Ένας καταπιεσμένος άνθρωπος γύρω στα εξήντα, ο Αντώνης, ευρισκόμενος σε άθλια ψυχολογική και οικονομική κατάσταση, παίρνει την απόφαση ν' αυτοκτονήσει. Εν είδει κύκνειου άσματος, μπαίνει σ' ένα κατάστημα κινητής τηλεφωνίας που πρόκειται να κλείσει, με σκοπό να διαμαρτυρηθεί επειδή η εταιρεία τον εξαπάτησε, υψώνοντας έτσι ανάστημα, για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του. Ο Αντώνης, ερχόμενος σε αντιπαράθεση με τον υπάλληλο, τον Προκόπη, δεν αργεί να οδηγηθεί στα άκρα και, δρώντας εν θερμώ, τραβά το πιστόλι που προοριζόταν για τον εαυτό του και το στρέφει εναντίον του υπαλλήλου. Δίχως να καταλάβει κι ο ίδιος πώς, βρίσκεται ξαφνικά στη θέση του απαγωγέα.
Η ομηρία εξελίσσεται σε τηλεοπτικό και διαδικτυακό σόου: αθέατοι αστυνομικοί, δημοσιογράφοι αλλά κι ένα ανώνυμο πλήθος, πέφτουν επάνω στους δυο ανθρώπους με διάθεση κανιβαλική. Η ασφυκτική κατάσταση εντείνεται από τον καλοκαιρινό καύσωνα και από τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο δράστης. Ο Αντώνης, μη μπορώντας ν' αντεπεξέλθει στην ολοένα αυξανόμενη πίεση, αφήνεται στην επιρροή του ομήρου, ο οποίος σταδιακά μετατρέπεται σε συνεργό, που κατευθύνει με μαεστρία τον απαγωγέα του προς το σημείο που ο ίδιος επιθυμεί.
Αυτή είναι η υπόθεση του έργου «Σκέτη Κοροϊδία» του Δημητρόπουλου σε σκηνοθεσία Βασίλη Κατσικονούρη, που έβαλε μία άνω τελεία στις παραστάσεις του λόγω των εξελίξεων στον τομέα τη δημόσιας υγείας.
Με αφορμή το ανέβασμα της «Σκέτης Κοροϊδίας», ο συγγραφέας και σκηνοθέτης Βασίλης Κατσικονούρης μιλά στο Culture Press για το σήμερα, το χθες και το αύριο, για τους θύτες-θύματα των εποχών μας, το μυστικό της επιτυχίας και τη μοναδική κατάταξη, που βίωσε μέχρι σήμερα.
-Σας έχουμε συνηθίσει με την ιδιότητα του συγγραφέα. Τι λειτούργησε ως κίνητρο στο έργο του Δημητρόπουλου, ώστε να το σκηνοθετήσετε;
Β.Κ.: Έχω σκηνοθετήσει και άλλες 3-4 φορές. Κάθε φορά πρέπει να είναι κάποιος ειδικός λόγος. Π.χ. στο «Θέαμα» (The Event) του John Clancy ήταν για να συστήσω έναν πραγματικά πρωτότυπο Αμερικάνο συγγραφέα στο ελληνικό θέατρο, οι δύο μονόλογοι του Ιάκωβου Καμπανέλλη ένας φόρος τιμής στο δάσκαλό μας, το «Καγκουρό» για πρώτη φορά ένα έργο δικό μου με δική μου σκηνοθεσία κ.λπ.Τώρα εδώ, ήθελα να δηλώσω έμπρακτα το ενδιαφέρον μου για τη σύγχρονη παραγωγή ελληνικού έργου από νέους συγγραφείς. Η «Σκέτη κοροϊδία» του Ν. Δημητρόπουλου πιστεύω ότι είναι από τα καλύτερα δείγματα που αποδεικνύει ότι το ελληνικό έργο μπορεί να έχει πια μία σταθερή, υψηλού επιπέδου θέση στις ελληνικές σκηνές.
-Στη «Σκέτη Κοροϊδία», ο Αντώνης ένας καταπιεσμένος 60άρης, από το άκρο της αυτοχειρίας καταλήγει στο άκρο της ομηρίας. Τι τον εξωθεί σε αυτό;
Β.Κ.: Ο Αντώνης, όπως και οι πιο πολλοί αυτόχειρες, στρέφεται κατά του εαυτού του επειδή δεν μπορεί να στραφεί ενάντια σε αυτό που τον βλάπτει. Όταν την ύστατη στιγμή νιώθει ότι μπορεί να πάει κόντρα στις περιστάσεις και στις συνθήκες που τον οδήγησαν σε μία τέτοια κατάσταση, τότε το κάνει. Εξεγείρεται, έστω συμβολικά. Έστω στα τυφλά και σπασμωδικά.
