«Δέκα ζωές σε μία», ονομάζεται το τελευταίο ιστορικό μυθιστόρημα της Τατιάνας Αβέρωφ, που αφηγείται άγνωστες πτυχές της ζωής του πατέρα της, του πολιτικού Ευάγγελου Αβέρωφ. Λίγες ημέρες πριν από την παρουσίαση του βιβλίου στην Άρτα, την Παρασκευή 18 Μαρτίου στις 7:30μμ στην αίθουσα του Μουσικοφιλολογικού Συλλόγου «Σκουφάς», η συγγραφέας μιλά για το βιβλίο της, τη μνήμη, τη ζωή, τη δημιουργική γραφή, την Πινακοθήκη Αβέρωφ και την κοινωνικοπολιτική συγκυρία.
- Μιλήστε μου για το τελευταίο σας μυθιστόρημα «Δέκα ζωές σε μία».
T.A.: Είναι ένα μυθιστόρημα με κεντρικό ήρωα τον πατέρα μου, Ευάγγελο Αβέρωφ, που παρακολουθεί βήμα βήμα την πολυτάραχη ζωή του, αποτυπώνοντας συγχρόνως την ατμόσφαιρα της εποχής και τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την Ελλάδα, από τη το 1908 μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και τις αρχές του Εμφυλίου. Είναι δηλαδή ένα ιστορικό μυθιστόρημα καταρχήν, με τη διαφορά ότι στην κλασσική τριτοπρόσωπη αφήγηση, παρεμβαίνει κάθε τόσο και η δική μου «φωνή», της κόρης και συγγραφέως που θυμάται, απορεί και συνομιλεί με τον μύθο που περιγράφει. Έτσι, θα έλεγα πως το βιβλίο είναι ταυτόχρονα μυθιστόρημα, βιογραφία, μαρτυρία και ένα ταξίδι αναζήτησης του Πατέρα.
-Στο βιβλίο σας γράφετε ότι «η μνήμη δουλεύει παράξενα καμιά φορά». Ποια μνήμη ήταν για εσάς το έναυσμα για να γράψετε το «Δέκα ζωές σε μία»;
T.A.: Δεν θα έλεγα πως έναυσμα για το βιβλίο υπήρξε κάποια μνήμη συγκεκριμένη. Περισσότερο ήταν ένα σύνολο από βιώματα, αναμνήσεις, θολές αισθήσεις ή ερωτηματικά που ήθελα να διερευνήσω περισσότερο. Νομίζω το βασικό κίνητρο για μένα ήταν να πω την ιστορία του πατέρα μου και έτσι να τον ανακαλύψω ως άνθρωπο. Ήθελα να γράψω ένα «διαβαστερό» μυθιστόρημα με κεντρικό ήρωα ένα υπαρκτό πρόσωπο που έζησε μια άκρως μυθιστορηματική ζωή, και συγχρόνως να μπω στο πετσί του και να το γνωρίσω πραγματικά, πώς διαμορφώθηκε, ποιος ήταν, πέρα από πατέρας, πέρα από δημόσιο πρόσωπο.
-Η μνήμη ωστόσο μας προδίδει ενίοτε; Και τι είναι η μνήμη; Αλλάζει ανάλογα με τον τρόπο που κοιτάμε το παρελθόν;
T.A.: Οι μνήμες εγγράφονται στον εγκέφαλό μας σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, χρωματισμένες από την τότε πραγματικότητά μας – τα συναισθήματα, το βαθμό κατανόησης και ωριμότητάς μας και ό,τι άλλο συμβαίνει στη ζωή μας εκείνη τη στιγμή. Δεν μας προδίδουν οι μνήμες, απλώς μένουν αναλλοίωτες, παγωμένες στο χρόνο, ενώ εμείς αλλάζουμε, μεγαλώνουμε, ωριμάζουμε. Γι΄αυτό καμιά φορά, αν ξαναεπισκεφτούμε τις μνήμες μας, μπορεί να ανακαλύψουμε μια άλλη διάσταση που δεν είχαμε υπόψη τότε. Για παράδειγμα, το πρώτο μας ποδήλατο, ή κάποιος χώρος ή οτιδήποτε από την παιδική μας ηλικία που το θυμόμαστε τεράστιο, εντυπωσιακό, φανταχτερό, αν το ξαναβρούμε χρόνια αργότερα μπορεί να μας ξαφνιάσει το πόσο μικρό ήταν αλήθεια. Απλοϊκό βέβαια παράδειγμα, αλλά καταλαβαίνετε τι εννοώ.
-Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο τίτλο για το βιβλίο σας;
T.A.: Οι τίτλοι των μυθιστορημάτων μου πάντα με παιδεύουν. Πολλές φορές το βιβλίο είναι έτοιμο για έκδοση και ακόμα δεν έχω βρει τίτλο που να με ικανοποιεί. Στο διήγημα είναι εύκολο να βρεις τίτλο, ή στο κεφάλαιο. Αλλά το μυθιστόρημα είναι ένας ολόκληρος κόσμος και θέλεις έναν τίτλο που να πιάνει το όλον. Το «Δέκα ζωές σε μία» νομίζω πως δίνει συμβολικά το στίγμα του ήρωα. Έζησε περιπέτειες, πολέμους, έρωτες, επιτυχίες, ανατροπές -- ήταν ένας άνθρωπος που έζησε δέκα ζωές.
- Στο μυθιστόρημά σας αναφέρεστε στην περίοδο από το 1908 μέχρι και τις αρχές του Εμφυλίου, σκιαγραφώντας παράλληλα την οικογενειακή σας ιστορία. Τι σας ώθησε να επιλέξετε τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο;
T.A.: Το 1908 ήταν η χρονιά που γεννήθηκε ο πατέρας μου. Ήθελα να ξεκινήσω απ’ την αρχή. Τα πρώτα 40 χρόνια της ζωής του είναι κατά τη γνώμη μου τα πιο μυθιστορηματικά και συγχρόνως τα πιο άγνωστα στον πολύ κόσμο, αλλά και σε μένα. Με ενδιέφερε αυτή η περίοδος και από άποψη προσωπικής πορείας του κεντρικού μου ήρωα, και ως εποχή ιστορική της Ελλάδας. Αρχικά σκόπευα να καλύψω όλη την περίοδο της ζωής του, μέχρι το θάνατό του, το 1990. Αλλά πολύ γρήγορα είδα πως δεν χώραγαν όλα αυτά σε ένα βιβλίο. Θα χρειαζόταν ένα δεύτερο, αλλιώτικο μυθιστόρημα, με άλλη δομή, άλλη αφηγηματική φωνή, για να καλυφτούν και τα επόμενα χρόνια. Έτσι, το βιβλίο σταματάει στις αρχές του Εμφυλίου, όταν ο ήρωάς μας έχει μόλις ξεκινήσει την καριέρα του στην πολιτική και γνωρίζει τον έρωτα της ζωής του – τελειώνει δηλαδή στο σημείο που λέμε στα παραμύθια «και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».
-Το βιβλίο σας συγκαταλέγεται στην κατηγορία του ιστορικού μυθιστορήματος. Ποιο στοιχείο υπερτερεί περισσότερο, της ιστορίας ή της μυθοπλασίας;
T.A.: Το στοίχημα που είχα θέσει στον εαυτό μου εξαρχής ήταν να συνδυάσω και τα δύο χωρίς «εκπτώσεις». Τα ιστορικά στοιχεία να αποδίδονται με την πιστότητα του ιστορικού ερευνητή -- το κατά δύναμιν, εννοείται-- και συγχρόνως το βιβλίο να έχει την αμεσότητα και τη ζωντάνια που προσδίδει στην ιστορία σου η μυθοπλαστική-λογοτεχνική γραφή. Δεν ήθελα να υπερτερεί κανένα από τα δύο. Ήθελα η ιστορία και η μυθοπλασία να συνυπάρχουν αρμονικά και το ένα να υπηρετεί το άλλο. Αν τα κατάφερα ή όχι θα το κρίνει ο αναγνώστης.
-Πώς καταφέρατε να αφηγηθείτε τη συγκεκριμένη περίοδο της οικογενειακής σας ιστορίας, δεδομένου ότι δεν είχατε γεννηθεί ακόμα την εποχή που διαδραματίζονται τα γεγονότα;
T.A.: Πώς αλλιώς; Με έρευνα και πάλι έρευνα. Διάβασα άπειρα γενικά βιβλία και άρθρα σχετικά με στην ιστορία, την κοινωνιολογία, την πολιτική ή την λαογραφία στην περίοδο 1908-1947, αλλά έσκυψα και στο αρχείο του, μελέτησα το βιβλία του, τις συνεντεύξεις του, διάβασα χιλιάδες χειρόγραφες επιστολές, ταξινόμησα παλιές φωτογραφίες και άλλα έγγραφα σημαντικά, μίλησα με κόσμο που τον ήξερε -- που όλα αυτά με βοήθησαν να συμπληρώσω λίγο λίγο το παζλ της ζωής του.
