Η θεατρική παράσταση «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ σε σκηνοθεσία Σάββα Στρούμπου, έχοντας ολοκληρώσει με επιτυχία την άνοιξη του 2018 τον πρώτο κύκλο παραστάσεών της, ανεβαίνει για δεύτερη χρονιά από την Ομάδα Σημείο Μηδέν στο Θέατρο Άττις-Νέος Χώρος. Πρόκειται για ένα από τα εμβληματικότερα έργα του παγκόσμιου θεάτρου, που ανήκει στο θέατρο του παραλόγου, το οποίο έχει δεχθεί πολλές ερμηνείες αναφορικά με την ταυτότητα του Γκοντό, αλλά και την ίδια τη φύση του έργου.
Γράφει ο Σάββας Στρούμπος στο σκηνοθετικό του σημείωμα «Η παράστασή μας παίζεται πάνω στα ερείπια του κόσμου, σ’ ένα μέλλον λιγότερο ή περισσότερο κοντινό σε μας, όπου διατηρούνται ανοιχτά όλα τα τραύματα απ’ το παρόν και το παρελθόν της ανθρωπότητας… Αλλά και οι προσδοκίες… Σ’ αυτό το οριακό σημείο ύπαρξης του ανθρώπου, ποιες είναι οι ελάχιστες δυνατές προϋποθέσεις επανεκκίνησης της ζωής, μιας ζωής που ν’ αξίζει να τη ζήσει κανείς; Στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» βρήκαμε δυο πιθανές απαντήσεις κι εκεί στηρίξαμε τη δουλειά μας: Η προσπάθεια επικοινωνίας και συνύπαρξης με τον Άλλο, μ’ αυτόν που έχουμε απέναντί μας, παρά τα όποια εμπόδια, ακόμα κι όταν αυτά φαίνονται αξεπέραστα! Αλλά και η προσπάθεια επικοινωνίας με τον Άλλον μέσα μας, μ’ αυτή την άγνωστη και σκοτεινή περιοχή των απωθημένων επιθυμιών και φόβων, των ξεχασμένων αισθήσεων κι ενστίκτων, την περιοχή του ζωώδους και του θεϊκού, εκεί όπου γεννιέται η τρέλα και το όνειρο, το παραλήρημα και ο εφιάλτης».
Με αφορμή το νέο κύκλο παραστάσεων, ο Σάββας Στρούμπος μας εισάγει στα «άδυτα» ενός έργου, που συνδέει το χθες με το σήμερα και το αύριο.
-Τι σας κεντρίζει περισσότερο το ενδιαφέρον στο έργο του Μπέκετ;
Σ.Σ.: Στο έργο του Μπέκετ βλέπω μια βαθιά μελέτη του ανθρώπινου μέσα στον άνθρωπο, με τις χιλιάδες αντιφάσεις, τις τραγικές και κωμικές πλευρές, το αέναο παιχνίδι της μνήμης με τη λήθη, της λογικής με την τρέλα, τη διαρκή αναμέτρηση με τον άλλον απέναντι και τον άλλον μέσα μας. Όλος αυτός ο γαλαξίας παίρνει σάρκα και οστά στο θεατρικό σανίδι, όπου αμφισβητείται ευθέως η παράδοση του δραματικού θεάτρου, ακριβώς γιατί αυτό το ταξίδι στο βάθος της ανθρώπινης δομής πρέπει να γίνεται χωρίς δραματικά φίλτρα και αισθητικές ωραιοποιήσεις. Ο Μπέκετ μαζί με τον Χάινερ Μύλλερ είναι οι δυο τραγικοί στο 2ο μισό του 20ου αιώνα, αλλά και του αιώνα μας, μιας τραγικά μεταβατικής εποχής, που απωθεί το τραγικό στους λαβυρίνθους του εφήμερου και ανθρωποφάγου lifestyle. Το έργο τους είναι κραυγή Ζωής.
