«Όλα είναι για μας», τιτλοφορείται ο νέος δίσκος του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, σε στίχους Οδυσσέα Ιωάννου και μουσική Θέμη Καραμουρατίδη, που κυκλοφόρησε τον περασμένο Ιούλιο από τη Minos EMI – Universal, σημειώνοντας επιτυχία από τις πρώτες ημέρες της κυκλοφορίας του. Ο συνθέτης, ενορχηστρωτής και υπεύθυνος παραγωγής του δίσκου, Θέμης Καραμουρατίδης αποτελεί έναν από τους πιο δημιουργικούς καλλιτέχνες της γενιάς του.
Εδώ και πάνω από μία δεκαετία, ο Θέμης Καραμουρατίδης έχει αυτό που θα λέγαμε το χρυσό άγγιγμα του Μίδα. Ό, τι κι αν γράφει γίνεται αμέσως επιτυχία. Είτε πρόκειται για τη μουσική που συνθέτει για να «ντύσει» μία ταινία ή μία θεατρική παράσταση, είτε για τα τραγούδια του, που έχουμε σιγοτραγουδήσει ουκ ολίγες φορές στις συναυλίες του ή ακούγοντάς τα να παίζουν στα ραδιόφωνα. Το Θέμη Καραμουρατίδη, το ευρύ κοινό τον γνώρισε το 2004 μέσω της διάκρισής του στη δεύτερη ακρόαση της Μικρής Άρκτου, όπου συνάντησε τη Νατάσσα Μποφίλιου και το Γεράσιμο Ευαγγελάτο, πράγμα που οδήγησε στη δημιουργία και του πιο επιτυχημένου μουσικού τριδύμου των τελευταίων δύο δεκαετιών. Έκτοτε έχει συνεργαστεί με πολλούς σημαντικούς ερμηνευτές και στιχουργούς, όπως ο Παρασκευάς Καρασούλος, ο Μάριος Φραγκούλης, η Ελευθερία Αρβανιτάκη, η Νατάσσα Μποφίλιου, ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος, η Τάνια Τσανακλίδου, η Ελεωνόρα Ζουγανέλη, η Ρίτα Αντωνοπούλου, ο Σωκράτης Μάλαμας, η Γιώτα Νέγκα, ο Οδυσσέας Ιωάννου, η Μελίνα Κανά κ.ά.
Πρόσφατα κυκλοφόρησαν δύο νέα τραγούδια του για το soundtrack της ταινίας «Τζαμάικα» σε στίχους Οδυσσέα Ιωάννου, το «Για όλα ικανοί» με ερμηνευτή το Χρήστο Μάστορα και το «Ανοιχτοί λογαριασμοί» με ερμηνεύτρια τη Γιώτα Νέγκα, με το οποίο μάλιστα ολοκληρώνεται και η μέχρι τώρα συνεργασία του με την ερμηνεύτρια με «συγκινητικό τρόπο», όπως αναφέρει και ο ίδιος. Παράλληλα, έχει κυκλοφορήσει και το τραγούδι «Αγάπα με και πούλα με» σε στίχους Λήδας Ρουμάνη με τη μοναδική φωνή της Μελίνας Κανά.
Το Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2017, αναμένεται να ξεκινήσει και ο νέος κύκλος των παραστάσεών του με τη Νατάσσα Μποφίλιου και το Γεράσιμο Ευαγγελάτο στο Διογένης Studio, με τίτλο «Μπελ ρεβ», ενός ονείρου που γίνεται πραγματικότητα.
Όλα τα παραπάνω στάθηκαν αφορμή για τη συνάντησή μας πριν από μερικές ημέρες στο σπίτι του στην Καλλιθέα. Ο Θέμης Καραμουρατίδης μιλά στην Ράνια Παπαδοπούλου για την πορεία του και τα επόμενα σχέδιά του, τα όνειρά του, την αλήθεια της τέχνης του και για όλα όσα είναι για εμάς.
-«Όλα είναι για ‘μας», ο νέος δίσκος του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, όπου υπογράφεις τη μουσική, είσαι υπεύθυνος παραγωγής, αλλά έχεις κάνει και την ενορχήστρωση του δίσκου. Μίλησέ μας για αυτή την ιδιαίτερη συνεργασία σου.
Θ.Κ.: Είναι ιδιαίτερη. Είναι μία συνεργασία από αυτές που πραγματοποιούνται σαν δώρο. Ήταν ένα «προξενιό» του Οδυσσέα Ιωάννου, ο οποίος το σκέφτηκε και μας το πρότεινε ότι θα είχε ενδιαφέρον να γίνει. Εγώ φυσικά, όπως όλοι μας, έχω περάσει ένα στάδιο μεγάλης καψούρας με το Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Δεν νομίζω να υπάρχει έφηβος που να έχει γεννηθεί μετά το 1980 και να μην έχει περάσει αυτή τη φάση, η οποία αναθερμάνθηκε όταν τον είχα δει στο «9:05», όπου είπα ότι αυτός ο καινούριος Βασίλης με ενθουσιάζει και πάλι, δηλαδή μεγάλωσε μαζί μας. Έδειξε ένα πρόσωπο που προχωρούσε την ιστορία του παραπάνω. Έτσι, όταν ο Οδυσσέας μου το πρότεινε αυτό, του είπα «Φυσικά ναι. Σιγά μη δεχθεί ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου να κάνουμε δίσκο».
