Γεννημένη το 1925 στην Αθήνα και περνώντας τα πρώτα της παιδικά χρόνια στη Σάμο, η Άλκη Ζέη, ήδη από νεαρή ηλικία έδειχνε την αγάπη της για την τέχνη, γράφοντας κείμενα για το κουκλοθέατρο, θεατρικά, παιδικά βιβλία, νουβέλες και διηγήματα. Ωστόσο, αυτό που πάντα χαρακτήριζε και συνεχίζει να χαρακτηρίζει τη γραφή της είναι αυτή η κριτική της ματιά στα γεγονότα και τις καταστάσεις, χωρίς να λείπουν από αυτά τα αυτοβιογραφικά της στοιχεία, οι σκέψεις της αλλά και το χιούμορ της. Όπως έχει δηλώσει και η ίδια, η ζωή της την καθόρισε όσον αφορά τα γραπτά της αλλά και τα βιώματά της. Τα βιβλία της είναι διαχρονικά. Έχουν αντέξει μέσα στο χρόνο, όχι μόνο λόγω της ποιότητάς τους, αλλά και λόγω αυτής της ειλικρίνειας της συγγραφέως απέναντι στο αναγνωστικό της κοινό, έχοντας βραβευτεί ουκ ολίγες φορές για το έργο της στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Ένα από τα βιβλία σταθμούς της ελληνικής λογοτεχνίας είναι το πρώτο της βιβλίο «Το καπλάνι της βιτρίνας», που επανεκδίδεται συνεχώς από τη δεκαετία του 1960 μέχρι και σήμερα, ενώ παράλληλα αποτελεί και ένα από τα σημαντικότερα βιβλία της παγκόσμιας παιδικής λογοτεχνίας. Το τελευταίο της βιβλίο «Με μολύβι φάμπερ Νο2», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, είναι ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο, στο οποίο η ίδια η συγγραφέας μας αφηγείται τη ζωή της, όπως ακριβώς θα ήθελε να γραφτεί, όχι όμως από ένα βιογράφο. Πρόσφατα μάλιστα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο επανακυκλοφόρησε ένα ακόμη βιβλίο της, «Ο ψεύτης παππούς», όπου σκιαγραφείται αυτή η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε ένα παππού και το εγγόνι του.
Με την Άλκη Ζέη συναντηθήκαμε πριν από λίγο καιρό στο σπίτι της στην Αθήνα και συζητήσαμε μαζί της για όλα όσα μπορούν να ξεκινήσουν με ένα μολύβι φάμπερ Νο2.
-Μολύβι φάμπερ Νο2. Τι σηματοδοτεί για εσάς αυτό το μολύβι;
Α.Ζ.: Αυτό το μολύβι σηματοδοτεί όλη μου τη ζωή. Κάποτε ήθελα να τη γράψω και έφτασε η ώρα. Δε θα ήθελα να γράψει κάποιος άλλος τη βιογραφία μου και έτσι προτίμησα να τη γράψω μόνη μου, χωρίς να ‘χω και μια σημείωση.
-Και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Ειδικά ο τρόπος που έχετε γράψει το βιβλίο σας. Ούτως ή άλλως συνηθίζετε να έχετε χιούμορ και αυτό τον όμορφο τρόπο με το κοινωνικό και πολιτικό στοιχείο αλλά και το αυτοβιογραφικό και στα υπόλοιπα βιβλία σας, αλλά σε αυτό το βιβλίο καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης συνδέετε και κάποιες σκέψεις σας.
Α.Ζ.: Ναι, κάποιες σκέψεις τωρινές.
-Τα παιδικά σας χρόνια τα ζήσατε στη Σάμο, όπου –όπως γράφετε και στο βιβλίο σας- δεν έχετε νιώσει ποτέ τόσο ελεύθερη αλλού. Κατά ποιο τρόπο σας καθόρισε το συγκεκριμένο νησί;
Α.Ζ.: Πάρα πολύ, γιατί τα πρώτα παιδικά χρόνια σε σφραγίζουνε και κατά κάποιο τρόπο είναι πυξίδα για την υπόλοιπη ζωή σου. Νομίζω ότι σχηματίζεσαι στα πρώτα παιδικά χρόνια και είμαι πολύ ευτυχισμένη που τα πέρασα έτσι.
-Ένα ιδιαίτερο σημείο στο βιβλίο σας είναι ο τρόπος που αναφέρεστε στο θάνατο του παππού σας. Πόσο σημαντικά ήταν για εσάς η παρουσία του αυτά τα χρόνια που μείνατε στη Σάμο;
Α.Ζ.: Ήταν πολύ έντονη, γιατί, ενώ ήταν μία παρουσία πολύ επιβλητική απ’ την άλλη μεριά ήταν και πολύ απλή, δηλαδή, μας μιλούσε σα να ήμαστε ίσοι. Δεν καταλαβαίναμε πόσο σπουδαίος ήταν ο παππούς μας.
-Τότε ήταν και η πρώτη φορά που βρεθήκατε αντιμέτωπη με την έννοια της απώλειας και του θανάτου.