-Η «Σκέτη Κοροϊδία» είναι ένα κοινωνικό έργο, που με κωμικό τρόπο σχολιάζει την εποχή μας. Πόσο εύκολο είναι για κάποιον από θύτης να γίνει θύμα και το αντίστροφο;
Β.Κ.: Όλη την ώρα το κάνουμε αυτό. Ο θύτης πρώτα εφευρίσκει τον εαυτό του ως θύμα και μετά δρα ως θύτης που αποκαθιστά τη δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη συνήθως αποδίδεται ασύμμετρα, οπότε ο προηγούμενος θύτης αισθάνεται τώρα θύμα κ.ο.κ. Ενδιαφέρον επιτραπέζιο, παίζεται από όλους, από τους πιο καθιερωμένους λαϊκιστές ηγέτες ανά τον κόσμο (με μεγάλη επιδεξιότητα, βλ. Πούτιν, Τραμπ, Ερντογάν, Τζόνσον κ.ά.) μέχρι και από όλους τους παντρεμένους, στο σπίτι κάθε μέρα.
-Πιστεύετε ότι ως λαός είμαστε θύμα των επιλογών μας;
Β.Κ.: Οι επιλογές είναι απόδειξη της ελευθερίας του ατόμου και των λαών. Ο ελληνικός λαός είναι ένας ελεύθερος λαός, δηλαδή οι επιλογές του δεν περιορίζονται από το τι είναι αναγκαίο να γίνει, αλλά επιλέγει, συνήθως, αυτό που θα ήθελε να γίνεται. Μετά έρχεται η σύγκρουση με την πραγματικότητα, με βαρύ σκορ υπέρ της.
-Στο Θέατρο Αλεξάνδρεια έχετε ξανασκηνοθετήσει ελληνικό έργο και μάλιστα τους δύο κωμικούς μονολόγους του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Ένας πανηγυρικός» και «Ένας επικήδειος», που είχε ερμηνεύσει πάλι ο Βασίλης Βλάχος. Διακρίνουμε μία ιδιαίτερη συνεργασία με το χώρο της Αλεξάνδρειας;
Β.Κ.: Ο πολιτιστικός χώρος Αλεξάνδρεια είναι ένα όμορφο, νεοκλασικό σπίτι, ιστορικό –οικία του Μ. Καραγάτση για 15 χρόνια. Σε ένα κομμάτι κέντρου της Αθήνας (Πλατεία Αμερικής) που ξεχνιέται σιγά σιγά, προσφέρει και παράγει καλλιτεχνικό και πολιτιστικό έργο χωρίς κάποια στήριξη ή προβολή. Γνωρίζοντας τον Βασίλη Βλάχο που τον διατηρεί, θέλησα να συνεισφέρω κι εγώ σε αυτόν τον μοναχικό αγώνα με τους δύο κωμικούς μονολόγους, τον «Πανηγυρικό» και τον «Επικήδειο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Μου αποκαλύφθηκε ένας ηθοποιός φελινικού τύπου, με σπάνια αυθεντικότητα και φυσική ευελιξία σε ένα φάσμα από το κωμικοτραγικό μέχρι και τον τραγέλαφο. Ο Νίκος Δημητρόπουλος έγραψε τη «Σκέτη κοροϊδία» πάνω σε αυτή τη συγκεκριμένη γκάμα του Βασίλη και με τον νεώτερο, εξίσου ταλαντούχο και δυνατό Πανάγο Ιωακείμ –διαφορετικής σχολής και τρόπου- έφτιαξαν ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον, υποκριτικό κράμα μαζί και ένα συγκλονιστικό δίδυμο στην παράσταση.
-Ανάμεσα στο χθες, το σήμερα και το αύριο, δεδομένης της απήχησης των έργων σας, ποιο είναι το μυστικό της συγγραφικής σας επιτυχίας;
Β.Κ.: Τίποτα καλύτερο από το αίσθημα της επιτυχίας για κάτι που έφτιαξες. Εκτός ίσως από το αίσθημα της ευτυχίας που είχες όταν το έφτιαχνες. Μου αρέσει να γράφω, αυτό είναι όλο.
-Απ’ όσο γνωρίζουμε, δεν ασχολείστε καθόλου με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Είναι συνειδητή αυτή η επιλογή;
Β.Κ.: Αν θέλετε τη γνώμη μου, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν βλέπω να έχουν μέλλον στην εποχή μας… Εντάξει, πλάκα κάνω, σίγουρα έχουν τη χρησιμότητά τους, αλλά τελικά έχει γίνει κι αυτό μια έγνοια και φροντίδα και δεν έχω και πολλά περιθώρια. Δεν είμαι βέβαια και κανένας τεχνολογικά αναλφάβητος, παίζω playstation 4… Fifa και Pro.
-Έργα σας έχουν παρουσιαστεί και στο εξωτερικό. Το εξωτερικό είναι στόχος;
Β.Κ.: Γιατί να είναι δικός μου στόχος; Δεν θα έπρεπε να είναι του Υπουργείου Πολιτισμού, Εξωτερικών και των μορφωτικών υπηρεσιών στις πρεσβείες για το ελληνικό έργο γενικότερα; Λέμε τώρα και καμία μ….α, να περνάει η ώρα.
-Σε ποιο είδος θεάτρου θα κατατάσσατε τον εαυτό σας, αν θέλετε να τον κατατάξετε κάπου;
Β.Κ.: Μια φορά που κατατάχθηκα, βρέθηκα σε ένα στρατιωτικό θάλαμο με καμιά τριανταριά άλλους μαντράχαλους μες στη βαρβατίλα και την ποδαρίλα. Δεν το ξανακάνω.