Ποια είναι η Δεσποινίς Δυστυχία; Πώς συνδέεται ο "Ιβάνωφ" του Τσέχωφ με τη σημερινή εποχή; Ο ηθοποιός και συγγραφέας Τσιμάρας Τζανάτος είναι το πιο κατάλληλο πρόσωπο για να δώσει απαντήσεις σε κάθε μας ερώτημα περί τέχνης και όχι μόνο.
Γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Σκηνοθεσία Κινηματογράφου (Σχολή Σταυράκου), Θέατρο (Δραματική Σχολή Αθηνών Γ. Θεοδοσιάδη) και Ιστορία της Τέχνης (Ε. Βακαλό). Δούλεψε αρχικά σαν ηθοποιός στο θέατρο, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Από τα μέσα του ΄90 αποσύρθηκε για να επιστρέψει το 2012 -κατ΄ εξαίρεση- επί σκηνής.Παράλληλα, από το 1985 εργάστηκε ως ραδιοφωνικός παραγωγός μουσικών εκπομπών και λόγου (Ράδιο 5, Τικ-Τακ FM, ΕΡΑ 2, ΕΡα Sport, Planet) αλλά και ως δημοσιογράφος σε έντυπα και περιοδικά (Εξουσία, Κλικ, Metropolis Press, Music.gr, κ.ά). Ασχολήθηκε με το σενάριο και την στιχουργία/ποίηση. Τα τελευταία χρόνια εργάστηκε στην τηλεόραση είτε στην αρχισυνταξία εκπομπών είτε ως κειμενογράφος ( Εκατομμυριούχος, Αδύναμος Κρίκος, κ.ά).
Ως θεατρικός συγγραφέας εμφανίστηκε το 2004 με το κείμενο Έξοδος στο έργο «Ονείρου Οδύσσεια» (Δ. Δημητριάδη, Ν. Δήμου, Μ. Πολιτοπούλου, Ε. Πέγκα) που ανέβηκε στο Κ.Θ.Β.Ε (εκδ. Univercity Press) και το Μαζί Ποτέ το 2009 στο Κινητήρας Studio (βασισμένο στην ταινία του Φατίχ Ακίν Gegen die Wand/Head On), και τα δύο σε σκηνοθεσία Χρύσας Καψούλη και την ομάδα DameBlanche.
Tον Μάιο του 2013 παρουσιάστηκε στις «Αναγνώσεις» του Εθνικού Θεάτρου το έργο του Εκκρεμότητα σε σκηνοθεσία Βασίλη Νούλα με την ομάδα Nova Melancholia. Τον Δεκέμβριο του 2013 σε επαφή με κρατουμένους οροθετικούς και χρήστες των φυλακών Κορυδαλλού και την Μ.Κ.Ο ΤΕΧΝΟΔΡΟΜΩ, παρουσιάστηκε το έργο του Κ, που γράφτηκε για να παιχτεί από τους ίδιους τους κρατούμενους στον χώρο της φυλακής.
Τον Μάρτιο του 2014 η Εκκρεμότητα παρουσιάστηκε στο Λονδίνο από το Theater Lab Company της Αναστασίας Ρεβή σε μετάφραση Έλσης Σακελλαρίδου με τον τίτλο Suspense σε σκηνοθεσία Jason Warren σε μορφή μονολόγου. Το τελευταίο του έργο H δεσποινίς Δυστυχία παρουσιάστηκε τον Οκτώβριο 2014 στις Αναγνώσεις του Θεάτρου Τέχνης– Κ. Κουν σε σκηνοθετική επιμέλεια Άσπας Τομπούλη, ενώ το 2018 το έργο ανέβηκε στο Θέατρο Φούρνος σε σκηνοθεσία Χ. Καψούλη σε ολοκληρωμένη μορφή.
Επίσης. αξιοσημείωτο είναι και το έργο "Κώστα Νούρος: Ξένος δυο φορές" μια μουσική βιογραφία, σε σκηνοθεσία Χρύσας Καψούλη και τη συνεργασία της Ανθής Γουρουντή και την χορωδία Libro Coro, που παρουσιάστηκε σε αυθεντικές ταβέρνες στο πλαίσιο της συνεργασίας του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά και του Φεστιβάλ Αθηνών το 2017, αλλά και το έργο "Πόσα ζώα χωράει ένας άνθρωπος;" που πρωτοπαρουσιάστηκε το 2018 σε μορφή αναλογίου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά σε σκηνοθετική επιμέλεια Θοδωρή Βουρνά.