Α.Ζ.: Ναι πρώτη φορά και αυτό που μας στοίχισε πολύ ήταν που ο πατέρας μας δε μας άφησε να πάμε στην κηδεία του. Δεν είχαμε δει κηδεία και ποτέ μας, αλλά κατά κάποιο τρόπο δε θέλαμε να τον χάσουμε έτσι απότομα από μακριά να μην ξαναδούμε τον παππού. Αυτό μας στοίχιζε πάρα πολύ.
-Ήταν ένα σημαντικό πρόσωπο στην παιδική σας ηλικία και με τις ιστορίες που σας έλεγε στη Σάμο και με την παρουσία του.
Α.Ζ.: Και με την παρουσία του και με τις ιστορίες της μυθολογίας, που τις έμπλεκε με την καθημερινότητα.
-Οπότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι από εκεί έχετε κληρονομήσει αυτό το χάρισμα να συνδέετε το παρόν και το παρελθόν με το μέλλον;
Α.Ζ.: Μπορεί. Ίσως χωρίς να το έχω συνειδητοποιήσει κι εγώ, αλλά το πήρα από εκεί.
-Έχετε έρθει σε επαφή με τους περισσότερους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών εκείνης της γενιάς, που τους αναφέρετε και στο τελευταίο σας βιβλίο. Κατά ποιο τρόπο σας επηρέασε η γνωριμία σας και η φιλία σας μαζί τους;
Α.Ζ.: Με επηρέασε, γιατί ενώ ήμασταν πολύ νέα κορίτσια, δεκαπέντε , δεκαέξι, δεκαεφτά χρονών, ακούγαμε πράγματα για πρώτη φορά στη ζωή μας, που δε τα μαθαίναμε στο πανεπιστήμιο. Ας πούμε για σουρεαλισμό. Δεν ξέραμε τι είναι σουρεαλισμός και για ένα σωρό πράγματα για την ξένη λογοτεχνία, για την ελληνική λογοτεχνία, γιατί αυτοί δε μας έκαναν κήρυγμα. Όπως τώρα που βρίσκονται και συζητούν για γυναίκες κ.ά., αυτοί συζητούσαν μόνο για λογοτεχνία, για ποίηση, για θέατρο. Ήταν η καθημερινή τους κουβέντα.
-Και μάλιστα μία ιδιαίτερη μορφή για εσάς ήταν η Διδώ Σωτηρίου.
Α.Ζ.: Αυτή ήταν μία ανεπανάληπτη γυναίκα. Δεν ξέρω αν έχει υπάρξει ξανά, γιατί για την εποχή της ήταν πάρα πολύ μπροστά, χωρίς να είναι σουφραζέτα. Ήταν μία γυναίκα που υποστήριζε πολύ τις γυναίκες, από την άλλη όμως αγαπούσε πολύ τους άντρες, τους περιποιόταν, μαγείρευε, έκανε από όλα δηλαδή. Δεν ήταν μια γυναίκα που ασχολιόταν μόνο με τη λογοτεχνία ή με την πολιτική.
-Και σας ενέπνευσε και στη γραφή σας.
Α.Ζ.: Ναι. Όπως λέω, της χρωστώ που δεν έγινα ποιήτρια, γιατί όταν ήμουν εννιά χρονών και παντρεύτηκε το θείο μου και της πήγα ένα ποίημα, μου λέει «Σε ευχαριστώ μικρό». Με κοίταξε και μου χαμογέλασε, αλλά τα μάτια της ήταν πάρα πολύ εκφραστικά. Τα μάτια της ήταν θλιμμένα και κατάλαβα ότι δεν κάνω για ποίηση. Και ενώ δεν έχω κρατήσει τίποτα από παλιά γραπτά, πώς βρέθηκε μέσα στα χαρτιά μου το ποίημα αυτό. Και πραγματικά δηλαδή, είναι μία βλακεία.
-Ήταν όμως τα συναισθήματά σας. Και θέλατε με αυτό τον τρόπο να της δείξετε την αγάπη σας και την εκτίμησή σας.
Α.Ζ.: Ε ναι. Τι να της γράψω άρθρο; Νόμιζα ότι γράφουν ποιήματα.
-Αυτά τα γράψατε στη συνέχεια όμως και μάλιστα ήταν περήφανη.
Α.Ζ.: Ναι ήταν πολύ.
-«Το Καπλάνι της βιτρίνας», το πρώτο σας μυθιστόρημα, συνεχίζει να έχει μεγάλη απήχηση μέχρι και σήμερα. Θα ήθελα να μου μιλήσετε για την ιστορία του βιβλίου και πιο συγκεκριμένα για την περίοδο που το γράψατε.
Α.Ζ.: Αυτό το έγραψα όταν βρισκόμουν στη Μόσχα και ήθελα κατά κάποιο τρόπο να μιλήσω στα παιδιά μου για την Ελλάδα, αλλά με ένα τρόπο όχι δασκαλίστικο. Ήθελα να τους πω πώς περνούσαμε μικρές η αδερφή μου κι εγώ στη Σάμο. Τους άρεσε πάρα πολύ αυτό και ήθελαν ΄το βράδυ αντί για παραμύθια, να τους λέω κάτι. Κι ύστερα λέω δεν κάθομαι να τα γράψω; Δεν ήξερα ότι γράφω βιβλίο για παιδιά. Απλώς ήθελα να καταγράψω τις παιδικές μου αναμνήσεις.
-Και καταφέρατε να τους μεταδώσετε την αγάπη σας για το νησί, την Ελλάδα...
