O Εουτζένιο Μπάρμπα είναι ένας εμβληματικός μεταρρυθμιστής του σύγχρονου πρωτοποριακού θεάτρου. Γεννημένος το 1936 στην Ιταλία, σε ηλικία 17 ετών μετακόμισε στην Νορβηγία, δημιουργώντας τη δική του θεατρική ομάδα, που αποτέλεσε τη βάση του Θεάτρου Οντίν. Έκτοτε η ιστορία του είναι λίγο πολύ γνωστή: σκηνοθεσία θεατρικών παραστάσεων, η ίδρυση της International School of Theatre Anthropology, σεμινάρια και εργαστήρια παγκοσμίως.
Πιο συγκεκριμένα, το 1979 ίδρυσε το ISTA, το Διεθνές Σχολείο Θεατρικής Ανθρωπολογίας, ανοίγοντας έτσι ένα νέο πεδίο σπουδής: τη Θεατρική Ανθρωπολογία. Στις 15 συναντήσεις που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα, το ISTA έχει συγκεντρώσει ηθοποιούς, χορευτές και ακαδημαϊκούς διαφόρων ειδικοτήτων και παραδόσεων, με σκοπό τη μελέτη και σύγκριση των αρχών που αποτελούν τα θεμέλια των τεχνικών τους.
Ο Εουτζένιο Μπάρμπα είναι συμβουλευτικό μέλος επιτροπών για ακαδημαϊκά περιοδικά όπως: «Drama Review», «Performance Research», «New Theatre Quarterly», καθώς και του «Teatro e Storia». Έχει εκδώσει 24 βιβλία και αναρίθμητα άρθρα και δοκίμια, σε περισσότερες από 30 χώρες. Έχει τιμηθεί ως επίτιμος διδάκτορας από τα Πανεπιστήμια: Aarhus, Ayachucho, Μπολόνιας, Αβάνας, Βαρσοβίας, Πλίμουθ, Χονγκ Κονγκ, Μπουένος Άιρες, Ταλίν, Chuj-Napoca, Εδιμβούργου, Σανγκάη, Μπρνο και του Πανεπιστήμιου Πελοποννήσου, καθώς και από το «Reconnaissance de Merite Scientifique» του Πανεπιστημίου του Μόντρεαλ και το Sonning Price από το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης.
Έχει βραβευτεί από την Ακαδημία Δανίας Θεατρικών Βραβείων, με το Βραβείο Θεάτρου Μεξικανών Κριτικών, το Διεθνές Βραβείο Πιραντέλλο, το Βραβείο Thalia από την Διεθνή ένωση Κριτικών Θεάτρου (IATC), με το Πολωνικό Χρυσό Μετάλλιο Gloria Artis. Είναι Ιππότης της Δανέζικης Τάξης του Dannebrog. Το 2002 το Κράτος της Δανίας αναγνώρισε την Προσφορά του στις Τέχνες, προσφέροντας επίδομα ζωής.
Στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού του προγράμματος και των σχετικών πρωτοβουλιών που έχει εξαγγείλει το Εθνικό Θέατρο, ο Εουτζένιο Μπάρμπα επισκέφτηκε την Αθήνα μαζί με τη νυν διευθύντρια του φημισμένου Θεάτρου Οντίν, Τζούλια Βάρλεϊ για την πραγματοποίηση ενός διήμερου μάστερκλας όπου ανέπτυξε εκτενώς όλη τη θεατρική του εμπειρία.
Με αφορμή την επίσκεψή του στην Αθήνα, ο παγκοσμίου φήμης σκηνοθέτης μιλά στην «Εποχή» για το θέατρο, αλλά και το πώς απέκτησε τη θεατρική του ταυτότητα.
Τη συνέντευξη πήρε η Ράνια Παπαδοπούλου
Πώς ιδρύθηκε το Θέατρο Οντίν;
Σπούδαζα για τέσσερα χρόνια στην Πολωνία. Στην πραγματικότητα τον περισσότερο καιρό ακολουθούσα τη δουλειά ενός νέου τότε σκηνοθέτη, του Γκροτόφσκι. Εκείνη την εποχή ήταν τελείως άγνωστος. Έγραψα ένα βιβλίο για εκείνον. Όταν πήγα στη Νορβηγία δεν μπορούσα να βρω καμία δουλειά στο θέατρο, γιατί δεν είχα κάποιο δίπλωμα ή εμπειρία. Έτσι ξεκίνησα το ερασιτεχνικό θέατρο, με νέους ανθρώπους από τη δραματική σχολή με την πρόθεση να αποκτήσουμε γνώσεις ως αυτοδίδακτοι και μετά να γίνουμε επαγγελματίες. Αυτή λοιπόν είναι η βάση του Θεάτρου Οντίν.
