«Η υπόσχεση του διαφωτισμού δεν τηρήθηκε. Οι βιβλιοθήκες, τα μουσεία, τα θέατρα, τα πανεπιστήμια, μπορούν μια χαρά να ευδοκιμούν στη σκιά των στρατοπέδων συγκέντρωσης», έλεγε ο Τζων Στάινερ, πράγμα που υποστηρίζει μέχρι σήμερα και ο κριτικός θεάτρου Λέανδρος Πολενάκης, επιλέγοντας αυτό το απόσπασμα για να μας εισάγει στο βιβλίο με τις κριτικές του.
Γεννημένος στην Αθήνα το 1945, ο Λέανδρος Πολενάκης αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εν ζωή κριτικούς θεάτρου. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales στο Παρίσι. Είναι διδάκτωρ του τμήματος Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και Πολιτιστικής Διαχείρισης του Παντείου Πανεπιστημίου. Διατηρεί τη μόνιμη στήλη θεατρικής κριτικής της εφημερίδας "Αυγή" από το 1978. Έχει μεταφράσει κλασικούς και νεώτερους συγγραφείς από τέσσερις γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, ρωσικά) όπως επίσης και αρχαίους έλληνες από το πρωτότυπο. Έχει συνεργαστεί με τα κυριότερα επιστημονικά και λογοτεχνικά περιοδικά και έχει εκδώσει τέσσερα βιβλία ποίησης και πεζογραφίας. Δίδαξε στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Πάτρας, ενώ διδάσκει σε δραματικές σχολές.
Για τον Λέανδρο Πολενάκη, το πιο γοητευτικό στοιχείο του θεάτρου είναι η αλήθεια του, κάτι το οποίο τον μάγεψε από πολύ παλιά, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και ο ίδιος. Έχοντας μπει μία αναγκαστική άνω τελεία στις παραστάσεις της σαιζόν, λόγω των εξελίξεων στον τομέα της δημόσιας υγείας, ο Λέανδρος Πολενάκης, μιλά στην Εποχή για την κριτική, τους κριτικούς, αλλά και τη μνήμη, τονίζοντας ότι ακόμα και ο κρίνων κρίνεται.
-Είστε συγγραφέας, κριτικός θεάτρου, θεατρολόγος, έχετε γράψει ποιήματα. Πώς γεννήθηκε αυτή η αγάπη σας για το θέατρο;
Η αγάπη μου για το θέατρο υπήρξε από πολύ παλιά. Βλέπω από πολύ νέος θέατρο, σχεδόν παιδί. Αυτό ωρίμασε σιγά σιγά μέσα μου. Δηλαδή, αυτή η ικανότητα του να εντοπίζω πράγματα όχι μόνο εντυπωσιακά, αλλά και ουσιαστικά. Βλέπω θέατρο από δέκα – δώδεκα ετών περίπου. Σε εκείνη την ηλικία βέβαια, δε μπορώ να ισχυριστώ ότι είχα τη διαύγεια. Σιγά σιγά, όμως οδηγήθηκα σε αυτή την ιδιότητα, στην οποία με έσπρωξε αυτή η αγάπη που είχα και συνεχίζω να έχω για το θέατρο.
-Και η πρώτη παράσταση που σας γοήτευσε;
Είναι πολλές. Ενδεικτικά, μπορώ να μιλήσω για την πρώτη φορά που κατέβηκα στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης και είδα την «Ευρυδίκη» του Ανούιγ, με τον Κάρολο Κουν, ο οποίος έπαιζε τον ρόλο του κ. Ανρί , τη Λυμπεροπούλου και τον Φέρτη.
-Τι σας γοητεύει γενικότερα στο θέατρο;
Στο θέατρο με γοητεύει η αλήθεια του, όταν υπάρχει.