Έκτοτε ακολούθησαν πολλές θεατρικές παραστάσεις, το Βραβείο Κάρολος Κουν, αλλά και ένα όμορφο ταξίδι στην Ιταλία που αναμένεται να ξεκινήσει σε λίγες εβδομάδες.
Με τον Τσιμάρα Τζανάτο, συναντηθήκαμε πριν λίγες ημέρες στο φιλόξενο “Salero” στα Εξάρχεια και μιλήσαμε για την τέχνη που τον ακολουθεί πιστά σε κάθε του βήμα.
-Ποια εσωτερική ανάγκη σε ώθησε να ασχοληθείς με το χώρο του θεάτρου, αλλά και γενικότερα με το χώρο της τέχνης;
Τ.Τ.: Στην ουσία, λίγο πιο πριν από την εφηβεία και μετά, είχα μία εσωτερική ανάγκη και είχα βρει ήδη μια γέφυρα με πράγματα που αφορούσαν την τέχνη. Αλλά ξέρεις, σε αυτές τις ηλικίες, υπάρχει πάντα μία ανάγκη που είναι σαν ερωτικό αίσθημα. Είναι όπως όταν έχουμε ένα αίσθημα μέσα μας, που είμαστε ερωτευμένοι χωρίς να υπάρχει αντικείμενο. Κάποια στιγμή, είχα μία πολύ μεγάλη αγάπη στο σινεμά. Αυτό έγινε μέσω του σινεμά, ενώ ταυτόχρονα μπήκα και στο θέατρο και είχα αυτή την επαφή με την τέχνη. Μετά παγιδεύεσαι σε έναν έρωτα. Κάπως, έτσι ξεκίνησε η επαφή με όλα αυτά τα πράγματα. Είχα ήδη ερεθίσματα από μόνος μου, παρότι δεν ήμουν σε ένα περιβάλλον που μου έδινε ερεθίσματα. Το οικογενειακό μου περιβάλλον δεν ήταν γύρω από αυτά τα πράγματα. Σχεδόν καθόλου. Απλώς επειδή εγώ ήμουν ένα κλειστό παιδί, στην εφηβεία κλείστηκα λίγο, μάλλον έψαχνα διεξόδους επικοινωνίας σαν ύπαρξη, σαν ψυχισμός και για κάποιο λόγο τότε ήρθα σε επαφή με κείμενα και άρχισα να αναζητώ τρόπους που με καθρέφτιζαν σαν άνθρωπο. Αυτό μπορεί να ήταν ένας πίνακας ζωγραφικής. Εξ ου και μπήκα σε μία διαδικασία και να παρακολουθήσω ιστορία τέχνης ή να κάνω σπουδές κινηματογράφου και μετά για κάποιο λόγο μπήκα στο θέατρο.
-Τι σε γοήτευσε στο θέατρο;
Τ.Τ.: Αυτό που με γοήτευσε ήταν καταρχάς τα κείμενα αλλά νομίζω το κυριότερο για να είμαι απόλυτα ειλικρινής είναι ένα πολύ βαθύ αίσθημα που μου παρήγαγε όταν βρέθηκα πάνω στη σκηνή. Αισθανόμουν μεν στρεσαρισμένος όντας στη σκηνή, αλλά ταυτόχρονα και μία διέγερση. Με ρώτησαν «Έχεις τρακ;» και εγώ τους είπα ότι το τρακ είναι σαν την ερωτική ταραχή, που τρέμεις από πολύ επιθυμία. Πάνω στη σκηνή λοιπόν, συνάντησα αυτό το αίσθημα, που ήταν σαν ερωτική ταραχή. Αυτό σε πάει σε ένα πολύ βαθύ κομμάτι του εαυτού και κατάλαβα ότι παρότι ήμουν ένας κλειστός άνθρωπος, όταν ανέβαινα στη σκηνή δεν είχα κανένα κλείσιμο περιέργως, που συμβαίνει με αρκετούς ανθρώπους. Και λένε για κάποιους κωμικούς –το φέρνω ως αντιδιαστολή- ότι ήταν πολύ μελαγχολικοί άνθρωποι. Η σκηνή και η τέχνη γενικότερα έχει κάτι που σου αναστέλλει οποιαδήποτε δυσκολία έκφρασης έχεις. Στη σκηνή αισθάνομαι πάντα πολύ ελεύθερος και ανοιχτός, σαν να βρίσκομαι σε μία ιδιωτική συνομιλία και όχι σε ένα δημόσιο χώρο.