Α.Ζ.: Για την Ελλάδα, για τους συγγενείς…
-«Το καπλάνι της βιτρίνας» έχει γίνει και θεατρικό…
Α.Ζ.: Και σίριαλ στην τηλεόραση
-Είναι ένα διαχρονικό έργο. Κατά τη γνώμη σας ένα βιβλίο, πότε μπορεί να γίνει διαχρονικό και να αντέξει στο χρόνο;
Α.Ζ.: Τι να σας πω. Δεν ξέρω. Ας πούμε, τα βιβλία της Δέλτα άντεξαν πολύ στο χρόνο. Δεν ξέρω αν αντέχουν ακόμα τόσο, αλλά κι εγώ δεν έχω φτάσει ακόμα τα τόσα χρόνια της Δέλτα. Το καπλάνι έχει πάνω από πενήντα χρόνια που αντέχει.
-Και θα συνεχίσει.
Α.Ζ.: Δεν ξέρω πόσο.
-Στο τελευταίο σας βιβλίο αναφέρεστε και στα χρόνια της Κατοχής, όπου η μητέρα σας ήταν στην αντίσταση, όπως κι εσείς που ενταχθήκατε στην ΕΠΟΝ. Θα ήθελα να μου μιλήσετε για την ιστορία εκείνων των χρόνων και να μου αφηγηθείτε τη δική σας ιστορία.
Α.Ζ.: Να σας πω… Με τη Ζορζ Σαρρή, όταν βρισκόμασταν μεγάλες πια, λέγαμε να μην το πούμε πουθενά γιατί δε θα μας πιστεύανε, ότι ήταν τα καλύτερα χρόνια της ζωής μας, η εποχή της Κατοχής, γιατί είχαμε όραμα. Πιστεύαμε ότι κι εμείς συμβάλλουμε στο να ελευθερωθεί η Ελλάδα και ότι άμα ελευθερωθεί θα είχαμε μία πολύ ευτυχισμένη ζωή , τώρα άλλο αν δε μας βγήκε, αλλά είχαμε το όραμα. Και για αυτό, ούτε φοβόμασταν πολύ, ούτε ανησυχούσαμε πολύ γιατί βλέπαμε μπροστά.
-Αλήθεια, τι σήμαινε τότε αντίσταση και τι σημαίνει σήμερα;
Α.Ζ.: Είναι τελείως διαφορετική η αντίσταση και όταν προσπαθούν σήμερα να πάνε να ενεργήσουν με τα συνθήματα εκείνης της αντίστασης, είναι τελείως λάθος.
-Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού στον Εμφύλιο, ο σύζυγός σας διέφυγε στην Τασκένδη κι εσείς βρεθήκατε εξόριστη στη Χίο λόγω πολιτικών πεποιθήσεων. Πόσο δύσκολα ήταν για εσάς τα χρόνια στην εξορία;
Α.Ζ.: Στην εξορία έμεινα ένα χρόνο. Αλλά ευτυχώς αυτό που πάντα με έσωζε ήταν το ότι στις δύσκολες στιγμές είχα πάρα πολύ καλούς φίλους. Στην εξορία ήμαστε μία παρέα πολύ καλές φίλες, ήταν η Νανά Καλλιανέση που είχε τον Κέδρο, η Αλέκα Παΐζη και άλλες φίλες και ήμασταν πολύ κοντά η μία στην άλλη. Εγώ δεν πέρασα ας πούμε τις κακουχίες της Μακρονήσου για να μου μείνει αυτό. Απλώς ήμασταν σε ένα στρατόπεδο, που ήταν στρατόπεδο και στρατώνες και μας είχαν περιορισμένες σα να είμαστε φυλακισμένες. Βγαίναμε δύο φορές την ημέρα στην αυλή. Δεν ήμασταν έξω στο ύπαιθρο να βγαίνουμε, ούτε να κυκλοφορούμε στο νησί σε ένα μικρό μέρος.
-Έπειτα για δέκα χρόνια περίπου ζήσατε στη Σοβιετική Ένωση ως πολιτικός πρόσφυγας. Θα ήθελα να μου μιλήσετε για εκείνα τα χρόνια, αλλά και για την καλλιτεχνική σας δράση που ήταν ιδιαίτερα σημαντική.
Α.Ζ.: Ιδίως στη Μόσχα, γιατί στην Τασκένδη δεν έγραψα τίποτα. Προσπαθούσα να βρω τον εαυτό μου μέσα σε αυτό το περιβάλλον. Στη Μόσχα όμως, πια είχα μάθει τη γλώσσα κι έτσι έγραφα διηγήματα, που τα έστελνα στην Επιθεώρηση Τέχνης και τα δημοσίευα. Πήγαινα και στο Κινηματογραφικό Ινστιτούτο στο Τμήμα Σεναριογραφίας, όπου σπούδαζα. Είχαν γεννηθεί τα παιδιά μου, αλλά τα προλάβαινα όλα.
-Και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό και ειδικά για εκείνη την περίοδο όπου υπήρχαν διαφορετικές πεποιθήσεις, μία γυναίκα να καταφέρνει να τα βγάζει πέρα τόσο με το σπίτι της όσο και με τις σπουδές της.