-Να που δέχθηκε όμως!
Θ.Κ.: Να που δέχθηκε και προέκυψε το «Όλα είναι για ‘μας», για το οποίο είμαι πάρα πολύ περήφανος και το καμαρώνω πάρα πολύ σα δίσκο και το αγαπάω.
-Με εννέα τραγούδια και μία επανεκτέλεση ενός τραγουδιού από ένα δίσκο της Νατάσσας Μποφίλιου, που συμμετείχες κι εσύ υπογράφοντας τη μουσική.
Θ.Κ.: Ναι, ήταν ο δίσκος που κάναμε με τον Οδυσσέα και το Σωκράτη Μάλαμα και τη Νατάσσα…
-«Οι πρώτες λέξεις».
Θ.Κ.: Ναι οι «Πρώτες λέξεις», όπου εκεί η Νατάσσα είχε τραγουδήσει το τραγούδι «Η φλόγα». Ο Βασίλης πριν το ακούσει έλεγε ότι θέλει ένα κομμάτι που να είναι πεντάρι, να είναι κάτι ρυθμικό. Του έβαλα το κομμάτι και του λέω «Σαν αυτό;» και μου απάντησε «Ναι, αλλά γιατί να είναι σαν αυτό και να μην είναι αυτό;». Μετά μιλήσαμε με τη Νατάσσα και τον Οδυσσέα και συμφωνήσαμε ότι θα ήταν μία ωραία ιδέα να γίνει.
-Και κάπως έτσι έχουμε έναν ολοκληρωμένο δίσκο, ένα διαφορετικό Βασίλη Παπακωνσταντίνου, ένα ιδιαίτερο στίχο. Ένας δίσκος που έχει γραφτεί χωρίς εύκολες λύσεις και σιγουριά, αλλά με την αμηχανία που γεννά μια εποχή μετά το κάταγμα της κρίσης. Εσύ ως δημιουργός πώς εκλαμβάνεις αυτό το κάταγμα, αλλά και την ίδια την κρίση;
Θ.Κ.: Νομίζω ότι δε μπορείς να μείνεις ανεπηρέαστος από αυτό που συμβαίνει γύρω σου και ασχέτως αν κάνεις κάτι στρατευμένο ή συγκεκριμένο ή να λες ότι δεν έχουμε λεφτά ή πεθάναμε ή τα κόμματά σας κλπ.. Ασχέτως λοιπόν από το πώς αυτό εντάσσεται στη δουλειά σου, αποτυπώνεται. Αποτυπώνεται γιατί είμαστε άνθρωποι που ζούμε στο σήμερα, ζούμε στην εποχή μας. Αφουγκραζόμαστε την κατάσταση γύρω μας. Δεν είμαι δηλαδή, άνθρωπος που ζω σε ένα κλουβί, ένας μποέμ καλλιτέχνης που παίρνει το δισάκι του και φεύγει. Είμαι ένας άνθρωπος που ζω στην Αθήνα του 2017, έχω τους φίλους μου, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν είναι καλλιτέχνες, οπότε νομίζω ότι φαίνεται και σε αυτό το δίσκο ότι η εποχή έχει ενσωματωθεί στη διάθεση, στην ψυχολογία και στην αντίληψή μας.
-Τα υλικά του καιρού μας ενδείκνυνται για τη δημιουργία ενός δίσκου;
Θ.Κ.: Το πρακτικό επίπεδο είναι αυτό που έχει υπάρξει δυσκολότερο τα τελευταία χρόνια. Δηλαδή, το να φτιάξεις τραγούδια, ναι, μπορούμε να φτιάξουμε. Ενδείκνυνται ενδεχομένως. Έχεις ένα θέμα το οποίο είναι πολύ συγκεκριμένο. Βέβαια, μπορείς είτε να ασχοληθείς με αυτό είτε να πεις ότι φτιάχνω τραγούδια που θα αφηγηθούν αυτό που συμβαίνει γύρω μας ή τραγούδια που θα σε πάνε μακριά από αυτό και θα σε πάνε σε δρόμους για να το αντιμετωπίσεις χωρίς να το υπεραφηγηθείς. Στην κάθε εποχή υπάρχει τρόπος να χρησιμοποιείς ως υλικό αυτό που γίνεται γύρω σου, είτε αυτό είναι κάτι κοσμογονικό είτε η απόλυτη αδράνεια. Πιστεύω ότι μπορείς να το αξιοποιήσεις, αλλά το πρακτικό είναι το πρόβλημα.
