσα από αυτή την παρακμή μπορούμε να πιστέψουμε σε μία αναγέννηση;
E.M.: Νομίζω αυτό μας βοηθά να συνεχίζουμε, να δουλεύουμε, να κάνουμε τέχνη, να ονειρευόμαστε, να παίρνουμε ρίσκα. Κάποια στιγμή, οργανικά πια, ο άνθρωπος θα αντιδράσει. Η ανθρώπινη ιστορία είναι γεμάτη από περιόδους παρακμής που τις διαδέχονται αναγεννήσεις και το αντίστροφο. Κυλάει. Κάνει κύκλους.
-Ο Τουαίην αποδίδει την ιστορία των Πρωτόπλαστων με ευρηματικό τρόπο, επαναπροσδιορίζοντας την ιεραρχία των φύλων. Πιστεύετε ότι στις σύγχρονες κοινωνίες, η ισότητα των δύο φύλων είναι μία πραγματικότητα, που δεν είναι αυτονόητη;
E.M.: Όχι, δεν πιστεύω ότι είναι πραγματικότητα, δυστυχώς. Ο Τουαίην ως υπέρμαχος των δικαιωμάτων των γυναικών, και ενεργός εκπρόσωπος του κινήματος των Σουφραζετών, σχολιάζει έντονα - κατά τη γνώμη μου - την ανισότητα των δύο φύλων. Ο Αδάμ και η Εύα του, είναι δύο ιδιαιτέρως αναγνωρίσιμοι, στερεοτυπικοί χαρακτήρες - αλλά όχι καρικατούρες- της πατριαρχικής κοινωνίας, και είναι εκπληκτικό ότι μετά από περισσότερα από εκατό χρόνια, που έχουν μεσολαβήσει από τη συγγραφή αυτών των κειμένων, δεν έχουν αλλάξει πολλά στην αντίληψη των ανθρώπων σχετικά με την υποτιθέμενη ισότητα των δύο φύλων.
-Στα ημερολόγια του Αδάμ και της Εύας αποτυπώνεται και η απογοήτευση του Τουαίην για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Ο άνθρωπος, πώς θα μπορούσε να ανατρέψει τη φθορά στην οποία ο ίδιος υποβάλλει τον εαυτό του;
E.M.: Νομίζω ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα των ημερών, τουλάχιστον, είναι ότι όλοι είμαστε απορροφημένοι από την προβληματική καθημερινότητά μας, και είμαστε ναρκισσιστές, κατά μία έννοια, θεωρώντας ότι το προσωπικό μας δράμα και τα προβλήματά μας είναι ανώτερα απ’ όλων των άλλων. Και έχουμε γίνει απόμακροι και απάνθρωποι σχεδόν. Έχω παρατηρήσει, ότι πολύ απλά πράγματα, όπως το να είσαι ευγενικός σε γνωστούς και αγνώστους, προκαλεί πολύ μεγάλη έκπληξη, ενώ κάτι τέτοιο θα έπρεπε να είναι, τουλάχιστον, αυτονόητο.
-Αυτό όμως δεν είναι και ένα θέμα κουλτούρας και παιδείας;
E.M.: Και βέβαια είναι. Θεωρείτε ότι δεν έχουμε τέτοια κουλτούρα; Έχουμε τη φήμη ως ένας πολύ ανοιχτός, «έξω καρδιά», φιλικός και φιλόξενος λαός.
-Θεωρείτε αυτή την κατάσταση, που μόλις μας περιγράψατε μη αναστρέψιμη;
E.M.: Όχι, δε θέλω να πιστεύω κάτι τέτοιο! Μάλλον ακούγομαι απαισιόδοξη, για να με ρωτάτε κάτι τέτοιο. Είναι αλήθεια ότι δεν προσφέρω ένα «χάπι εντ» στην παράσταση, και μία θεατής μου παραπονέθηκε πέρυσι. Αλλά δεν είμαι. Θα σας φανεί κοινότοπο, αλλά πραγματικά πιστεύω ότι είναι πολύ καλύτερα για τον καθένα, να βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο κι όχι μισοάδειο.
- H «μολυσμένη ματιά», που θίξαμε στην αρχή της συζήτησής μας μπορεί να «εξαγνιστεί» μέσω της τέχνης;
E.M.: Η τέχνη μπορεί να κάνει θαύματα, ανάλογα, βέβαια, και με τις προθέσεις που έχει. Αλλά, δυστυχώς, δεν είναι στην καθημερινότητά μας, θεωρείται πια πολυτέλεια, ακόμα και για τους ίδιους τους καλλιτέχνες και δημιουργούς. Ίσως, βέβαια, για τους καλλιτέχνες πάντα να ήταν έτσι. Αλλά, δεν είναι τυχαίο ότι η τέχνη χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις ως θεραπευτική μέθοδος. Και, κατά τη γνώμη μου, θα ‘πρεπε να μεγαλώνουμε τα παιδιά μας με καλλιτεχνικά ερεθίσματα, όχι μόνο με παιδικό θέατρο, αλλά με όλες τις μορφές τέχνης. Τα μικρά παιδιά λατρεύουν να ζωγραφίζουν και να χορεύουν.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2019