Α.Ζ.: Είχα και βοήθεια στο σπίτι. Είχε έρθει και η μητέρα μου και έμεινε αρκετά χρόνια εκεί. Μετά τα παιδιά πήγαιναν στον παιδικό σταθμό, που ήταν κάτω από το σπίτι μας. Τώρα, πήγα για τρεις μέρες στη Μόσχα, στην Έκθεση Βιβλίου, γιατί βγήκε «Το Καπλάνι της βιτρίνας» στα ρωσικά και δεν είχα καιρό να γυρίσω να δω. Πήγα Παρασκευή και Δευτέρα γύρισα. Βέβαια νόμιζα ότι είμαι σε ένα ξένο μέρος που δεν έχω ζήσει ποτέ. Και ζήτησα να πάω να δω το παλιό μου σπίτι. Και με πήγε η εκδότριά μου. Εκεί που ήταν μία μεγάλη πολυκατοικία σε σχήμα πι, μέσα ήταν ένα πάρκο με μικρά δεντράκια και παρτέρια, που το βράδυ πάγωναν και έβγαιναν όλα τα παιδιά από τα διαμερίσματα και έκαναν παγοπέδιλα. Είχα μια πολύ χαρούμενη εικόνα. Για την κάτω πόρτα του σπιτιού δεν είχαμε κλειδί. Είχαμε ένα πόμολο. Το γύριζες, άνοιγε και ανέβαινες επάνω. Θυμάμαι το γιο μου που ήταν τριών χρονών στον παιδικό σταθμό, μόλις τους έβγαζαν διάλειμμα, έτρεχε στην πόρτα, την κλώτσαγε, την άνοιγε και από πίσω τον κυνηγούσαν οι δασκάλες. Τώρα πάω και βρίσκομαι μπροστά σε ένα πυκνό δάσος. Τα δεντράκια είχαν γίνει ένα πυκνό δάσος. Η πόρτα ήταν ατσαλένια με κάμερα, κάτι το αγριευτικό. Χτυπήσαμε ένα κουδούνι. Βγήκε κάποιος. Κατέβηκε κάτω. Του είπαμε τι θέλουμε, ότι είναι μία συγγραφέας, που έγραψε εδώ το βιβλίο. Λέει «Η γυναίκα μου δε θέλει να ανέβετε επάνω κι έχω εγώ τον κατάλογο όσων έχουν ζήσει εδώ και δεν υπήρχε ποτέ κανένας ξένος». Και μας έκλεισε την πόρτα στα μούτρα. Αυτό μου κακοφάνηκε πάρα πολύ, γιατί είχα συνηθίσει διαφορετικούς Ρώσους, δηλαδή να χτυπάς σε μια άγνωστη πόρτα και να σου ανοίγουν, να τους λες «δώστε μου ένα λεμόνι που δεν έχω».
-Ίσως να είναι και η εποχή, που έχει κάνει τους ανθρώπους πιο καχύποπτους, αλλά και τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα.
Α.Ζ.: Δεν ξέρω. Αυτοί ήταν πάρα πολύ καχύποπτοι.
-Στην Ελλάδα επιστρέψατε το 1964, ενώ το 1967 φύγατε στο Παρίσι λόγω της δικτατορίας. Τι ήταν πιο επώδυνο για εσάς; Η Κατοχή, ο εμφύλιος ή η Χούντα;
Α.Ζ.: Ο Εμφύλιος ήταν πιο επώδυνος. Στην Κατοχή ήμασταν όλοι μαζί, στον εμφύλιο εγώ κι εσείς που μιλάμε τώρα δεν καλημεριζόμασταν. Ήταν πολύ βαρύς ο Εμφύλιος.
-Πόσο επώδυνη είναι η σημερινή εποχή και ειδικά για εσάς που έχει αγωνιστεί μαζί με άλλους για την ελευθερία;
Α.Ζ.: Δε μπορώ να τη συγκρίνω. Και δυσκολίες να υπάρχουν σήμερα, όταν λένε ότι έχουμε πόλεμο, ότι έχουμε Κατοχή, εγώ θυμώνω, γιατί ούτε πείνα έχουμε, ούτε η πείνα είναι η πείνα της Κατοχής, ούτε ο κίνδυνος είναι ο κίνδυνος της Κατοχής. Τώρα είσαι ελεύθερος να λες ό,τι σου περάσει από το μυαλό, όποια θεωρία, όποια επανάσταση θες να κάνεις. Κανείς δε σε εμποδίζει, αλλά είναι δυστυχία όταν δεν υπάρχει ένα ειδικό όραμα.
-Πλέον μπορούμε να αναφερόμαστε σε πολιτικές ιδεολογίες με τον τρόπο που γινόταν τότε;
Α.Ζ.: Όχι. Καθόλου. Εδώ κατέρρευσε ολόκληρος σοσιαλισμός. Εβδομήντα χρόνια. Να αναφερόμαστε ξανά σε αυτό δε γίνεται. Πιστεύω θα βγει κάτι καινούριο. Πώς περάσαμε από το Μεσαίωνα στην Αναγέννηση; Είναι πάρα πολλά χρόνια για να περάσεις έτσι. Εδώ είναι λίγα τα χρόνια.