-Οπότε είναι δύσκολο το να φτιάχνεις τραγούδια;
Θ.Κ.: Πλέον είναι δύσκολο να φτιάχνεις τραγούδια. Δεν ξέρω αν ακούμε το ίδιο τραγούδι. Η απορία μου η μεγάλη είναι: Αγαπάμε τη μουσική όπως την αγαπούσαμε πριν από είκοσι χρόνια; Αυτό είναι ένα θέμα που με έχει απασχολήσει πάρα πολύ τον τελευταίο καιρό. Βλέπω ότι η δισκογραφία είναι στη χειρότερή της φάση από τότε που τη γνωρίζουμε. Είναι άθλος το να βγει ένας δίσκος πια. Και σε τελευταία ανάλυση πολλές φορές βλέπεις ότι δεν υπάρχει και εμπορικός λόγος για να βγει, οπότε σου λέει ο άλλος «Γιατί να το βγάλω αφού δε βγάζει τα χρήματά του;». Οπότε αν και διανύουμε μία εποχή που σηκώνει το γράψιμο, δεν ξέρω αν σηκώνει την τραγουδοποιία και τη δισκογραφία.
-Και οικονομικά, αλλά και αν σηκώνει και την ποιότητα ενός τραγουδιού. Βέβαια, η ποιότητα είναι κάτι πιο υποκειμενικό.
Θ.Κ.: Είναι κάτι εντελώς υποκειμενικό και είναι κάτι που βρίσκει πάντα τους δρόμους του. Είτε είναι δηλαδή μικρή, μεγαλύτερη ή πολύ μεγάλη. Υπάρχει ο χώρος για όλα. Κατά τη γνώμη μου υπάρχει ο χώρος για τα αισθητικά καλά. Δεν είναι ο ίδιος με τα εύκολα, αλλά υπάρχει.
-Από την άλλη, η κρίση θεωρείς ότι έχει γίνει κάτι κλισέ για τη δημιουργία;
Θ.Κ.: Την εποχή της κρίσης, τη διαχειρίζεσαι όπως εσύ επιλέγεις ως καλλιτέχνης. Είτε πας από τον κλισέ δρόμο του τύπου «πεινάμε και δεν έχουμε λεφτά» είτε αντιτίθεσαι σε αυτό. Νομίζω ότι δεν είμαστε πια σε κρίση. Είμαστε φτωχοί. Δηλαδή νομίζω ότι έχει περάσει το στάδιο της κρίσης και της μετάβασης και ότι έχουμε έρθει στο δύσκολο δρόμο. Ζούμε στο δύσκολο δρόμο τα τελευταία χρόνια. Νομίζω ότι έχουμε εξοικειωθεί με το ότι η ζωή μας δε θα είναι η πλουμιστή ζωή που ονειρευόμασταν μέχρι τις αρχές του 2000.
-Φτωχοί και στο πνεύμα;
Θ.Κ.: Μεγάλη κουβέντα αυτή. Έχουμε τα θέματά μας, αλλά δεν τα συνδέω απαραίτητα με την κρίση αυτά, γιατί υπάρχει και ένα παγκόσμιο φαινόμενο υπερδιέγερσης και κοινωνικής δικτύωσης σε εξωπραγματικά μεγέθη, απίστευτες ταχύτητες, γρήγοροι ρυθμοί, youtube, instagram, όλα αυτά τρέχουν με ταχύτητα φωτός, οπότε δεν ξέρω κατά πόσο σου δίνουν χώρο και χρόνο να εμβαθύνεις σε κάτι ή απλώς να περνάς συνέχεια αφιλτράριστες πληροφορίες στον εγκέφαλό σου.
-Όπως για παράδειγμα το να ακούς ένα τραγούδι διαγώνια, γιατί όταν υπάρχει η οθόνη του υπολογιστή ή η οποιαδήποτε οθόνη, ουσιαστικά εκείνη την ώρα κάνεις κι άλλα πράγματα.
Θ.Κ.: Όχι μόνο κάνεις κι άλλα πράγματα. Είναι στη διάθεσή σου να προχωρήσεις το τραγούδι ανά πάσα στιγμή. Ακούς είκοσι δευτερόλεπτα και μετά το αφήνεις.
-Χωρίς να έχεις καταλάβει και το νόημα του στίχου ή και της μουσικής.
Θ.Κ.: Ναι. Υπάρχουν πάρα πολλοί δίσκοι που έχουν κυκλοφορήσει τα τελευταία χρόνια, που θεωρώ ότι θα είχαν άλλη τύχη αν η εποχή μας είχε χρόνο.
-Στο τραγούδι «Αυτό που περιμένουμε», ο Οδυσσέας Ιωάννου γράφει «Μονάχοι µας πηγαίνουµε/Τώρα θα γίνουµε εµείς/ Αυτό που περιµένουµε». Τι περιμένουμε να γίνουμε;
Θ.Κ.: Νομίζω ότι περιμένουμε να πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας, απλά, ήρεμα και χωρίς πολλές φανφάρες. Να λειτουργούμε συλλογικά, με αλληλεγγύη και με σεβασμό στο διπλανό μας. Νομίζω ότι περιμένουμε να γίνουμε λίγο πιο άνθρωποι.