-Στο θεατρικό «Περιμένοντας τον Γκοντό», οι ήρωες αναμένουν την άφιξη ενός ανθρώπου που δεν έρχεται ποτέ. Τι συμβολίζει ο Γκοντό;
Σ.Σ.: Έχουν χυθεί τόνοι μελάνης στην προσπάθεια να απαντηθεί αυτό το ερώτημα. Ο Μπέκετ, βέβαια, μας καλεί να δώσουμε έμφαση στο «περιμένοντας», από την άποψη της ενεργοποιημένης κατάστασης αναμονής σε ιδιαίτερα ακραίες συνθήκες, που κινητοποιεί τις αισθήσεις και τα ένστικτα, την επιθυμία και τη φαντασία, που καθιστά αναγκαίο τον άλλον άνευ όρων και ορίων. Την ίδια στιγμή, ο τρόπος αναμονής του Εστραγκόν στην αρχή του έργου, μας θυμίζει τον Φλορεντίνο λαουτιέρη Μπελάκουα, τον οποίο συναντάμε στους Οκνηρούς της «Θείας Κωμωδίας» του Δάντη, στο Προ – Καθαρτήριο, να περιμένει με αγωνία την είσοδό του στο Καθαρτήριο, μέχρι ν’ ακούσει από κάποιον «μια προσευχή βγαλμένη από καρδιά που ζει μέσα στην χάρη». Η αναμονή του άλλου, η αναμονή εισόδου σε μια διαδικασία υπαρξιακής, οντολογικής, ιστορικής, λύτρωσης, ίσως μας δίνουν μια εικόνα του Γκοντό.
-Στο δελτίο τύπου της παράστασης αναγράφεται η εξής φράση του Μπέκετ «…Έπρεπε ν’ απαλλαγώ απ’ όλα τα δηλητήρια – τη διανοητική ευπρέπεια, τη γνώση, τις βεβαιότητες που απορρέουν απ’ αυτή, την ανάγκη να κυριαρχήσεις πάνω στη ζωή – να βρω την κατάλληλη γλώσσα…». Ο Μπέκετ ανακάλυψε αυτή τη γλώσσα που επικαλέστηκε;
Σ.Σ.: Ο Μπέκετ επηρεάστηκε βαθιά από συγγραφείς όπως ο Δάντης και ο Τζέημς Τζόυς, κοντά στον οποίο μαθήτευσε. Πάλεψε για χρόνια να βρει τη δική του γλώσσα, τον τρόπο έκφρασης του ψυχικού και πνευματικού του δυναμικού. Αυτό τελικά συνέβη με τη συγγραφή του «Γκοντό». Ωστόσο, χρειάστηκε να διανύσει αυτή την πορεία – βασανιστική πολλές φορές – αποκάθαρσης απ’ όλα τα δηλητήρια που αναφέρει για να φτάσει στον δικό του δημιουργικό πυρήνα. Πιστεύω ότι η αγωνία αυτή αφορά κάθε καλλιτέχνη.
-Σε αυτό το οριακό σημείο της ύπαρξης του ανθρώπου, ποιες είναι οι ελάχιστες δυνατές προϋποθέσεις επανεκκίνησης μιας ζωής που ν’ αξίζει να τη ζήσει κανείς;
Σ.Σ.: Η κίνηση προς τον άλλον, το βαθύ κοίταγμα προς τη διαφορετικότητά του, η αποδοχή του, η εναγώνια και πολλές φορές βασανιστική προσπάθεια συνάντησης, που μας βγάζει από τους ασφαλείς αλλά και άκρως περιοριστικούς τέσσερεις τοίχους της ιδιώτευσης. Όπως και το κοίταγμα μέσα μας, η προσπάθεια να αφουγκραστούμε τον «μέσα» χώρο, με όλο το φάσμα των επιθυμιών, των ενστίκτων, των φόβων και των τρόμων, τον χώρο της τρέλας και της φαντασίας.