-«Για να κάνεις ένα θαύμα, πρέπει να πιστεύεις στα θαύματα», γράφετε στο βιβλίο σας. Μπορούμε να πιστεύουμε σήμερα σε θαύματα;
Α.Ζ.: Ναι, για να κάνεις ένα θαύμα πρέπει να το πιστεύεις αυτό το θαύμα. Αν δε το πιστεύεις βαθιά μέσα σου, δε μπορείς να το κάνεις.
-Με αφορμή την εκλογή του Τραμπ στις Η.Π.Α., θα ήθελα να μου πείτε την άποψή σας για το φαινόμενου της ανόδου του φασισμού παγκοσμίως.
Α.Ζ.: Αυτό μπορώ να σας πω, είναι το πράγμα που με ανησυχεί πιο πολύ από όλα. Όταν ξύπνησα το πρωί και έβαλα την τηλεόραση, δεν το πίστευα για τον Τραμπ, γιατί δεν είναι μόνο φασίστας, είναι και γελοίος. Μπορεί να κάνει πολύ κακό με τη γελοιότητά του και την ανοησία του. Πώς είναι δυνατόν μία τέτοια χώρα να τη διοικεί ένας καραγκιόζης κυριολεκτικά. Αλλά επικίνδυνος καραγκιόζης.
-Και στην Ευρώπη, πώς θα σχολιάζατε το φαινόμενο;
Α.Ζ.: Αυτό για την Ευρώπη με πληγώνει περισσότερο. Η Ευρώπη που ήταν νικητής της δημοκρατίας, η Γαλλία, η Ιταλία… Δηλαδή, όταν βλέπω έτσι αυτό με στενοχωρεί. Ανατριχιάζω.
-Και η Ελλάδα;
Α.Ζ.: Και η Ελλάδα δεν μπορεί, ακολουθεί κάποιο ρυθμό σημερινό.
-Και τη σημερινή πολιτική κατάσταση πώς τη βλέπετε; Υπάρχει ελπίδα μετά από οκτώ χρόνια λιτότητας;
Α.Ζ.: Κάποια μέρα θα βγούμε από τη λιτότητα. Αυτό δεν είναι το πιο ανησυχητικό. Τώρα ιδεολογικά δεν ξέρω πού θα βγούμε. Εκεί θα αργήσουμε.
-Και την έννοια της Ευρώπης, πώς τη βλέπετε;
Α.Ζ.: Η έννοια της Ευρώπης έχει αμαυρωθεί. Δεν είναι η έννοια της Ευρώπής που είχαμε. Η ιδανική έννοια, η ενωμένη Ευρώπη για τη δημοκρατία, για την ελευθερία, για την τέχνη…Πού είναι όλα αυτά;
-Θα υπάρξει κάτι θετικό στο μέλλον;
Α.Ζ,: Βέβαια θα υπάρξει μέλλον. Αλίμονο, αν πιστεύαμε ότι δε θα υπάρξει μέλλον, πιστεύω ότι πάμε στα Τάρταρα. Ε, δεν το πιστεύω. Πιστεύω ότι μετά από αυτή την ανακατωσούρα κάτι θα βγει.
-Όσον αφορά τα μυθιστορήματά σας, αφενός χαρακτηρίζονται από τα αυτοβιογραφικά σας στοιχεία που εντάσσονται στη μυθοπλασία, αλλά παράλληλα διαθέτουν το πολιτικό και κοινωνικό στοιχείο. Τι σας ώθησε να υιοθετήσετε αυτό το στυλ γραφής;
Α.Ζ.: Όχι, δεν με ώθησε τίποτα, αλλά εφόσον έχω ζήσει έναν πόλεμο, δύο δικτατορίες, δύο εμφυλίους πολέμους, αν γράφω για τη ζωή μου, είναι μέσα στη ζωή μου πλεγμένα.
-Επιλέγετε επίσης να γράφετε βιβλία για νέους και παιδιά, τα οποία δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να τα διαβάσουν και οι ενήλικες. Κατά τη γνώμη σας, πώς πρέπει να παρουσιάζονται τα ιστορικά θέματα στα παιδιά ειδικότερα;
Α.Ζ.: Στα παιδιά ειδικότερα, τα παρουσιάζεις με ένα τρόπο ούτως ώστε να μην τα απωθεί σε αυτό, ούτε δασκαλίστικο, ούτε φανατικό κυρίως.
-Γιατί επιλέξατε να γράφετε για παιδιά;
Α.Ζ.: Δεν επέλεξα, αυτά με επέλεξαν, γιατί όταν έγραψα «Το Καπλάνι της βιτρίνας», δεν ήξερα ότι έγραφα για παιδιά. Και μάλιστα την πρώτη πρώτη έκδοση την έβγαλαν το 1963 εδώ -εγώ δεν ήμουν στην Ελλάδα ακόμη- και γράφει «βιβλίον για νέους», γιατί ο εκδότης δεν ήξερε τι βιβλίο είναι αυτό. Τον πρώτο καιρό πολεμήθηκε πάρα πολύ αυτό το βιβλίο. Να μη μπαίνει στα σχολεία, να μην το διαβάζουν τα παιδιά και οι δάσκαλοι με μεγάλο αγώνα το πέρασαν σιγά σιγά μες στα σχολεία.
-Και κατάφερε να γίνει γνωστό και να αγαπηθεί μέχρι και σήμερα.