-Σε λίγο καιρό θα κυκλοφορήσει το νέο σας βιβλίο, το οποίο περιλαμβάνει τις κριτικές σας από το 2016 έως το 2018. Ποια είναι τα συστατικά μίας σωστής κριτικής και τι σημαίνει να γράφουμε κριτική;
Ο κριτικός είναι και αυτός ένας θεατής όπως οι άλλοι, ενδεχομένως με ένα πιο οξυμένο κριτήριο, λόγω της πείρας και λόγω κάποιων δικών του ιδιαιτεροτήτων, ο οποίος έχει και μία στήλη σε ένα έντυπο. Το δικαίωμα να ασκήσουν κριτική το έχουν οι πάντες και έχει διαδοθεί ευρέως στο διαδίκτυο. Αυτό είναι καλό. Δε μπορεί κανείς να αποκλειστεί από το δικαίωμα να ασκεί κριτική, εφόσον αγαπάει το θέατρο και παρακολουθεί παραστάσεις. Βεβαίως, ο κρίνων κρίνεται. Αυτό ισχύει και για εμάς που έχουμε θέσεις σε έντυπα.
-Κατά τη γνώμη σας, υπάρχει σωστή και λάθος κριτική;
Δεν υπάρχει εντελώς λανθασμένη κριτική. Ο καθένας έχει δικαίωμα να εκθέσει την άποψή του. Επαναλαμβάνω ότι ο κρίνων κρίνεται. Από εκεί και πέρα υπάρχουν και πολλές εξόφθαλμες περιπτώσεις λανθασμένων κριτικών, που δεν εντοπίζονται μόνο στις κριτικές του διαδικτύου, αλλά και των εντύπων.
-Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του ιδανικού κριτικού;
Τα χαρακτηριστικά του ιδανικού κριτικού είναι η εντιμότητα και η γνώση. Μόνο αυτά χρειάζονται. Τίποτα άλλο. Και κάποια πείρα, η οποία αποκτάται όταν έχουμε τις ανάλογες προσλαμβάνουσες, κάποιες αρχές που αποδέχονται την εμπειρία και δεν την απορρίπτουν. Η εμπειρία παίζει τον ρόλο της.
-Ποιος είναι ο σκοπός και ο ρόλος της κριτικής; Έχει λόγο ύπαρξης σε μία περίοδο, που επικρατεί η «πολυφωνία» του διαδικτύου;
Η κριτική είναι ένα αναφαίρετο δικαίωμα κάθε δημοκρατικής πολιτείας. Αλίμονο αν τη φιμώνουμε. Και αλίμονο αν φτάσουμε στο σημείο οι δημιουργοί οι ίδιοι να απαιτήσουν για τον εαυτό τους το αποκλειστικό δικαίωμα να κρίνουν ο ένας τον άλλον. Το να είναι κάποιος και κριτικός και δημιουργός δεν απαγορεύεται. Δεν είναι μειονέκτημα, αλλά δεν είναι δυνατόν οι ίδιοι οι δημιουργοί να πουν ότι «εμείς οι ίδιοι, θα κρίνουμε ο ένας το έργο του άλλου και δεν έχει δικαίωμα κάποιος ο οποίος δεν είναι ο ίδιος δημιουργός να είναι και κριτικός». Αυτό το απορρίπτω. Είναι σαν μία ρωσική παροιμία που λέει ότι «ο γάιδαρος είπε καλά λόγια για τον πετεινό, επειδή ο πετεινός είπε καλά λόγια για τον γάιδαρο».
-Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου σας «Της γραφής και της σκηνής. Θεατρικές κριτικές 2013 -2015», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εύμαρος γράφετε ότι «Μόνο η ζωτική ιστορική μνήμη σώζει τις κοινωνίες και τους λαούς». Ως λαός ξεχνάμε;
Νομίζω ότι ξεχνάμε. Είμαστε ένας λαός επιρρεπής στη λήθη. Σε αυτό φταίει και η λειψή παιδεία, που την έχουν περιορίσει χάριν ενός επαγγελματικού προσανατολισμού, ο οποίος και αυτός χρειάζεται, αλλά θέλει τον χώρο του και το μέτρο του. Η μέση εκπαίδευση πρέπει να αποβλέπει σε μία γενική παιδεία πρώτα απ’ όλα, χωρίς να αποκλείουμε τον επαγγελματικό προσανατολισμό, αλλά να μη γίνεται το κύριο μέλημά μας.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα Εποχή, Κυριακή 12 Απριλίου 2020