-Ωστόσο τα μέσα της δεκαετίας του 1990 αποσύρθηκες από το θέατρο για να επανέλθεις το 2012. Αυτή η σιωπή ήταν αναγκαία για εσένα;
Τ.Τ.: Ναι ήταν αναγκαία και αναγκαστική μπορώ να πω. Παρότι ήταν επιλογή μου, κατά βάθος, όπως όλα τα πράγματα, δεν είναι επιλογή μας. Μας σπρώχνουν οι συνθήκες να κάνουμε μία επιλογή. Είναι επιβεβλημένο για τους λόγους που με έσπρωξαν σε αυτά τα πράγματα. Δηλαδή, ένα βαθύ υπαρξιακό ερώτημα, αλλά και έρωτας ταυτόχρονα. Δεν έβρισκα τρόπο να ενταχθώ. Έβρισκα τρόπους επαγγελματικούς, αλλά δε μου έκαναν τότε. Δεν το λέω εγωιστικά. Είχα άλλα πράγματα στο κεφάλι μου. Αναζητούσα άλλα πράγματα. Μόνο αν έκανες μία ομάδα. Εκείνα τα χρόνια δεν ήταν τόσο εύκολο όπως τώρα, οπότε αισθανόμουν μία βαθιά δυσκολία και ματαίωση και αποφάσισα ότι επειδή ήμουν τόσο πολύ ερωτευμένος με αυτό, αλλά δε μπορούσα να ζήσω αυτόν τον έρωτα, ή θα έπρεπε να κάνω πίσω, ή να πάρω μία πορεία ενός πικραμένου από έρωτα ανθρώπου. Και είπα ότι όχι. Το έβλεπα στους ανθρώπους τριγύρω. Πολλοί ήταν πικραμένοι. Πολλά χρόνια. Με μία πίκρα, που γίνονταν και μοχθηροί, θα έλεγα. Ήταν ό,τι πιο σιχαμένο είχα δει στη ζωή μου και είπα «Οκ, φίλε, αυτό μη σου λάχει. Απόφυγέ το!». Και ομολογώ ότι με πολύ δυσκολία συναισθηματικά, γιατί είχα μπει ήδη στο επάγγελμα και με διάφορες δυσκολίες που προέκυψαν, αποφάσισα να αποχωρήσω και να διοχετευθώ αλλού.
-Οπότε μία σιωπή για τους ανθρώπους της τέχνης γενικότερα κρίνεις ότι είναι απαραίτητο να υπάρχει;
Τ.Τ.: Απαραίτητο. Βλέπεις σου απαντώ με απόλυτο τρόπο. Το καταλαβαίνω και τώρα που έχω επανέλθει στη δουλειά με διπλή ιδιότητα και συγγραφικά και σαν ηθοποιός, είναι απαραίτητο και ειδικά τώρα, που λόγω συνθηκών οι άνθρωποι μπαίνουν σε μία διαδικασία να κάνουν πάρα πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Αυτό είναι καταστροφικό για οποιαδήποτε τέχνη. Είναι απαραίτητο, ανά τόσο να παίρνεις απόσταση, παρότι η δουλειά και η πίεση καμιά φορά σε βοηθούν να ξεπερνάς τα όριά σου και να κάνεις υπερβάσεις και να βρίσκεις δυνατότητες να επεξεργάζεσαι τις δυνατότητές σου, όμως αυτό μπορεί να γίνει πολύ καταστροφικό και συμβαίνει πάρα πολύ συχνά. Το λέω πολύ τον τελευταίο καιρό. Είναι μία φράση που λέει ένας διανοητής, που αφορούσε την κοινωνία του θεάματος και είναι γραμμένη πολλά χρόνια πριν. Έχει πει το εξής που είναι σήμερα απόλυτα κατανοητό και αφορά την ερώτηση που μου έκανες. Η τέχνη δεν κινδυνεύει από την κακή τέχνη, κινδυνεύει από την πολλή τέχνη. Η τέχνη θέλει απόσταση και πολύ χρόνο, όπως όλα τα πράγματα, αλλά ειδικά η τέχνη η αυθεντική. Θέλει χρόνο για να γράψεις ένα βιβλίο ουσιαστικό, για να παίξεις ένα ρόλο ουσιαστικό. Θέλει χρόνο...