-Μπορούμε; Ή μάλλον το θέλουμε;
Θ.Κ.: Οφείλουμε να το κάνουμε ή τουλάχιστον να ξέρουμε ότι η κάθε μας επιλογή έχει και τις επιπτώσεις της. Διότι, αν δεν το θέλουμε πρέπει να είμαστε έτοιμοι για αυτό που θα μας συμβεί μετά. Ας πούμε, δε μπορεί να έρχεται ο οποιοσδήποτε και να ανατινάσσει τα ατομικά δικαιώματά σου, γιατί εσύ δεν πάλεψες για του διπλανού σου.
-Οπότε επικρατεί ο εγωισμός από αυτή την άποψη; Είμαστε έτοιμοι, ωστόσο, να αντιληφθούμε το τι σημαίνει πραγματικά αλληλεγγύη;
Θ.Κ.: Είναι πολύ απλό πράγμα η αλληλεγγύη. Είναι πολύ μετρημένα κουκιά. Γίνεται περίπλοκο όταν δεν το έχεις αφομοιώσει και δεν είναι μια βαθειά, αληθινή και ανθρώπινη πράξη και είναι για παράδειγμα κάτι το οποίο είναι επίκαιρο, έχει να κάνει με το ότι σκέφτεσαι το τομάρι σου, εξυπηρετεί κάποιους σκοπούς. Η αλληλεγγύη είναι κάτι το οποίο μπορείς να κάνεις και να νιώσεις ότι προσφέρεις χωρίς να υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος, που θα σε ωφελήσει προσωπικά. Δηλαδή, να μπορείς να δώσεις χωρίς να περιμένεις να πάρεις.
-Πολλές φορές θεωρείς ότι κάποιοι έχουν εκμεταλλευτεί το ρόλο της αλληλεγγύης στα χρόνια της κρίσης και ειδικότερα από το 2008 μέχρι σήμερα που παρατηρείται μία έξαρση συλλογικοτήτων και κοινωνικών κινημάτων;
Θ.Κ.: Κοίτα, δε θεωρώ αυτά τα κινήματα και τις συλλογικότητες που δημιουργήθηκαν από ένα σημείο και μετά ότι έχουν ένα τέτοιο σκοπό. Δε θέλω να είμαι πονηρός. Δε μπορείς να είσαι σε αυτό το πράγμα καχύποπτος. Μπορείς να είσαι καχύποπτος σε πολύ συγκεκριμένες στιγμές και με πολύ συγκεκριμένα πράγματα, τα οποία βλέπεις ότι είναι αντιδιαμετρικά. Δηλαδή, αν εγώ ας πούμε σου πω να βοηθήσουμε τους φτωχούς, αλλά να είναι μόνο Έλληνες οι φτωχοί, που θα βοηθήσουμε είναι μία πράξη, που όπως καταλαβαίνεις σηκώνει πολλά ερωτηματικά. Τι πράξη αλληλεγγύης είναι; Οπότε, νομίζω ότι πια δεν είμαστε και τόσο ούφο. Έχουμε αρχίσει λίγο να καταλαβαίνουμε τι γίνεται γύρω μας και πιστεύω ότι είμαστε σε θέση να καταλάβουμε πότε κάτι είναι καθαρό και πότε όχι.
-Θα ήθελα να γυρίσουμε πίσω στο παρελθόν. Στο 2004, στη δεύτερη ακρόαση της Μικρής Άρκτου και στο τραγούδι «Ονειρεύομαι». Πόσο δύσκολο είναι να ονειρευόμαστε σήμερα;
Θ.Κ.: Δε μπορούμε να κάνουμε και κάτι άλλο. Μπορούμε να προσπαθούμε και να ονειρευόμαστε. Μπορούμε να δημιουργούμε και να ονειρευόμαστε. Να αγωνιζόμαστε και να ονειρευόμαστε. Να δρούμε και να ονειρευόμαστε. Είναι κάτι το οποίο, αν πάψει να υπάρχει, θα πάψει να υπάρχει η δημιουργία, θα πάψει να υπάρχει και η εξέλιξη.
-Εσύ επιτρέπεις στον εαυτό σου να ονειρεύεται χωρίς να βάζεις όρια στα όνειρά σου;
Θ.Κ.: Ποτέ δεν έβαζα όρια στα όνειρά μου. Από παιδάκι. Ήμουν πολύ συγκεκριμένος σε αυτά που ονειρευόμουν. Εντάξει, κάποια στιγμή όλοι έχουμε ένα παρανοϊκό ή παράλογο όνειρο, αλλά τώρα πια δεν έχω. Καταρχήν, είμαι ένας άνθρωπος που νιώθω γεμάτος και ευχαριστημένος. Νιώθω ότι πολλά από τα όνειρά μου έχουν πραγματοποιηθεί. Οπότε, τα όνειρά μου έχουν να κάνουν κυρίως με μία καλύτερη ζωή και όχι μόνο για εμένα. Αυτό είναι το μεγαλύτερό μου όνειρο. Να γίνουμε ευτυχισμένοι.