-Τι ήταν αυτό που ώθησε τον Λόλη να γίνει Ευάγγελος και να ασχοληθεί με την πολιτική;
T.A.: Ένα αίσθημα χρέους, πιστεύω, και μια βαθιά αγάπη για την πατρίδα. Ίσως να αισθανόταν και το βάρος του ονόματός του και την υποχρέωση της συνέχειας. Πίστευε πάντως στην πολιτική. Ήθελε να προσφέρει στον τόπο και θεωρούσε ότι μόνο μέσα από την ενασχόληση με τα κοινά σ’ αυτό το επίπεδο, της πολιτικής, έχεις την δυνατότητα και την απαραίτητη εξουσία για να φέρεις τις τομές και τις μεγάλες αλλαγές που χρειάζεται η χώρα για να πάει μπροστά. Όλη του τη ζωή γι΄αυτό αγωνιζόταν – άσχετα αν κατάλαβε από νωρίς ότι δεν περνάνε όλα από το χέρι του.
-Εσείς έχετε σκεφτεί να ασχοληθείτε με την πολιτική;
T.A.: Ποτέ. Δε θα μου ταίριαζε. Είμαι ένας άνθρωπος πιο εσωστρεφής από εκείνον. Πιστεύω πως ο κάθε άνθρωπος πρέπει να δραστηριοποιείται και να προσφέρει στον τομέα που του ταιριάζει και που του επιτρέπει να είναι δημιουργικός -- άλλωστε, με την ευρύτερη έννοια, τα πάντα είναι πολιτική.
- Η πολιτική διαφθείρει;
T.A.: Άμα έχεις την τάση... Και άμα μπαίνεις στην πολιτική για ίδιον όφελος…. Και άμα δεν ξέρεις να ισορροπείς ωσάν ακροβάτης ανάμεσα στον (ορθό) στόχο και στα (πλάγια) μέσα… Και άμα δεν δίνεις καθημερινά αγώνα για να διατηρήσεις την ακεραιότητά σου… Αλλιώς όχι, δεν πιστεύω ότι η πολιτική διαφθείρει αναγκαστικά.
- Σταματάει ποτέ ο πόνος του να είναι κάποιος παιδί πολιτικού;
T.A.: Σταματάει ποτέ ο πόνος του να είσαι παιδί οποιουδήποτε γονέα; Όλες οι σχέσεις παιδιών-γονέων ενέχουν πόνο και αγώνα. Έτσι είναι η ζωή. Έτσι είναι η διαδικασία του να μεγαλώνεις και να διαμορφώνεις σιγά σιγά τη δική σου προσωπική ταυτότητα.
-Πώς θα σχολιάζατε το πολιτικό γίγνεσθαι του σήμερα;
T.A.: Θλιβερό, τραγικό, άκρως επικίνδυνο. Νομίζω πως βρισκόμαστε σε μια απ’ τις χειρότερες στιγμές της ιστορίας μας, όπου ο λαϊκισμός, η εμπάθεια και η έλλειψη ορθολογισμού κινδυνεύουν να μας αποτελειώσουν.