-Ένα βιβλίο όπως και η «Δεσποινίς Δυστυχία», που ανέβηκε πρώτα σε σκηνοθεσία Άσπας Τομπούλη το 2014 στο Θεατρικό Αναλόγιο που παρουσιάζεται εδώ και πολλά χρόνια στο Θέατρο Τέχνης και έπειτα ανέβηκε και πέρυσι στο Θέατρο Φούρνος…
Τ.Τ.: Ναι σωστά. Στην τελική παραστασιακή και κειμενική του εκδοχή. Το 2014 -15 εκδόθηκε ως αφήγημα, αλλά από το 2013 που είχε γραφτεί και μετά δουλευόταν και η θεατρική του εκδοχή, αυτή που κατέληξε να είναι το τελικό αποτέλεσμα της παράστασης που έγινε στο θέατρο Φούρνος και που πήρε και το Βραβείο Κάρολος Κουν σαν δραματουργία.
-Αισθάνομαι ότι το συγκεκριμένο αφήγημα περιέχει κάποια βιογραφικά σου στοιχεία από την περίοδο της σιωπής σου.
Τ.Τ.: Χωρίς να είναι αυτά ακριβώς βιογραφικά, επειδή ήξερα τι σημαίνει αυτό. Αμέσως είχα στο μυαλό μου το πώς λειτουργούν τα πράγματα και τι σημαίνουν. Μπορούσα να καταλάβω χωρίς να γίνω γραφικός και να αναπαράξω με ένα τρόπο νατουραλίστικο ένα δημοσιογράφο, που δε μου χρειαζόταν εδώ πέρα. Εγώ χρειαζόμουν έναν άνθρωπο που λειτουργούσε ως ενδιάμεσος του κόσμου. Ήξερα τι είναι αυτό. Οπότε, πήγα σε αυτό χωρίς να βιογραφούμαι, γιατί δεν ήταν ακριβώς έτσι η λειτουργία μου. Βέβαια υπάρχουν και βιογραφικά στοιχεία. Αυτό συμβαίνει σε όλα τα καλλιτεχνικά πράγματα. Ο πυρήνας είναι πάντα βιογραφικός. Ακόμα και όταν δεν είναι, αλλά υπάρχουν και κάποια κομμάτια ομολογώ που είναι εντελώς βιογραφικά.
-Πώς ορίζεις λοιπόν τη δυστυχία, που στο βιβλίο σου γίνεται και δεσποινίς;
Τ.Τ.: Αναφερόμαστε στη δυστυχία σα να μας συνοδεύει πάντα στη ζωή μας και ως αίσθημα το φέρουμε συνεχώς. Ταυτόχρονα, όπως θα λέγαμε και για τη χαρά. Για κάποιο λόγο η δυστυχία μένει περισσότερο από τη χαρά στον άνθρωπο. Αφήνει ίχνη. Η χαρά περιέργως δεν αφήνει ίχνη. Ζούμε και σε ένα πολιτισμό, που η κουλτούρα μας, που έχουμε στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι ο πολιτισμός της δυστυχίας. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Η δυστυχία εγγράφεται. Καταγράφεται, γιατί οι ανθρώπινες υπάρξεις είναι πιο ευάλωτες. Ενώ, η χαρά όσο μεγάλη και αν είναι ξεχνιέται. Ποτέ μια χαρά δε θα σε τραυματίσει, ενώ μια λύπη θα σε τραυματίσει. Οπότε η δυστυχία είναι κάτι που το φέρουμε σαν ένα κομμάτι μας και ταυτόχρονα ενώ το φέρουμε νομίζουμε ότι δεν το έχουμε. Η δυστυχία είναι εκεί δίπλα μας. Εντός μας. Εν τέλει είναι ένα πολύ φυσικό κομμάτι του ανθρώπου. Δηλαδή, ο άνθρωπος πάντα θα συναντάει σε όποια μορφή αυτό που λέμε σχηματικά δυστυχία, γιατί πάντα κάτι ματαιώνεται και κάτι χάνεται. Κάτι που το έχουμε και το χάνουμε. Το αίσθημα της δυστυχίας είναι όταν ο άνθρωπος συνειδητοποιεί το κενό του. Δηλαδή και ένα ποτήρι νερό που πίνω να μου πάρεις, κάτι θα ανακαλέσει από τη δυστυχία.