Α.Ζ.: Μέχρι σήμερα και να έχει πάει σε πολλές χώρες
-Κατά τη γνώμη μου αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για ένα συγγραφέα, γιατί, εκτός του ότι βλέπει το έργο του να έχει απήχηση, νιώθει και την αγάπη του κόσμου, που θα διαβάσει το βιβλίο του.
Α.Ζ.: Ε βέβαια. Φέτος είχα πάει στην Κύπρο, γιατί ανέβασα στο ΘΟΚ (σ.σ. Θεατρικό Οργανισμός Κύπρου) το «μεγάλο περίπατο του Πέτρου». Ο «μεγάλος περίπατος του Πέτρου» για τριάντα χρόνια ήταν στην Κύπρο το επίσημο αναγνωστικό του δημοτικού. Και ήταν πολύ συγκινητικό γιατί ήρθαν παππούδες, γιαγιάδες, μαμάδες, μπαμπάδες, παιδιά. τρεις γενιές που είχαν διαβάσει το βιβλίο και κλαίγανε στην παράσταση.
-Υπάρχει όμως και το θέμα της μνήμης, που είναι ιδιαίτερα σημαντική στη ζωή ενός ανθρώπου.
Α.Ζ.: Ευτυχώς έχω πολύ μνήμη. Το ότι δεν έχω ούτε μια σημείωση για το Μολύβι Φάμπερ, κανείς δεν το πιστεύει. Κάθε τόσο όμως, ρωτούσα την αδερφή μου, που είναι μεγαλύτερη από εμένα και έχει μνήμη ελέφαντα «Ήταν έτσι αυτό;», μην κάνω λάθος. Γιατί, όταν γράφεις μυθιστόρημα μπορείς να γράψεις ό,τι θέλεις, αλλά όταν γράφεις για ανθρώπους με το όνομά τους, δε μπορώ να βάζω εγώ τον Ελύτη να λέει άλλα αντί άλλων, που δεν έχει πει. Πρέπει να γράψω τα πραγματικά πράγματα που να είναι σωστά.
-Γιατί, μπορεί να κατηγορηθείτε για ασάφεια.
Α.Ζ.: Ναι δεν μπορώ εγώ να τους κάνω παραλλαγές. Πρέπει να τα λέω όπως ήταν.
-Στην αδερφή σας αν δεν κάνω λάθος αφιερώνετε και το βιβλίο.
Α.Ζ.: Ε ναι.
-Έχετε ξεχωρίσει συγγραφείς της νέας γενιάς;
Α.Ζ.: Έχω ξεχωρίσει το Χωμενίδη με το βιβλίο του «Η νίκη».
-Και στην παιδική-νεανική λογοτεχνία;
Α.Ζ.: Στην παιδική λογοτεχνία είναι η Δαρλάση, που έχει γράψει ένα βιβλίο, η Αλεξάνδρα Μητσιάλη, γράφουν αρκετές, αλλά για μικρά παιδιά έχουμε άπειρους συγγραφείς. Πιο πολλούς από όσους χρειαζόμαστε ας πούμε.
-Τι θα συμβουλεύατε ένα νέο συγγραφέα που ξεκινάει το ταξίδι του σε αυτή την περιπέτεια της γραφής;
Α.Ζ.: Όταν με ρωτούν τα παιδιά τι χρειάζεται για να γίνει κανείς συγγραφέας, τους λέω τρία πράγματα μόνο. Πρώτον να διαβάζεις βιβλία. Δεύτερον, να διαβάζεις βιβλία. Τρίτον, να διαβάζεις βιβλία.
-Και μέσα από τα βιώματά του και τα διαβάσματά του, μέσω της γραφής και της ζωής του να λέει ενδεχομένως μία αλήθεια.
Α.Ζ.: Ναι. Και να μην ξεκινάει ότι «Θα γίνω συγγραφέας, θα δίνω αυτόγραφα και θα γίνω διάσημος». Αν ξεκινάει έτσι δε θα γίνει ποτέ.
-Να υπάρχει δηλαδή σεμνότητα.
Α.Ζ.: Ναι. Να ξεκινάς προσπαθώ, γράφω, να δω τι θα γίνει.
-Και πότε ένας συγγραφέας μπορεί να καταλάβει ότι έχει γίνει όντως συγγραφέας, λόγω του ότι πλέον κυκλοφορούν άπειρα βιβλία;
Α.Ζ.: Οι πάντες γράφουν. Να σας πω είναι σαν το τρυπητό, που σουρώνεις και μένουν επάνω. Έτσι θα γίνει, θα σουρωθούν και θα μείνουν επάνω αυτά τα βιβλία που θα μείνουν από μόνα τους.