-Ο πατέρας σας είχε πει σε μία συνέντευξή του, όπως αναγράφετε στη σελίδα 334 «Οι λέξεις έχουν χάσει σήμερα την έννοιά τους…. θα έβγαιναν αναίσχυντοι μικρο- ή μεγαλο- αστοί». Εσείς τι πιστεύετε;
T.A.: Ναι, στο απόσπασμα που αναφέρεστε λέει για την ακρίβεια πως: «οι λέξεις έχουν χάσει σήμερα την έννοιά τους, δηλαδή όχι μόνο ως έννοιες είναι αμφιλεγόμενες, ή πάντως εντελώς ασαφείς, αλλά και αυθαίρετα τις χρησιμοποιούν οι άνθρωποι κατά τα πάθη τους και τα συμφέροντά τους. Μου φαίνεται ότι πιο εύκολα θα συνεννοούμαστε αν δεν λέγαμε ότι ο τάδε είναι σοσιαλιστής ή αστός, δεξιός ή αριστερός, αλλά αν λέγαμε ότι ο δείνα έχει καλοσύνη ή κακία, είναι συνεπής ή ασταθής, είναι δημιουργικός ή πλαδαρός. Θα είμαστε τότε σε πολύ ασφαλέστερο έδαφος και πολλοί "σοσιαλιστές" θα έβγαιναν αναίσχυντοι μικρο- ή μεγαλο- αστοί». Συμφωνώ απόλυτα. Ο διχαστικός λόγος είναι πάντα «πονηρός» -- κρύβει τα νοήματα αντί να τα φωτίζει. Το καλό είναι πως σήμερα αρχίζουν και καταρρέουν τέτοια διχαστικά δίπολα όπως «αριστερός/δεξιός», «μνημονιακός/αντιμνημονιακός», «προδότης/αγωνιστής». Μακάρι να ξεφύγουμε κάποτε απ’ τους διχας μούς, γιατί χρειαζόμαστε να δουλέψουμε όλοι μαζί οι νοήμονες άνθρωποι για να σωθούμε σαν χώρα.
-Το μυθιστόρημά σας είναι ταυτόχρονα μία βιογραφία, μία μαρτυρία και ένα ταξίδι αναζήτησης. Τι έχετε αποκομίσει ως συγγραφέας αλλά και ως αναγνώστρια από αυτό το ταξίδι;
T.A.: Κάθε βιβλίο είναι μια καινούργια πρόκληση που σε οδηγεί σε ένα παραπάνω σκαλοπάτι– ως συγγραφέα και ως άνθρωπο -- και ετούτο ήταν ιδιαίτερα δύσκολο εγχείρημα. Δεν είναι εύκολο να πάρεις την απόσταση που χρειάζεται από έναν πατέρα, και μάλιστα έναν τέτοιο πατέρα, ισχυρό, πληθωρικό, δημόσιο, όπως ήταν ο δικός μου. Αυτή ήταν μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες αρχικά. Η απόσταση, όπως και η προσωπική εμπλοκή σε κάποιο βαθύτερο επίπεδο, είναι και τα δυο απαραίτητα στο γράψιμο. Η λογοτεχνία απαιτεί γνήσιο συναίσθημα αλλά και μετουσίωση και προοπτική. Επίσης, σ’ αυτό το βιβλίο χρειάστηκε απίστευτα πολλή, εξοντωτική, έρευνα. Ήταν μεγάλος ο όγκος των ιστορικών δεδομένων και κατά τη διάρκεια της γραφής υπήρχαν πολλές αντικειμενικές-τεχνικές δυσκολίες στη σύνθεση, στο ζωντάνεμα της πλοκής, στο προχώρημα του χρόνου και στην οικονομία της γραφής. Μπορώ να σας πω ότι τεχνικά, ως συγγραφέας, χρειάστηκε να ξεπεράσω εαυτόν σ’ αυτό το βιβλίο.
- Διδάσκετε δημιουργική γραφή. Αλήθεια η γραφή δεν αποτελεί ένα βίωμα;
T.A.: Η γραφή είναι πάρα πολλά πράγματα, είναι κάψα, ανάγκη, ταλέντο, τεχνική, εμμονή, ψυχοψάξιμο, μετάπλαση βιωμάτων και πάρα πάρα πολλή σκληρή δουλειά. Κάποια απ’ αυτά διδάσκονται, κάποια όχι.
- Ποιο μήνυμα προσπαθείτε να περάσετε στους μαθητές σας μέσω των σεμιναρίων σας;
T.A.: Στη διδασκαλία της Δημιουργικής Γραφής ανακάλυψα τη χαρά του να μοιράζεσαι την εμπειρία σου με άλλους και να τους βοηθάς να βρουν τη δική τους συγγραφική φωνή. Με συγκινεί το πόσοι πολλοί άνθρωποι παλεύουν να δαμάσουν σε γραπτό λόγο και να εκφράσουν λογοτεχνικά αυτά που έχουν μέσα τους. Δεν είναι εύκολο και δεν τα καταφέρνουν όλοι. Πιστεύω όμως πως όλοι παίρνουν κάτι από την εμπειρία τους αυτή στα σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Είναι ένα ταξίδι που μπορεί να μην σε οδηγήσει απαραίτητα στον προορισμό που περίμενες, αλλά θα ανακαλύψεις στο δρόμο πολλά για το πού θέλεις τελικά να πας, και πώς.