-Η Δεσποινίς Δυστυχία σε λίγες ημέρες θα ταξιδέψει και την Ιταλία.
Τ.Τ.: Ναι, αυτό είναι πολύ ευχάριστο. Και θα ταξιδέψει η θεατρική του μορφή που για εμένα είναι πολύ σημαντικό γιατί η θεατρική μορφή έκανε αρκετό καιρό να πάρει τη φόρμα της, που για εμένα ήταν και μία πρόταση του πώς να πεις σήμερα κάτι στο θέατρο. Είναι σα να ξαναγράφτηκε, ενώ η βάση του ήταν η ίδια, το υλικό του αφηγήματος. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, παρότι έχει μεταφραστεί σαν αφήγημα και στα αγγλικά χωρίς να έχει μπορέσει να κυκλοφορήσει ακόμα στην Αγγλία ή σε κάποια αγγλόφωνη χώρα, είναι πολύ ευχάριστο που ήρθε αυτή η συγκυρία να βγει στην Ιταλία και να κάνουμε την παρουσίαση αυτού του τόμου, όπου θα βρίσκεται και η «Δεσποινίς Δυστυχία» στο Φεστιβάλ Θεάτρου της Νάπολης. Είναι πάρα πολύ ευχάριστο, γιατί πια πας σε μία άλλη γλώσσα κι εκεί αποκτά μία άλλη δύναμη επικοινωνιακή ένα έργο.
-Ένα εξίσου σημαντικό κεφάλαιο στην πορεία σου είναι και η εμπειρία που είχες από το Τεχνοδρομώ, όπου οροθετικοί κρατούμενοι στις φυλακές του Κορυδαλλού ανέβασαν ένα δικό σου έργο.
Τ.Τ.: Ναι βέβαια. Έχουν περάσει από τότε έξι χρόνια. Από τότε έχουν αλλάξει πάρα πολλά πράγματα και όσον αφορά την οροθετικότητα και όσον αφορά την ομάδα τη συγκεκριμένη, η οποία συνεχίζει να υπάρχει και να δουλεύει με το Τεχνοδρομώ. Στην ουσία ελπίζω να τα καταφέρουν και φέτος να περάσουν στην πέμπτη τους παράσταση. Φαντάσου, τότε που κάναμε το «Κ.», το έργο που είχα γράψει εγώ, θεωρούνταν στα όρια του παλαβού. Έλεγαν «…δεν υπάρχει περίπτωση ξεχάστε το. Δεν πρόκειται ούτε να γίνει, ούτε να τα καταφέρετε». Κι όμως, κατάφερε να γίνει και ταυτόχρονα το σημαντικό είναι το εξής. Αυτό βοήθησε πάρα πολύ να δημιουργηθεί ένα κλίμα πιο ανοιχτό για ανάλογες κοινωνικές και βοηθητικές χειρονομίες μέσα στη φυλακή, που βλέπουμε να φτάνει στα όρια να γίνεται και λίγο της μόδας το «κάνουμε θέατρο στη φυλακή». Το λέω εσκεμμένα με μια κριτική ματιά πια, γιατί κανείς πρέπει να είναι προσεκτικός. Πλέον πάνε παραστάσεις, γίνονται παραστάσεις, δουλεύουν, αλλά θέλει μια προσοχή το πώς χρησιμοποιούμε τα πράγματα σε σχέση με την κοινωνική ευαισθησία. Πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας ότι το ζητούμενο είναι να ωφεληθούν αυτοί οι άνθρωποι, όχι να ωφεληθούμε εμείς για να χτίσουμε μία καριέρα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για εμένα τώρα πια. Εξ ου και είμαι πολύ επιφυλακτικός σε όλα. Ακόμα και για τη μια εκ νέου ή με άλλο τρόπο συμμετοχή. Κανείς δε μπορεί να είναι αφελής, γιατί δυστυχώς όλα έγιναν εμπόριο και λυπάμαι που το λέω. Η ευαισθησία σήμερα είναι το νέο εμπόριο. Το έχω ξαναπεί, αλλά επιμένω, γιατί πρέπει να το έχουμε στο μυαλό μας και να είμαστε προσεκτικοί. Σήμερα μία μεγάλη εταιρία, δε θα πάρει για παράδειγμα το Σάκη Ρουβά για να προμοτάρει ένα προϊόν. Μπορεί να πάει σε ένα μετανάστη, σε ένα πρόσφυγα στην ουσία, σε ένα φυλακισμένο ή σε έναν οροθετικό για να πουλήσει το προϊόν. Αυτό δεν έχει σχέση με την ευαισθησία και την ευαισθητοποίηση του κόσμου. Έχει σχέση με την εμπορευματοποίηση και είναι ένα τεράστιο θέμα.