-Και με ποιο τρόπο θα μπορούσαμε να γίνουμε ευτυχισμένοι; Δεδομένου ότι κάποια στιγμή τα όνειρα εκπληρώνονται, οπότε είμαστε πλήρεις με αυτό. Μετά;
Θ.Κ.: Ευτυχισμένοι θα γίνουμε μόνο με το να μάθουμε να αγαπάμε. Μόνο αν αγαπάς το διπλανό σου μπορείς να νιώσεις την ευτυχία και την πληρότητα.
-Το 2004, όπως αναφέραμε προηγουμένως, σε γνωρίσαμε μέσω της δεύτερης ακρόασης της Μικρής Άρκτου. Από τότε μέχρι σήμερα έχουν περάσει αισίως δεκατρία χρόνια. Ποιες στιγμές ξεχωρίζεις; Ποιες στιγμές σε έχουν καθορίσει ως καλλιτέχνη, ως το δημιουργό που είσαι σήμερα;
Θ.Κ.: Πολύ δύσκολη ερώτηση, γιατί θα σου πω με σιγουριά ότι χωρίς ανταγωνισμό και χωρίς αμφιβολία, η συνάντησή μου με τη Νατάσσα και το Γεράσιμο ήταν αυτό που με καθόρισε, αλλά από εκεί και πέρα υπάρχουν κι άλλες πολλές στιγμές και σταθμοί, που δε θα ήθελα να αδικήσω κάποιο. Δηλαδή, η συνάντησή μου με τον Οδυσσέα Ιωάννου είναι μία συνάντηση δώρο. Είναι μία συνάντηση που με γεμίζει ευτυχία και δημιουργικότητα κι έχει ανοίξει μία άλλη σελίδα δημιουργικότητας σε εμένα και μία άλλη, αν θέλεις και ηχητική τάση. Όλα αυτά που έχω κάνει, τουλάχιστον τα περισσότερα είναι προίκα για εμένα. Είναι δώρο. Δεν υπάρχει κάτι που θα άλλαζα. Ίσως ένα δυο πραγματάκια τώρα που το σκέφτομαι. Όλες οι συνεργασίες ήταν σταθμοί στην πορεία μου. Δεν υπάρχει κάποια συνεργασία που να μη μου προσέφερε κάτι, ακόμα και κάτι που να μην έγινε όπως το ήθελα.
-Σε τρομάζουν η επιτυχία και η αναγνωρισιμότητα που έχεις γνωρίσει από την αρχή της πορείας σου μέχρι και σήμερα, μιας και ό,τι έχεις κάνει είναι επιτυχημένο;
Θ.Κ.: Πρώτον, χαίρομαι που το λες αυτό. Δεύτερον, δε θεωρώ ότι η επιτυχία και η αναγνωρισιμότητα που έχω είναι κάτι το οποίο φτάνει σε επικίνδυνους βαθμούς. Είναι πολύ κανονικά όλα. Δηλαδή, το πολύ πολύ να σταματήσουν και να μου πουν ένα «Συγχαρητήρια! Σας αγαπάμε.». Δεν είναι ότι αλαλάζουν πλήθη και τρέχουν να με κυνηγήσουν και δε μπορώ να βγω από το σπίτι μου. Βγαίνω μια χαρά και ζω ήσυχος. Η επιτυχία είναι κάτι το οποίο έχει μία αναγνώριση, η οποία όμως δεν είναι σε τέτοιο βαθμό ώστε να αισθανθείς ότι είσαι ο βασιλιάς του κόσμου. Ζω στο σπίτι που ζω τα τελευταία χρόνια χωρίς να έχει αλλάξει κάτι, έχω τους φίλους που είχα χωρίς να έχει αλλάξει κάτι. Τα οικονομικά μου είναι λίγο καλύτερα, αλλά δεν είναι τόσο καλύτερα ώστε να ξεχάσω ότι δυστυχώς θέλω διαχείριση, γιατί αλλιώς μένω πανί με πανί. Οπότε, είναι μία επιτυχία σε πολύ ανθρώπινα μεγέθη.
-Είσαι από τους καλλιτέχνες της νέας γενιάς, που έχουν καθιερωθεί στο μουσικό στερέωμα σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Πόσο δύσκολο είναι να διατηρήσεις την ακεραιότητά σου όσον αφορά τη μουσική σου, δεδομένων των εποχών που ζούμε αλλά και των επιταγών που μπορεί να δεχθεί κάποιος από τη μουσική βιομηχανία;
Θ.Κ.: Είναι πολύ εύκολο γιατί κάνω αυτό που μου αρέσει και όταν κάνεις αυτό που σου αρέσει, τα πράγματα είναι εύκολα. Να είσαι σίγουρη ότι ό, τι κι αν ακούσεις από εμένα θα είναι κάτι, που το έκανα επειδή μου αρέσει και όχι γιατί κάποιος με πλήρωσε για να το κάνω. Δεν έχω θέμα με κανένα είδος τραγουδιού και με κανένα ύφος τραγουδιού, απλά θα έκανα κάτι μόνο αν υπήρχε λόγος.