- Πόσο δύσκολο είναι να διευθύνετε την Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ, σε μέρες όπου βιώνουμε μία ευρύτερη κρίση αξιών, πέραν της οικονομικής;
T.A.: Η κρίση αξιών δεν νομίζω ότι επηρεάζει τη δουλειά μας ως Πινακοθήκη. Κάνουμε αυτό που κάναμε πάντα– προσπαθούμε τουλάχιστον -- και η ανταπόκριση του κοινού είναι και μεγαλύτερη καμιά φορά, λόγω της γενικής κατάστασης όπως λέτε. Ο κόσμος έχει σιχαθεί τα «δήθεν» και τα «φαίνεσθαι», και ξαφνιάζεται και χαίρεται διπλά όταν βρίσκει κάτι ποιοτικό. Αυτό είναι μια μεγάλη ικανοποίηση. Από την άλλη, βέβαια, η οικονομική κατάσταση μας επηρεάζει, και πολύ μάλιστα. Όλα είναι ακριβότερα, χορηγοί δεν υπάρχουν, η εφορία μας έχει γονατίσει (ενώ παλιότερα τα κοινωφελή Ιδρύματα είχαν κάμποσες φορολογικές διευκολύνσεις -- κάτι λογικό αφού προσφέρουν έργο που κανονικά θα έπρεπε να ανήκει στις αρμοδιότητες και τον προϋπολογισμό του κράτους). Έτσι κι εμείς, όπως οι περισσότεροι φορείς, είμαστε πλέον ελλειμματικοί και κάνουμε ό,τι μπορούμε για να συνεχίσουμε να λειτουργούμε, πιο μαζεμένα μεν, με όσο το δυνατόν περισσότερη οικονομία, χωρίς όμως έκπτωση στους βασικούς μας στόχους και στην ποιότητα της δουλειάς μας.
- Η τέχνη σε όλες τις εκφάνσεις της, επηρεάζεται αρνητικά από την κοινωνικοπολιτική συγκυρία;
T.A.: Ότι επηρεάζεται, ναι, δε θα μπορούσε να μην επηρεάζεται. Όχι όμως μόνο αρνητικά. Η Τέχνη δίνει μηνύματα και αναδεικνύει αλήθειες. Οικονομικά βέβαια, όλα γίνονται πιο δύσκολα, έως και απαγορευτικά καμιά φορά. Από την άλλη όμως, σε στιγμές κρίσης γίνονται ανακατατάξεις τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Βλέπεις αλλιώτικα τα πράγματα, βγαίνεις από τον «αυτόματο», και αναζητάς την ουσία. Άρα σε στιγμές κρίσης η Τέχνη γίνεται πολλές φορές πιο δυναμική, πιο σημαντική, πιο αληθινή -- αντίστοιχα και ο ρόλος της στην κοινωνία.
-Ποια είναι τα επόμενα επαγγελματικά σας σχέδια; Αυτή την περίοδο γράφετε κάποιο νέο βιβλίο;
T.A.: Πινακοθήκη, γράψιμο, δημιουργική γραφή – αυτό είναι το τρίπτυχο των επαγγελματικών μου δραστηριοτήτων, άρα και των σχεδίων μου για το μέλλον. Μαζί με χίλιες άλλες δουλειές στο Μέτσοβο, που αφορούν είτε στο Λαογραφικό Μουσείο του Αρχοντικού Τοσίτσα, είτε στην οινοποιητική δραστηριότητα και τη λειτουργία του Ξενοδοχείου-Οινοποιείου Κατώγι, είτε γενικότερα στο έργο του πατέρα μου. Πρώτα απ’ όλα βέβαια εκφράζομαι μέσα από τη συγγραφή, οπότε, ναι, έχω ξεκινήσει ένα καινούργιο βιβλίο, τελείως διαφορετικό απ΄ό,τι έχω γράψει ως τώρα. Είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα -- ένα είδος που απαιτεί ιδιαίτερη συνθετική μαεστρία και έλεγχο της πλοκής για να διατηρηθεί το σασπένς. Δύσκολο. Αλλά μ’ αρέσει η πρόκληση. Και ήθελα να ασχοληθώ με κάτι αλλιώτικο, να κάνω ένα διάλειμμα μετά το «Δέκα ζωές σε μία».
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε το Μάρτιο του 2016.