-Αυτό θεωρείς ότι είναι απόρροια της ευρύτερης κοινωνικής, πολιτικής, αξιακής και οικονομικής κρίσης που βιώνουμε ή γενικότερα εναπόκειται στις βλέψεις του κάθε ανθρώπου;
Τ.Τ.: Είναι όλα μαζί ξέρεις και έχοντας περάσει δραματικά αυτό που πριν κάποια χρόνια ονομαζόταν η «κοινωνία του θεάματος». Στην κοινωνία του θεάματος που ζούμε και είναι η αποθέωσή της και ειδικά με τα social media το θέμα δεν είναι τι κάνεις, αλλά τι φαίνεται ότι κάνεις. Έτσι χτίζεται το προφίλ του κάθε ανθρώπου αλλά το προφίλ του δεν είναι και το enface του ανθρώπου. Το προφίλ είναι μία κατασκευή. Πολύ συχνά και πίσω από αυτές τις κατασκευές της προσωπικότητας που θέλουμε να χτίσουμε προς τα έξω για να κάνουμε μία καριέρα, δε μπορείς να χρησιμοποιείς κάποια πράγματα τα οποία είναι πολύ μεγάλης σημασίας και δε μπορείς να χρησιμοποιείς τους ανθρώπους, ούτε το τραγικό της ζωής τους.
-Αισθάνεσαι απαισιόδοξος για το σήμερα;
Τ.Τ.: Όχι απαισιόδοξος, αλλά έχω πλήρη συνείδηση ή προσπαθώ να έχω συνείδηση του τι συμβαίνει και να μην εθελοτυφλώ. Θα προτιμούσα να είμαι απαισιόδοξος, που δεν είμαι, ενώ λογικά θα μπορούσα, γιατί το θέμα είναι να έχεις συνείδηση του ποιο είναι το πραγματικό. Δεν είμαι και υπέρ της αισιοδοξίας με το ζόρι. Δηλαδή, μια νάιλον αισιοδοξία ότι όλα είναι μία χαρά ή εγώ τα κάνω και είναι μία χαρά. Όχι, δεν έχω τη δύναμη να κάνω τα πράγματα να είναι μία χαρά. Μακάρι να μπορούσα. Δε γίνεται, γιατί αυτό είναι μία μεγάλη αυταπάτη μας. Και αφορά και ένα πολύ μεγάλο εγωισμό. Ότι εμείς δυνάμεθα να αλλάξουμε τα πράγματα. Εγώ δηλαδή. Ένα εγώ δε φτάνει.