-Θα σταθώ πάλι σε ένα σημείο του βιβλίου σας «Με μολύβι Φάμπερ Νο2». Θα ήθελα να μου πείτε, τελικά τα βιβλία πώς πρέπει να διαβάζονται και ειδικότερα τα σχολικά;
Α.Ζ.: Όπως γράφω
-Θεωρείτε ότι το σχολείο απωθεί τους νέους, ούτως ώστε να διαβάζουν, όπως είναι σήμερα διαμορφωμένο το εκπαιδευτικό σύστημα;
Α.Ζ.: Νομίζω ότι το σχολείο, το σύστημα που είναι, τους απωθεί γενικά από καθετί. Αλλά υπάρχουν αυτοί οι καταπληκτικοί δάσκαλοι κι εγώ μόνο αυτά τα σχολεία ξέρω, γιατί τα άλλα δε με καλούν. Με καλούν τα σχολεία στα οποία υπάρχει ένας δάσκαλος, που έχει βάλει την ψυχή του να κάνει τα παιδιά να διαβάσουν. Αυτά τα σχολεία ξέρω. Πήγα σε ένα σχολείο στο Γέρακα. Λυόμενο σχολείο. Το τι είχαν κάνει, το πώς το είχαν στολίσει για να μην έχουν τα παιδιά την εντύπωση ότι βρίσκονται σε καταυλισμό και το είχαν κάνει πάρα πολύ ωραίο. Έλεγαν «Ελπίζουμε του χρόνου να πάμε..». Γιατί τους λέω…Ωραία είστε εδώ. «Χρειαζόμαστε ένα σχολείο». Απορώ έτσι, πώς βρίσκουν το κουράγιο, γιατί χρειάζονται πάρα πολλές ώρες από τη ζωή τους, από την ξεκούρασή τους…Δεν τους πληρώνει κανείς γι’ αυτό. Δεν τους λέει κανείς μπράβο γι’ αυτό.
-Ίσως η επιβράβευσή τους να έρχεται μέσω των μαθητών.
Α.Ζ.: Αυτό είναι.
-Και βλέποντας ένα μαθητή τους να ανοίγει ένα βιβλίο και να καταλαβαίνει την απόλαυση του να διαβάζεις βιβλία.
Α.Ζ.: Αυτό προσπαθούν και βρίσκουν τρόπους να κάνουν τα παιδιά να διαβάζουν, αλλά επαφιόμαστε μόνο στην καλή θέληση των δασκάλων. Δεν είναι υποχρεωμένος να κάνει τίποτα, παρά μόνο ένα απόσπασμα που έχει το αναγνωστικό. Αλλά, παίρνοντας αφορμή από αυτό το απόσπασμα, βρίσκει και τους λέει και σιγά σιγά τους παρουσιάζει το βιβλίο.
-‘Όπως για παράδειγμα, υπάρχουν στα βιβλία του δημοτικού, όσον αφορά τα ποιήματα, μπορούμε να δούμε ένα ποίημα του Ελύτη. Να δούμε ένα ποίημα που έχει γράψει ο Γκάτσος και το μελοποίησε ο Χατζιδάκις και τα παιδιά να μην ξέρουν.
Α.Ζ.: Και μέσα από αυτό, ο δάσκαλος να τους αναπτύξει…Είχα πάει σε ένα σχολείο και είδα ότι στους τοίχους είχαν γράψει στίχους από τον Ελύτη ,τον Καβάφη. Μου λέει ο διευθυντής τους «Γράφανε στους τοίχους του σχολείου. Θέλετε να γράφετε στους τοίχους; Γράψτε ένα στίχο από εκεί.». Κι έτσι τους έκανε να μη γράφουν στους τοίχους του σχολείου αρλούμπες και να γράφουν στίχους. Πέρναγες από τους διαδρόμους και έβλεπες στίχους του Ελύτη. Μόνο και που περνάνε να τους βλέπουνε, τους μαθαίνουν.
-Ούτως ή άλλως επικρατεί και το κομμάτι της μίμησης όσον αφορά τον εγκέφαλο και της μνήμης, βλέποντας συνεχώς αυτούς του στίχους που έχουν γίνει πλέον «συνθήματα» στους τοίχους, να γίνονται ένα βίωμα.
Α.Ζ.: Άμα βλέπεις λοιπόν συνθήματα τον Ελύτη, τον Γκάτσο ή τον Καβάφη, είναι καλύτερα.
-Όσον αφορά τη δική σας δημιουργικότητα, έχετε ασχοληθεί με το θέατρο, έχετε σπουδάσει σεναριογραφία, όπως είπαμε και πιο πριν, έχετε γράψει βιβλία…
Α.Ζ.: Έκανα και πέντε χρόνια στη Δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών, αλλά κι ο άντρας μου το έβλεπε ότι δεν είχα ταλέντο για ηθοποιός, αλλά με άφηνε να δω. Ε δεν πρόλαβα γιατί έφυγα από την Ελλάδα. Κι όπως δε μου έλειψε το θέατρο, θα πει ότι δεν είχα ταλέντο, αλλά ήταν μία εμπειρία κι αυτό και ίσως να με βοήθησε στο γράψιμο.
-Και το κουκλοθέατρο;
Α.Ζ.: Το κουκλοθέατρο το έκανα από πολύ μικρή και αυτό ήταν το χιούμορ μου. Εκεί βρέθηκαν όλα..
-Κι ο Κλούβιος, ένας ιδιαίτερος χαρακτήρας.