-Όπως μία από τις αγαπημένες σου στιγμές είναι και ο δίσκος «Βαβέλ».
Θ.Κ.: Ναι. Είναι.
-Ποια είναι λοιπόν κατά τη γνώμη σου η Βαβέλ του καιρού μας;
Θ.Κ.: Η επικοινωνία θέλει λίγο σπρώξιμο. Θέλει λίγο αναδιοργάνωση. Αυτή είναι η αλήθεια. Χρειαζόμαστε λίγο πιο ουσιαστική αλληλεπίδραση.
-Και αυτό πώς μπορούμε να το πετύχουμε; Υπάρχει τρόπος ή είναι μόνο η ανθρώπινη θέληση, το στοιχείο που λείπει;
Θ.Κ.: Είναι δύσκολα τα πράγματα. Δε μπορώ να σου πω ότι είναι τόσο απλές οι λύσεις. Δηλαδή, να καθίσουμε μία μέρα εδώ στην Καλλιθέα και να σου πω ότι έτσι θα λυθεί. Σίγουρα θέλει μία προσπάθεια και μία θέληση από εμάς. Θέλει λίγο κόπο. Γενικά όλα θέλουν κόπο.
-Η «Βαβέλ» έχει χαρακτηριστεί ως ένας από τους πιο επιτυχημένους δίσκους που κυκλοφόρησαν το 2016. Ο δίσκος έχει ηχογραφηθεί ζωντανά. Ποια είναι η δυναμική αυτού του τύπου ηχογράφησης;
Θ.Κ.: Η ηχογράφηση αυτή σου προσφέρει μία αίσθηση πιο μπάντας. Έχει πολύ ενδιαφέρον, αλλά δε μπορώ να σου πω ότι είναι κάτι το οποίο θα ξανάκανα εύκολα, γιατί έχει φοβερούς βαθμούς δυσκολίας σε άλλα επίπεδα και επίσης αν θέλεις να είσαι συνεπής στον εαυτό σου, μετά δε μπορείς να διορθώσεις κάποια πράγματα που έχουν γίνει και δε θέλεις. Ό,τι έγινε έγινε. Επειδή είμαι άνθρωπος που τα βάζω όλα σε κουτάκια και θέλω να είναι συγκεκριμένα, όταν λέω ότι θέλω να είναι ζωντανά, θα είναι ζωντανά. Δε θέλω να είναι ζωντανά και μετά να γράψουμε άλλα δέκα όργανα από επάνω. Οπότε, κάνοντας αυτό, ξέραμε τι κερδίζουμε και τι χάνουμε. Θεωρώ ότι καλώς έγινε έτσι η Βαβέλ, γιατί δημιουργεί μία άλλη αίσθηση στο δίσκο. Έχει μία απόχρωση ιδιαίτερη, αλλά είναι εξοντωτικό, είναι αρκετά στρεσογόνο και είναι κάτι το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για την επόμενη δουλειά μου, δηλαδή να γραφτεί ζωντανά ο μισός δίσκος και ό,τι θέλω μετά να μπορέσω να το ξαναδώ.
-Θα το έκανες αυτό ή όταν ένα τραγούδι έχει ηχογραφηθεί με ένα συγκεκριμένο τρόπο μετά δισκογραφικά από την άποψη της ηχογράφησης έχει κλείσει ο κύκλος του;
Θ.Κ.: Όχι απαραίτητα. Αν υπάρχει λόγος μπορεί να υπάρξει ξανά.
-Μία από τις πιο πρόσφατες κυκλοφορίες σου είναι και οι «Ανοιχτοί λογαριασμοί» με τη Γιώτα Νέγκα σε στίχους Οδυσσέα Ιωάννου, που αποτελεί ένα τραγούδι από το soundtrack της ταινίας «Τζαμάικα». Εσύ αφήνεις ανοιχτούς λογαριασμούς;
Θ.Κ.: Πολλούς.
-Τους κλείνεις;
Θ.Κ.: Όσο περνούν τα χρόνια, θέλω να τους κλείνω. Θέλω να τακτοποιώ τα πράγματα γιατί γίνονται πιο βαριά. Όσο μεγαλώνεις, κάποια πράγματα δεν περνούν στο φτερό. Βαραίνουν, οπότε, προτιμώ να επισημοποιώ κλεισίματα. Παλαιότερα δεν το έκανα. Κι έχω καταλάβει ότι με βοηθάει να προχωράω μπροστά και να συνεχίζω και να φεύγουν από το μυαλό μου διάφορα βάρη. Είναι δηλαδή, λίγο πιο δύσκολο να κλείσεις λογαριασμούς. Αυτό έχει κάποιες δύσκολες στιγμές, αλλά έχει το αποτέλεσμα που σε δικαιώνει.
-Με τη Γιώτα Νέγκα ωστόσο δεν είναι η πρώτη φορά που συνεργάζεσαι. Έχεις κάνει άλλους δύο δίσκους, οπότε έχεις ακόμα μουσικούς «ανοιχτούς λογαριασμούς» μαζί της.
