Δισέγγονος του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, σε ηλικία 23 χρόνων γνωρίζει στο Λονδίνο τα "ιερά τέρατα" της ποίησης όπως ο Έλιοτ και ο Τόμας, εντάσσεται στην ομάδα των υπερρεαλιστών του 1950 και το 1958 αρνείται να παραλάβει το κρατικό βραβείο ποίησης (το οποίο, πάντως, δέχεται το 1983). Ο Νάνος Βαλαωρίτης γράφει σε τρεις γλώσσες και διακηρύττει ότι πιστεύει "σ' έναν άνθρωπο αποφυλακισμένο από τα δεσμά της σκέψης του, του φόβου του". Μία προσωπικότητα συναρπαστική, ένας ποιητής και συγγραφέας που στα 97 του χρόνια εξακολουθεί να δημιουργεί μιλά στο Πρακτορείο για τη γλώσσα και την ποίηση.
-Από το κείμενο στο υπερκείμενο, ποιος είναι ο σημαντικότερος κανόνας αναφορικά με τη γραφή;
Ν.Β.: Εξαρτάται από το είδος του κειμένου. Δεν υπάρχει ένας κανόνας, που να ισχύει για όλα τα γραπτά. Όσον αφορά το οπτικό, το 19Ο αιώνα έκαναν εικονογράφηση. Τώρα, δεν υπάρχει αυτό, αλλά παράλληλες εικόνες που μπορεί να μην έχουν άμεση σχέση με το κείμενο, αλλά αποτελούν έργο ενός άλλου καλλιτέχνη. Οι κανόνες δεν υπάρχουν όπως υπήρχαν άλλοτε, ιδίως αυτοί που έθεταν οι Γάλλοι το 19ο αιώνα με τους ποιητές τους και τους κριτικούς της κλασικής και νεοκλασικής υφής. Σήμερα όλα είναι ανοιχτά. Δε μπορούμε να προβλέψουμε τι θα κάνει ο καθένας. Αυτά που αφορούν το μεγάλο κοινό δεν είναι αναγκαστικά αυτά που μπορεί να παράγει ένα άτομο. Έτσι, έχουμε ένα χάσμα, που διευρύνθηκε τον 20ο αιώνα και τώρα βρισκόμαστε σε μία περίοδο όπου πρέπει να βάλεις γέφυρες, για να ισχύσει η επικοινωνία.
-Αυτές οι γέφυρες είναι εφικτό να είναι στέρεες, σε μία εποχή που επικρατεί μία Βαβέλ, όσον αφορά τη γραφή στο διαδίκτυο;
Ν.Β.: Η αλήθεια είναι ότι η γραφή στο διαδίκτυο είναι στιγμιαία. Άλλοτε την ονομάζαμε τηλεγραφική, αλλά σήμερα, έχουμε το tablet, το instagram και γενικά το internet, όπου όλα εμφανίζονται και εξαφανίζονται εξίσου γρήγορα. Δηλαδή, όταν ανεβάζεις κάτι, έστω μία φράση, μία σκέψη, αυτή μπορεί σε ελάχιστο καιρό να ξεχαστεί γιατί υπάρχουν ένα σωρό άλλες. Ένας χαρακτήρας, δε μπορεί να διαγραφεί με τα καινούρια μέσα. Αυτός ο χαρακτήρας εξαρτάται πάντοτε από τις περιστάσεις. Αυτό που ξεπηδάει και εξαφανίζεται στιγμιαία και είτε απαντούν σε αυτό είτε όχι.
-Κάποτε, δείχνοντάς μου ένα πίνακα του Μιρό μου είχατε αναφέρει: «Θέλω να γράφετε ποιήματα όπως αυτός ο πινάκας. Όχι πια αγάπες, θρήνοι και ναρκισσιστικοί στοχασμοί...παρωδίες, σάτιρες άμεσα με τη γλώσσα, όχι με τον εγκέφαλο. Αφήστε τη γλώσσα να μπει μέσα σας να υπαγορεύσει το ποίημα, όπως τα χρώματα και τα γραφήματα στον πίνακα του Μιρό. Παιχνίδι χωρίς θέμα. Τότε το ποίημα θα σας μιλήσει και θα σας πάει οπού θέλει…». Η γλώσσα υπαγορεύει στην ποίηση το δρόμο που θα ακολουθήσει ή το αντίστροφο;
Ν.Β.: Ποίηση χωρίς γλώσσα δεν υπάρχει. Και οι ποιητές που αγαπούν τη γλώσσα είναι και οι μεγαλύτεροι ποιητές. Οι πιο σημαντικοί. Αυτοί οι ποιητές ξεκινώντας από τον Όμηρο, βάζουν τη γλώσσα πρώτη. Αυτό έχει αρχίσει από τόσο παλιά. Σήμερα, οι ποιητές που αγαπούν τη γλώσσα είναι αυτοί που γίνονται μεγάλοι. Αυτοί που απλώς θέλουν να στείλουν ένα μήνυμα, αλλά δεν τους ενδιαφέρει οι γλώσσα, γιατί δεν την έχουν μέσα τους, θα εξαφανιστούν. Τα μηνύματα, έτσι ξερά, δε σημαίνουν τίποτα για τη λογοτεχνία. Τελευταία, ο διάσημος Άγγλος ποιητής, ο Όντεν, όταν ερωτήθηκε για το θέμα της γλώσσας , είπε ότι εκείνο το οποίο υπερέχει από όλα είναι η αγάπη. Βέβαια την αγάπη την εξέφρασε με τη γλώσσα. Αν δεν έχεις το γλωσσικό υπόστρωμα, δε μπορείς να εκφράσεις τίποτα, ούτε τα κοινά, ούτε τα σπάνια. Η γλώσσα έχει μουσικότητα, έννοια και ένα έμφυτο ρυθμό, που έχουμε όσοι μιλάμε. Όταν μιλάμε δεν αντιλαμβανόμαστε το ρυθμό, αλλά είναι παντού. Αυτός πρέπει να καθορίζεται με βάση τα άλλα δύο στοιχεία που προανέφερα.
-Κατά τη γνώμη σας, η γλώσσα του υπερκειμένου λειτουργεί ευεργετικά, όσον αφορά το πλαίσιο εκφοράς του λόγου και την ουσία της γραφής;
Ν. Β.: Το υπερκείμενο δημιουργείται όταν μία μοντέρνα κίνηση, αρχίζει να εκφράζεται φτωχικά, γυρεύει ένα παλαιότερο κείμενο, μία παλαιότερη έκφραση για να συνενωθούν ώστε να δημιουργήσουν μία καινούρια εμπειρία των πραγμάτων. Αυτό είναι που ονομάζουμε υπερκείμενο, δηλαδή αυτό που ξεπηδά από το σημερινό και το παλιό συνενωμένα σε μία όχι τεχνητή, αλλά φυσική σύνδεση εντελώς αυθόρμητη και αναγκαία, όπως αναγκαίες είναι πάντοτε και οι διαφορετικές κινήσεις, που δεν γνωρίζουμε ακριβώς πώς ξεκινούν, αλλά ξεκινούν πάντα από κάποιο σημείο που προσπαθούμε να βρούμε και συνήθως δεν το βρίσκουμε.
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Το Πρακτορείο", ΑΠΕ, Ιανουάριος 2019