Από ποιους επηρεαστήκατε;
Αρχικά, από βιβλία συγγραφέων που δεν βρίσκονταν στη ζωή αλλά ένιωθα πολύ έντονη την παρουσία τους. Παρόλο που μερικές φορές δεν μπορώ να θυμηθώ ονόματα, γνωρίζω καλά τι σημαίνει η κλασική γνώση που αποκτούμε στο σχολείο, τα λατινικά, τα ελληνικά, όλη η λογοτεχνία και η ποίηση. Αυτό είναι κάτι που κουβαλούσα ως μετανάστης. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Ιταλία, αλλά έφυγα όταν ήμουν δεκαεπτά χρονών, μετά το λύκειο, για να πάω στη Νορβηγία, σε μια τελείως διαφορετική κουλτούρα. Αυτό με βοήθησε να αντιμετωπίσω τις διάφορες καταστάσεις της ζωής μου. Υπήρχαν επίσης μερικοί ακόμα άνθρωποι που με επηρέασαν. Ο πρώτος ήταν ο ιδιοκτήτης ενός εργαστηρίου μετάλλων, στο οποίο δούλευα στη Νορβηγία. Ήμουν ναύτης για μερικά χρόνια. Αλλά αυτός ο ιδιοκτήτης του εργαστηρίου μετάλλων είναι για εμένα το παράδειγμα του καθοδηγητή. Όταν φτάναμε στη δουλειά ήταν ήδη εκεί και δούλευε μαζί μας. Ήταν ο πιο έμπειρος από όλους μας, που τον συμβουλευόμασταν και όλη την ώρα μας ακολουθούσε. Ήταν πολύ απαιτητικός. Όταν έκανα κάτι μου έλεγε: «Αυτό είναι το καλύτερο που μπορείς να κάνεις Εουτζένιο; Είσαι σίγουρος ότι δεν μπορείς να κάνεις κάτι καλύτερο;». Αυτή είναι μία απλή πρόταση για να προσπαθήσω να κάνω κάτι ξανά. Ήταν πολύ σημαντικός στη ζωή μου. Ο άλλος ήταν ένας νορβηγός συγγραφέας και ποιητής, που τον συνάντησα τυχαία στη Νορβηγία, ενώ δούλευα ακόμα και σπούδαζα το βράδυ στο πανεπιστήμιο. Γίναμε φίλοι. Ήταν η στιγμή που βγήκα από την απομόνωσή μου και μπορούσα να επικοινωνήσω με κάποιον άλλο.
Στη συνέχεια συναντήσατε τον Γκροτόφσκι.
Έπειτα, στην Πολωνία συνάντησα τον Γκροτόφσκι, που ήταν μόλις δύο χρόνια μεγαλύτερος από εμένα. Μπορούσα να τον ακολουθήσω. Είναι ένα πρόσωπο σε αυτή τη ζωή, που είναι η τυπική avant garde. Θεατρικός σκηνοθέτης που σκηνοθετεί έργα των Ιονέσκο, Κοκτό, Μαγιακόφσκι κ.ά. Οι συγγραφείς της avant garde ξεκινούν να δημιουργούν και να πραγματοποιούν το θέατρο που οραματίζονται ως μια τελετή ανάμεσα σε ηθοποιούς και θεατές, όπου το κείμενο είναι μια πρόφαση για να βρεθεί μια αρχετυπική κατάσταση, που εκτιμάται και αντηχεί στις βιογραφίες των σύγχρονων θεατών και καταστρέφει το διαχωρισμό μεταξύ σκηνής και κοινού. Αυτά έγιναν μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια και με επηρέασαν σημαντικά.
Στο παρελθόν έχετε αναφέρει ότι διδαχθήκατε να είστε σκηνοθέτης από τους ηθοποιούς σας. Τι εννοείτε;
Μπορείς να γίνεις σκηνοθέτης μόνο μέσω της πράξης και όχι της θεωρίας. Οι ηθοποιοί ήταν οι δάσκαλοί μου.
Πώς θα περιγράφατε τη θεατρική σας ταυτότητα;
Είναι μία ταυτότητα που αλλάζει, αλλά η ουσία της είναι η εμπειρία της μετανάστευσης, πράγμα που σημαίνει ότι είναι ένα κράμα από διάφορα στοιχεία, όπως το ότι χάνεις τη γλώσσα σου. Ο κόσμος δεν καταλάβαινε τι έλεγα. Δεν καταλάβαιναν ιταλικά στη Νορβηγία. Δεν ήξερα άλλη γλώσσα πέρα από τα λατινικά και τα αρχαία ελληνικά. Αυτό έγινε το 1954, τον προηγούμενο αιώνα. Ήταν μια πολύ τραυματική εμπειρία. Οι άνθρωποι με κοιτούσαν σαν να είμαι ηλίθιος. Προσπαθούσα να με καταλάβουν κάνοντας κινήσεις. Αυτός νομίζω ότι ήταν ο λόγος που ασχολήθηκα με το θέατρο. Το παράδοξο είναι ότι ξεκίνησα το θέατρο στη Νορβηγία με νορβηγούς ηθοποιούς για το νορβηγικό κοινό. Μετά από δύο χρόνια μετακομίσαμε στη Δανία, μια διαφορετική χώρα με διαφορετική γλώσσα. Οπότε πλέον δεν μπορούσαμε να είμαστε κατανοητοί. Έπρεπε να βρούμε πώς θα μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε με αυτό το κοινό και να του πούμε μια ιστορία. Αυτό είναι η performance, το να λες μια ιστορία. Ακόμα και όταν δεν θες να πεις μια ιστορία κάτι συμβαίνει, όπως στο «Περιμένοντας τον Γκοντό». Αυτό ίσως ένωσε όλους τους ηθοποιούς για να μοιραστούν την εμπειρία του να αφήνεις τα πάντα: την οικογένεια, τη γλώσσα σου, τους φίλους σου, τον πολιτιστικό σου ορίζοντα, ό,τι αναγνωρίζεις. Και μετά γίνεσαι μετανάστης. Γίνεσαι ξένος. Αυτή είναι η ταυτότητα ενός ανθρώπου, που ανακαλύπτει ότι δεν έχει ρίζες σε μια χώρα, εκτός από έναν ουρανό.
Πώς θα ορίζατε το θέατρο;
Για εμένα το θέατρο είναι μια σχέση, δομημένη με τέτοιο τρόπο, που να σου δώσει το άλλοθι για να κάνεις τέχνη και να ζεις όπως θέλεις.