Θ.Κ.: Νομίζω ότι αυτό το τραγούδι θα είναι το τελευταίο που θα κάνουμε με τη Γιώτα για αρκετό καιρό. Είπαμε ότι πρέπει να βάλουμε ένα φρένο σε αυτό και να ανοίξει ο καθένας ένα δικό του δρόμο, αλλά νομίζω ότι είναι ένα τραγούδι το οποίο κλείνει επετειακά έναν κύκλο συνεργασίας. Θεωρώ ότι κλείνει ένα κύκλο συνεργασίας με ένα συγκινητικό τρόπο συγκινητικό.
-Με ένα ιδιαίτερα μελωδικό τραγούδι, που ήδη έχει αγαπηθεί από το κοινό και από τα ραδιόφωνα, που το ακούμε. Και η συνεργασία σου με τη Μελίνα Κανά;
Θ.Κ.: Η Μελίνα είναι μία από τους αγαπημένους μου καλλιτέχνες από παιδί. Είναι από τους ανθρώπους που διαμόρφωσαν τη μουσική μου ταυτότητα. «Της αγάπης ο γερακάρης» και «Τα λάφυρα» ήταν οι δίσκοι που ήταν μέσα στου δέκα δίσκους που έπαιξαν περισσότερο στην εφηβεία μου. Η Μελίνα είναι μία γυναίκα που πιστεύω ότι όλοι την ερωτευτήκαμε κάποια στιγμή, όχι με το σεξουαλικό τρόπο αλλά με τον ερωτισμό που διαχέεται στις ερμηνείες και στη φωνή της. Κι όταν μεγάλωσα επανεκτίμησα το μεγαλείο της ερμηνείας και της φωνής της, γιατί η Μελίνα έχει μία φωνή που είναι σα να βγαίνει από το στομάχι, όπως είχε πει κάποτε η Χαρούλα Αλεξίου. Έχει μια βαθειά αλήθεια. Τη θεωρώ πολύ σπουδαία ερμηνεύτρια και μεγαλύτερη εντύπωση μού έκανε στη συναυλία που κάναμε στο Βεάκειο, όπου ήμουν καλεσμένος, ο τρόπος που απέδωσε τραγούδια μου που έχουν πει η Νατάσσα, η Γιώτα και ο Σωκράτης Μάλαμας. Όπου, ας πούμε είπε την «Αγάπη σε επαναλήψεις» και έδωσε μια τόσο διαφορετική και συναισθηματική απόχρωση σε αυτό το κομμάτι. Ένα βάθος κι ένα βάρος μεγαλειώδες, δηλαδή συγκινήθηκα στο στούντιο, όταν κάναμε πρόβα.
-Άλλωστε η Μελίνα Κανά είχε πει παλαιότερα ότι αξίζει κάποιος να κάνει μία διασκευή μόνο όταν έχει κάποια ουσία, πράγμα που είναι πολύ σημαντικό για ένα καλλιτέχνη. Να μπορεί να ξεχωρίζει, να μπορεί να επιλέγει. Άρα βρήκε κάτι εξαιρετικό σε αυτό το τραγούδι σου.
Θ.Κ.: Μου είχε πει εξαρχής ότι της άρεσε πάρα πολύ και νομίζω ότι της πηγαίνει πάρα πολύ. Κι επειδή με τη Μελίνα έχει ξεκινήσει μία πάρα πολύ γλυκιά σχέση, η οποία δεν ξέρω που θα οδηγήσει, γιατί την αγαπάω πάρα πολύ σαν καλλιτέχνη, την εκτιμώ σαν άνθρωπο. Με τη Λήδα Ρουμάνη, φτιάξαμε αυτό το τραγούδι, για το οποίο είμαστε πολύ ευτυχισμένοι και η δαιμόνια Λήδα σκέφτηκε να το πει η Μελίνα Κανά. Δεν ξέρω πού θα οδηγήσει. Πάντως όπου και αν οδηγήσει σίγουρα θα γίνει κάτι, που θα έχει κάνει με αλήθεια και με βαθιά εκτίμηση.
-Έχουμε ακούσει τραγούδια σου τα οποία είναι πιο μελωδικά, τραγούδια ζεϊμπέκικα, όπως οι «Ανοιχτοί λογαριασμοί» κ.ά. Ποιο είδος μουσικής είναι αυτό που ουσιαστικά σε έχει δυσκολέψει περισσότερο, αν υπάρχει και αν μπορούμε να πούμε ότι σε έχει δυσκολέψει; Και τι προτιμάς να ακούς σε δεύτερο επίπεδο ως ακροατής;
Θ.Κ.: Πέρασα από όλες τις φάσεις και από όλα. Κάποια στιγμή με δυσκόλεψαν κάποια πιο λαϊκά πράγματα, κάποια πιο δυτικά… Περνάω περιόδους, που αγαπάω πολύ το λαϊκό τραγούδι και προσπαθώ να φτιάξω τέτοια πράγματα. Περνάω περιόδους που μου αρέσει πάρα πολύ ο δυτικός ήχος και προσπαθώ να φτιάξω το δικό μου χώρο μέσα σε αυτό. Είναι κάτι πάρα πολύ ρευστό στο κεφάλι μου και είναι και αυτό που με κρατάει σε εγρήγορση και σε ζωντάνια, γιατί αν έκανα τόσα πολλά πράγματα και είχαν όλα μία κατεύθυνση και ένα χαρακτήρα νομίζω ότι θα είχα βαλτώσει.