Α.Ζ.: Δεν είναι αυτός ο Κλούβιος, που έκανε η Ελένη Περάκη μετά και κράτησε τριάντα χρόνια «Ο Κλούβιος και η Κλουβίτσα». Αυτός ο Κλούβιος δεν έχει καμία σχέση με το δικό μου. Ο δικός μου ήταν ένα ναυτάκι του Οδυσσέα, που έκανε τις παρωδίες, κλαψωδίες που τις έλεγα, που έκανε όλες τις τρέλες, αλλά στο τέλος τον γλίτωνε και τον Οδυσσέα. Αλλά, πήραν τον Κλούβιο αυτό και τον κάνανε παιδάκι με την Κλουβίτσα. Τους λέω γιατί δεν με ρωτήσατε. Μου λένε «Πού να σε βρούμε;» Και είχαν δίκιο. Ήμουν στην Τασκένδη, για να με ρωτήσουν αν θα πάρουν τον Κλούβιο.
-Κι έτσι λοιπόν έχει γίνει ένα σύμβολο στο κουκλοθέατρο.
Α.Ζ.: Ναι.
-Μέσα σε όλα αυτά που έχετε κάνει,τη συγγραφή των βιβλίων, το θέατρο, το κουκλοθέατρο, τις υπόλοιπες σπουδές σας αλλά και την ενασχόλησή σας με το χώρο των γραμμάτων γενικότερα, ποιες στιγμές για εσάς αποτελούν την παρακαταθήκη σας;
Α.Ζ.: Η ίδια μου η ζωή με έχει καθορίσει και στο γράψιμό μου και σε ό,τι έχω κάνει.
-Το χειμώνα φεύγετε στις Βρυξέλλες. Η μετανάστευση θεωρείτε ότι είναι η μόνη λύση για ένα νέο, που αυτή τη στιγμή ζει στην Ελλάδα;
Α.Ζ.: Δεν είναι η μόνη, αλλά είναι η αναγκαστική λύση, γιατί όταν δυσκολεύεται να σπουδάσει, να βρίσκει δουλειά, πάει έξω και τον παίρνουν στη δουλειά αμέσως. Σου λέει τι κάνω εδώ; Έχω μία φίλη που ο ένας της γιος παγώνει στη Φινλανδία και η κόρη της ψήνετε στη Σιγκαπούρη, γιατί ο άντρας της δούλευε σε μία εταιρία που έκλεισε, πήγε στη Σιγκαπούρη και βρήκε αμέσως δουλειά. Ο γιος της πήγε στη Φινλανδία και ασχολείται με μαθηματικά, με κομπιούτερ. Αμέσως τον πήραν στο Πανεπιστήμιο και έχει βρει δουλειά. Εδώ τι θα κάνει; Και βέβαια ανησυχεί η φίλη μου.
-Και από όλη αυτή την κατάσταση που βιώνουμε στη χώρα μας, πώς θα μπορούσαμε να ξεφύγουμε; Υπάρχει τρόπος διεξόδου;
Α.Ζ.: Αν το ήξερα θα γινόμουν πρωθυπουργός. Αν ήξερα πώς θα βρούμε διέξοδο.
-Αναφέρατε πριν τους υπολογιστές. Θα ήθελα να σας ρωτήσω, τι είναι αυτό που θα κάνει τη νέα γενιά να σηκωθεί, να αφήσει την οθόνη, να αντισταθεί και να ασχοληθεί με τα κοινά;
Α.Ζ.: Να σας πω… Το βρίσκω πολύ δύσκολο τώρα, γιατί δεν υπάρχει κι ένα φωτεινό παράδειγμα ας πούμε. Και έτσι βρίσκει αυτό το καταφύγιο στον υπολογιστή, να παίρνει γνώσεις. Αφού πια κάνουν γνωριμίες μέσα από τον υπολογιστή. Αν ήτανε στην εποχή μας, όλες θα έπρεπε να μείνουμε στο ράφι και να μην έχουμε πάρει κανένα. Ούτε κινητά είχαμε, ούτε τηλέφωνο είχαμε. Απορώ πώς πηγαίναμε στα ραντεβού μας και ήμασταν στην ώρα μας. Τώρα πια με ένα κινητό. Κάθονται δίπλα και μιλά ο ένας στον άλλο με ένα κινητό. Ψάχνονται μέσα από τον υπολογιστή. Δηλαδή, έχει κάνει και πολύ καλό η τεχνολογία, αλλά όπως όλα τα πράγματα στην υπερβολή τους, είναι και αυτή στην υπερβολή της.
-Εσείς λοιπόν ποιους στίχους θα γράφατε αυτή τη στιγμή στους δρόμους της Αθήνας;
Α.Ζ.: Ποιους στίχους; Κι εγώ δεν ξέρω τι θα έγραφα! Υπομονή ίσως. Δε μπορεί να είναι ένας μόνιμος στίχος. Εδώ αλλάζουν τα πράγματα μέρα σε μέρα. Για παράδειγμα, στην Κατοχή το πρώτο σύνθημα που γράφαμε ήταν «Μπακάλης και συσσίτιο», δηλαδή, δελτίο του μπακάλη και συσσίτιο. Μόλις το πετύχαμε αυτό, προχωρήσαμε σε ένα παρακάτω και τότε είπαμε τη λέξη «ελευθερία». Δεν τη λέγαμε πριν. Η πρώτη ήταν να μη πεθάνουμε της πείνας. Εδώ τώρα πάνε πολύ γρήγορα τα πράγματα. Κάθε μέρα πρέπει να αλλάζεις και ένα στίχο.
-Με μόνιμο αίτημα την ελευθερία.
Α.Ζ.: Η ελευθερία είναι μόνιμο αίτημα.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στις 30-11-2016