-Αυτή την περίοδο, για λίγες ακόμα παραστάσεις σε βλέπουμε στο Θέατρο Οδού Κυκλάδων στον «Ιβάνωφ» σε σκηνοθεσία Άντζελας Μπρούσκου, οι παραστάσεις του οποίου ολοκληρώνονται αυτό το Σαββατοκύριακο. Ο Ιβάνωφ είναι ένας ιδεαλιστής που στη συνέχεια απογοητεύεται. Πώς συνδέεται η ιστορία του Ιβάνωφ, αυτού του εμβληματικού κειμένου του Τσέχωφ με το σήμερα;
Τ.Τ.: Ο Ιβάνωφ και ως ρόλος -παρότι εγώ δεν παίζω τον Ιβάνωφ- αλλά και ως έργο, μου είναι τόσο οικείο. Έχει τόσο σχέση με αυτά που λέμε ή που θα μπορούσαμε να πούμε και ως άνθρωποι γενικότερα, που είναι αφοπλιστικό. Εξ ου και άμα δεις την παράσταση, το κοινό που τη βλέπει, όποια αντίληψη και να έχει -συνήθως κατά κανόνα αρέσει η παράσταση πραγματικά, έχει κάνει μία ωραία δουλειά η Άντζελα Μπρούσκου και όλη η ομάδα- βλέπει ότι είναι τόσο σημερινό αυτό το πράγμα. Ένας άνθρωπος, ο οποίος βρίσκεται σε μία εσωτερική κρίση, γιατί γύρω του έχει εισπράξει μία κοινωνική ματαίωση. Αυτό είναι ο Ιβάνωφ. Απλώς, οι άλλοι, ο καθένας με τον τρόπο του έχει γαντζωθεί κάπου για να σωθεί, ενώ αυτός τεχνικά είναι ένας άνθρωπος ο οποίος επένδυσε σε μία κοινωνία βοηθητικά, όμως μέσα από αυτό πήρε μία βαθιά ματαίωση και δε μπόρεσε να πάει παρακάτω, γιατί βρέθηκε εκτεθειμένος και έχασε τα ψυχικά του κουράγια, έχασε την πίστη του στη ζωή και πια δεν βρίσκει κανένα νόημα πουθενά, ούτε στην αγάπη ούτε στον έρωτα. Δε μπορεί να αγαπήσει. Δε μπορεί να συνδεθεί. Είναι σα να μιλάει κανείς για μία κοινωνική κατάθλιψη. Μέσω του προσώπου, ο Τσέχωφ σε μία εποχή ενάμιση αιώνα πριν, μιλάει για ένα πράγμα που πέρα του χρόνου είναι τόσο σημερινό. Είναι αφοπλιστικό. Και ο τρόπος που το λέει. Με μία απλότητα, με μία λιτότητα και ένα ρεαλισμό, που λες «Πλάκα μου κάνεις». Δηλαδή στο λέω εγώ, που είμαι σε αυτή τη δουλειά και με ξαφνιάζει από την αρχή αλλά και με το πόση δύναμη και καθαρότητα ειπώνονται τα πράγματα.
-Και ο ρόλος που υποδύεσαι;
Τ.Τ.: Ο ρόλος που υποδύομαι είναι ένα είδος πολυσυντροφικού ανθρώπου, αν και λίγο μεγαλύτερου σε ηλικία του Ιβάνωφ, τον Λιέμπεντεφ, που στην ουσία είναι κάτι σαν αδερφοποιτός του με κάποιο τρόπο, ο οποίος είναι και ο μόνος που πιστεύει στον Ιβάνωφ σαν άνθρωπο. Τον έχει λίγο σαν ένα είδωλό του αν και μεγαλύτερος από τον Ιβάνωφ, γιατί ο Λιέμπεντεφ είναι ίσως το μόνο πρόσωπο σε όλο το έργο -και το λέω πραγματικά και όχι επειδή υποδύομαι το ρόλο και έχω χάσει την αντικειμενικότητά μου- που έχει μία ακεραιότητα και μια πολύ μεγάλη αγαπητική διάθεση για τον άνθρωπο. Είναι ένας άνθρωπος που εκφράζεται πάρα πολύ αγαπητικά και σωματικά, όμως έχει καταφέρει να διασώσει αυτό το πράγμα πηγαίνοντας προς τον αλκοολισμό όπως θα λέγαμε σήμερα. Στην ουσία αυτός ο ρόλος -γιατί είχαμε συζητήσει και με την Άντζελα Μπρούσκου και για κάτι άλλο στο έργο- ήταν μια δική μου επιλογή, παρότι δεν θα ήταν η πρώτη επιλογή που θα έκανε κανείς, γιατί ήξερα πάρα πολύ καλά τα αισθήματα αυτού του ανθρώπου. Κι είχε κι ένα ρίσκο υποκριτικό. Δεν ήταν το πρώτο που θα έλεγες ναι. Οπότε, αυτό έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον και έχει πολύ ενδιαφέρον και αυτή η προσωπικότητα. Είναι αυτός που έρχεται σε επαφή και καταλαβαίνει το τι συμβαίνει στον Ιβάνωφ, που οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν. Δε μπορεί να βοηθήσει όμως και ούτε του το επιτρέπει ο ίδιος ο Ιβάνωφ.