-Ωστόσο σου αρέσει να πειραματίζεσαι.
Θ.Κ.: Μου αρέσει να πειραματίζομαι πάρα πολύ και να παίζω και με τα είδη και με τα ύφη της μουσικής.
-Ποιο είναι το πιο «extreme» τραγούδι που θεωρείς ότι έχεις γράψει;
Θ.Κ.: Να σου πω την αλήθεια, δε θεωρώ κάτι «extreme» με αυτή την έννοια. Σίγουρα το πιο «extreme» αισθητικά, με την έννοια ότι είναι ένα ποπ τραγούδι, είναι το τραγούδι που έκανα για την ταινία «Τζαμάικα» με το Χρήστο Μάστορα από τις Μέλισσες. Είναι το δεύτερο τραγούδι που ετοιμάζουμε με τον Οδυσσέα Ιωάννου για την ταινία, μετά τους «Ανοιχτούς λογαριασμούς». Είναι ένα τραγούδι που θεωρώ ότι είναι μία πολύ «extreme» κίνηση από πλευράς μου. Δεν έχω κάνει κάτι άλλο πιο «extreme». Τώρα με την έννοια του υπερεναλλακτικού ή του ψυχεδελικού ή κάτι τέτοιο, επειδή όλα φιλτράρονται από τη δική μου αισθητική, δε μου φαίνεται τίποτα παράταιρο για να πω «Πω, πω! Αυτό πώς το έκανα;».
-Έχεις γράψει τόσα πολλά τραγούδια που έχουν γίνει επιτυχία. Ποιο είναι το κλειδί της επιτυχίας;
Θ.Κ.: Θα ακουστεί τετριμμένο, αλλά το κλειδί για την επιτυχία είναι να δημιουργείς συναισθηματικά, να δημιουργείς αληθινά. Αυτή είναι η αλήθεια. Το αληθινό είναι κάτι το οποίο είναι αυταπόδεικτο. Το αληθινό είναι κάτι που κανείς δε μπορεί να στο πάρει και να στο στερήσει και κανείς δε μπορεί να στο χρεώσει και είναι από μόνο του επιτυχία, γιατί είναι αληθινό. Από εκεί και πέρα το αν κάτι θα γίνει εμπορική επιτυχία ή όχι είναι κάτι το οποίο συμβαίνει. Δηλαδή κάτι το οποίο έχει όλα τα στοιχεία της ειλικρίνειας κινείται και συμβαίνει. Ο δίσκος με το Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τον Οδυσσέα Ιωάννου είναι ένας δίσκος φτιαγμένος με αλήθεια. Ήδη πάει πάρα πολύ καλά.
-Και τώρα, ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σου;
Θ.Κ.: Τέλη Νοεμβρίου ξεκινούν ι εμφανίσεις μας με τη Νατάσσα Μποφίλιου και το Γεράσιμο Ευαγγελάτο στο Διογένης, με ένα πολύ διαφορετικό πράγμα με πάρα πολύ δουλειά μέσα και προσπάθεια ανασύνταξης πραγμάτων και βλέπουμε μετά.
-Η παράσταση «Μπελ Ρεβ» αναμένεται να ξεκινήσει στις 25 Νοεμβρίου. Τι θα ακούσουμε σε αυτή την παράσταση και γιατί την ονομάσατε «Μπελ ρεβ»;
Θ.Κ.: Γιατί «Μπελ ρεβ» είναι το όνειρο στα γαλλικά και σημαίνει ότι ένα όνειρό μας γίνεται πραγματικότητα, γιατί αυτή η παράσταση είναι πραγματικά ένα όνειρο που γίνεται πραγματικότητα. Είμαι ενθουσιασμένος για αυτή την παράσταση. Έχουμε ξεκινήσει πυρετωδώς τις πρόβες με μια μεγάλη ορχήστρα δεκαέξι μουσικών, σε ένα πρόγραμμα το οποίο περιλαμβάνει τραγούδια μας ξαναδιαβασμένα μουσικά και τραγούδια μας που δε συνηθίζουμε να λέμε στις συναυλίες σαν έκπληξη από το ρεπερτόριό μας. Τραγούδια που σημαίνουν κάτι για εμάς ούτως ή άλλως και μία σειρά από διασκευές που τις θεωρώ εκπλήξεις, μία προς μία.
-Θέμη, για να κλείσουμε τη συζήτησή μας θα ήθελα να μου απαντήσεις στο εξής ερώτημα: τελικά όλα είναι για εμάς;
Θ.Κ.: Όλα όσα διεκδικούμε και παλεύουμε γι’ αυτά, μας αξίζουν.
**Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε το Νοέμβριο του 2017