-Πάνω στα ερείπια του κόσμου, μπορούν να χτιστούν οι βάσεις για τη δημιουργία ενός “νέου”;
Σ.Σ.: Κανείς και τίποτα δεν προσφέρει εγγυήσεις σε κανένα επίπεδο. Μεταξύ άλλων, στον «Γκοντό» ερχόμαστε αντιμέτωποι και με αυτό το ζήτημα. «Ούτε θεοί ούτε αφέντες» μπορούν να δώσουν κάποια λύση… Η δημιουργία, η λύτρωση, η χειραφέτηση είναι έργο των ανθρώπων καθ’ αυτών, μέσα από τον αγώνα και την αγωνία, μέσα από την ανάληψη ευθύνης και το ξεπέρασμα του φόβου, ατομικά και συλλογικά.
-Και σε αυτό τον “νέο” κόσμο πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί η επικοινωνία με τον Άλλο και ταυτόχρονα η αποδοχή του;
Σ.Σ.: Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος «νέος» κόσμος, κάτι σαν τον παράδεισο, μια στατική κατάσταση αρμονίας και ομορφιάς, όπου ανέξοδα και ανώδυνα μπορεί να επιτευχθεί το οτιδήποτε. Αμφισβητώντας το αγριανθρωπικό Υπάρχον, οραματιζόμενοι έναν άλλο, εφικτό κόσμο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η αίσθηση ότι θα είμαστε ή ελεύθεροι ή ήσυχοι και βολεμένοι, πιστεύω δεν πρέπει να μας εγκαταλείπει ποτέ. Τα πάντα είναι δυνατόν να υλοποιηθούν, αλλά μέσα από τη διαρκή αγωνία, τη διαρκή αναστοχαστική λειτουργία, την ανάπτυξη της δημιουργικότητας, της φαντασίας και της πρωτοβουλίας. Η κίνηση προς τη χειραφέτηση του ενός, είναι προϋπόθεση για την κίνηση προς τη χειραφέτηση όλων.
-Πόσο επίκαιρος είναι ο λόγος του Μπέκετ στις μέρες μας;
Σ.Σ.: Πιστεύω ότι για να αφουγκραστούμε το έργο του Μπέκετ χρειάζεται να πάμε πιο πέρα από χαρακτηρισμούς όπως «επίκαιρος», «πολιτικός», «υπαρξιακός» κ.α. Ο λόγος του Μπέκετ είναι τόσο επίκαιρος όσο επίκαιρος είναι και ο λόγος του Σοφοκλή, που μετά από 2500 χρόνια συνεχίζει να μας δονεί ψυχικά, πνευματικά, σωματικά. Αυτή είναι και η ιδιαιτερότητα της μεγάλης τέχνης: βρίσκεται «εκτός χρόνου», γιατί με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο, ανήκει σε όλες τις εποχές, προσπαθώντας να βαδίσει βήμα-το-βήμα στο σκοτάδι της ανθρώπινης δομής, να συνομιλήσει με αυτό το σκοτάδι, θέτοντας ξανά και ξανά το βασανιστικό ερώτημα: «προς τι ο άνθρωπος;».
-Τι διδάσκει το έργο «Περιμένοντας τον Γκοντό»;
Σ.Σ.: Για να απαντήσω στο ερώτημα θα αναφέρω μια φράση δυο νεαρών θεατών από τον 1ο κύκλο των παραστάσεων, μέσα από την οποία αντιλήφθηκα πολλά πράγματα για το έργο: «Βλέποντας την παράσταση νιώθαμε ότι θέλουμε να ζήσουμε τη ζωή μας κάθε στιγμή ως ελεύθεροι άνθρωποι».
-Τελικά, ποιος είναι ο Γκοντό που όλοι περιμένουν και δεν εμφανίζεται ποτέ;
Σ.Σ.: Νομίζω πως το πρόβλημα βρίσκεται στο «τελικά» κι αυτό γιατί μπορούμε να βρούμε τον Γκοντό σε όλα τα μικρά και μεγάλα πράγματα τα οποία προσδοκούμε στη ζωή, για τα οποία ζούμε, ελπίζουμε, αγωνιούμε και αγωνιζόμαστε. Στην ίδια την επιθυμία για ζωή θα δούμε τον Γκοντό.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε το Νοέμβριο του 2018