-Χρειαζόμαστε σήμερα ανθρώπους σαν τον Λιέμπεντεφ, για να μας θυμίζουν την πίστη;
Τ.Τ.: Ναι και τη δυνατότητα μέσα στη δυσκολία να υπάρχουμε και να συνυπάρχουμε αγαπητικά με τον άλλον. Το ερώτημα είναι αν υπάρχουν ακόμα; Ναι υπάρχουν. Η αγαπητικότητα και η καλοσύνη σε έναν άνθρωπο εξαρτάται όχι μόνο από το χαρακτήρα, εξαρτάται πάρα πολύ από τη συνθήκη. Η συνθήκη μας κάνει αυτό που είμαστε. Αν δηλαδή μία συνθήκη παράξει ένα πράγμα και επαναληφθεί η συνθήκη, ο τρόπος που εμείς αντιδράμε κάνει αυτό που λέμε χαρακτήρα. Δεν είναι αυτό που λέμε ότι τον χαρακτήρα τον πήρα από τη μαμά μου και τον μπαμπά μου απλά. Είναι η συνθήκη. Η συνθήκη δε βοηθά την καλοσύνη. Εξ ου και λόγω κρίσης βλέπεις μία αγριότητα, που έχει μπει στον κόσμο. Η καλοσύνη θέλει καλοσύνη για να ανθίσει. Εντάξει, μερικοί άνθρωποι για κάποιο λόγο έχουν τη δυνατότητα να ανθίζουν την καλοσύνη τους μέσα στο κακό. Οπότε είναι πολύ φωτεινό αυτό το πράγμα και αισιόδοξο.
-Μετά τον Ιβάνωφ τι έπεται;
Τ.Τ.: Μετά το Πάσχα, με αφορμή το βραβείο Κάρολος Κουν, αλλά και τη δεύτερη έκδοση της «Δεσποινίδος Δυστυχίας», θα κάνουμε μία παρουσίαση του βιβλίου και του έργου εκ νέου. Από εκεί και πέρα έχει προκύψει και μία δουλειά πάλι στην Ιταλία. Έχει προκύψει μία δουλειά που γίνεται στο πλαίσιο του Φεστιβάλ. Ένας Ιταλός σκηνοθέτης, θα παρουσιάσει μία παράσταση που τα κείμενα, που στην ουσία είναι μονόλογοι ανθρώπων, που αυτό έχει σχέση με το κεντρικό του θέμα, είναι γραμμένα –που έτσι αποφασίστηκε και συμμετέχω κι εγώ σε αυτό- από Έλληνες, Ισπανούς και Ιταλούς συγγραφείς, σύγχρονους και αρκετά γνωστούς και είναι κείμενα που γράφτηκαν και γράφονται ειδικά για την παράσταση αυτή. Η παράσταση ονομάζεται «629». Το 629 είναι ο αριθμός των ανθρώπων που βρέθηκαν πέρυσι το καλοκαίρι έξω στα νερά της Ιταλίας με πρόσφυγες – μετανάστες και καμία χώρα δε δεχόταν να ελλιμενιστούν. Το πλοίο λεγόταν «Ακουάριους». Είναι μία πολύ γνωστή ιστορία και πολύ τραυματική και για την Ιταλία. Ο σκηνοθέτης λέγεται Μάριο Τζελάρντι και έχει αποφασίσει να κάνει μία παράσταση που θα παιχτεί 29 -30 Ιουνίου, όπου θα συμμετέχω συγγραφικά (σ.σ. μετάφραση Τζίνας Καρβουνάκη). Αυτό είναι κάτι πολύ ωραίο, εξ ου και το κάνω γιατί είναι κάτι που κινείται σε ένα πλαίσιο συνεργασίας με άλλους ανθρώπους, σε άλλες γλώσσες, συμμετέχοντας με Ιταλούς, με Ισπανούς.