Ένα σπίτι περίκλειστο σε τρεις τοίχους και το βλέμμα του θεατή. Φυλακή και αλάνα για όλα τα πρόσωπα που είναι αντικείμενα μιας σκηνικής εγκατάστασης. Αυτή η εγκατάσταση έχει ως κέντρο της την Έντα Γκάμπλερ, που απεγνωσμένα κυνηγάει μια ομορφιά που δεν έχει σχήμα. «Έντα Γκάμπλερ», το εμβληματικό έργο του Ερρίκου Ίψεν σε σκηνοθεσία Νίκου Καμτσή, θα παρουσιάζεται μέχρι την 1η Μαρτίου, στο Θέατρο Τόπος Αλλού. Η ηθοποιός Μάνια Παπαδημητρίου υποδύεται με μοναδικό τρόπο την Έντα Γκάμπλερ, έναν από τους πιο σπουδαίους δραματικούς ρόλους της παγκόσμιας δραματουργίας.
Ο Ίψεν μέσω αυτού του έργου, που συγκαταλέγεται στο κίνημα του ρεαλισμού, προσπαθεί να προσεγγίσει τη θέση της γυναίκας στην εποχή του, με την ηρωίδα του να συμβολίζει την οικονομική, ηθική και κοινωνική κατάρρευση της αριστοκρατίας, που ενώ έχει ξεπέσει τηρεί απαξιωτική συμπεριφορά σε καθετί ταξικά κατώτερό της.
Όμως, η καταστροφική και αυτοκαταστροφική ηρωίδα του Ίψεν δεν μπορεί να βολέψει την εγωπάθεια της και δεν βολεύεται στο προτεσταντικό μοντέλο που οι συνθήκες την εξωθούν. Η ανάγκη της για ελευθερία είναι τόσο επιτακτική όσο και η επιθυμία της για εξουσία αλλά και για να διαμορφώσει το πεπρωμένο ενός ανθρώπου.
Το μυστικό κόσμο της Έντα Γκάμπλερ μας αποκαλύπτει η Μάνια Παπαδημητρίου.
Πώς ορίζει η Έντα την ομορφιά;
Νιώθω πως κάθε φορά που η Έντα λέει τη λέξη «ομορφιά», το σώμα της δονείται όπως το δικό μου όταν ακούει τη λέξη «δικαιοσύνη». Εμένα αυτό είναι το βασικό μου ζητούμενο. Για την Έντα είναι η ομορφιά, δηλαδή το τακτ, το στιλ, η ευγένεια. Όταν αυτό δεν υπάρχει, πνίγεται, όπως πνίγομαι κι εγώ όταν βλέπω την απόλυτη αδικία. Κάπως έτσι προσπάθησα να το προσεγγίσω. Δεν ξέρω λοιπόν πώς ορίζει η Έντα την ομορφιά αλλά την αντιστοιχίζω με κάτι που όταν δεν το βρίσκει, στρέφει τη σκέψη της προς το θάνατο. Έναν ωραίο θάνατο που έχει τη δική του ομορφιά.
Τι σηματοδοτεί η εμφάνιση του πρώην εραστή της στη ζωή της;
Νομίζω ότι σηματοδοτεί την τελευταία της ευκαιρία να ζήσει πάλι κάτι δυνατό. Μια ελπίδα όμως που αποδεικνύεται φενάκη, καθώς τίποτα δεν είναι πια ακριβώς όπως ήταν τότε. Και το χειρότερο, η ατμόσφαιρα δεν προμηνύει τίποτα καλό. Έτσι αποφασίζει να δώσει τέλος σε αυτό το πανηγύρι της ζωής, όπως το αποκαλεί η ίδια. Αλλά δοκιμάζει πρώτα με τον Λέβμποργκ. Του δίνει το όπλο να το κάνει πρώτος αυτός. Κατά τη γνώμη μου κάνει έτσι μια πρόβα θανάτου.
Η Έντα αρνείται να συμβιβαστεί με τα πρότυπα της εποχής της. Ποιος ο στόχος του Ίψεν μέσω αυτού του έργου;
Η Έντα αρνείται να συμβιβαστεί με τη θηλυκή της πλευρά όπως την εννοεί ο παραδοσιακός κόσμος. Θέλει να είναι η κυρίαρχος του παιχνιδιού. Θέλει επίσης να παίζει παιχνίδια πνευματικότητας με τους ανθρώπους και δυστυχώς δεν βρίσκει το κατάλληλο περιβάλλον. Μόνο με τον Λέβμποργκ μπορούσαν να το κάνουν αυτό. Όμως κάποτε η σχέση έπρεπε να πάρει την κανονική πορεία προς τη σεξουαλική επαφή. Εκεί συνέβη κάτι, που υπήρξε καθοριστικό και αμετάκλητο. Αυτό είναι ένα μυστικό, το κρυμμένο μυστικό της Έντα, που ο συγγραφέας δεν θέλει να το μάθουμε ποτέ. Όμως χωρίς αυτό το μυστικό δεν υπάρχει ο χαρακτήρας, φαίνεται ακατανόητος. Προσωπικά πιστεύω ότι ο Ίψεν, εκτός όλων των άλλων κοινωνικών ζητημάτων που πραγματεύεται, προσπαθεί να εμβαθύνει στα θέματα της γυναικείας σεξουαλικότητας και το καταφέρνει σε συγκλονιστικό βαθμό. Της γυναίκας της εποχής εκείνης βέβαια, αλλά νομίζω και κάθε εποχής. Νομίζω ότι η Έντα είναι μια γυναίκα που σε αυτόν τον τομέα είναι κάτι που ήθελε βαθειά και δεν τόλμησε ποτέ να το ακολουθήσει. Και αυτό την καταδυναστεύει, ίσως γιατί φοβόταν ότι τίποτα δεν θα ήταν όπως το είχε φανταστεί. Της αρέσει να φαντάζεται τα πράγματα και να τα σκηνοθετεί. Αλλά τη ζωή δεν μπορείς να την σκηνοθετήσεις. Πάντα κάτι θα σου ξεφεύγει και θα πρέπει να μπορείς να συμβιβαστείς με αυτό για να ζήσεις. Νομίζω ότι η Έντα δεν μπορεί, οπότε τελικά ο μόνος ορατός δρόμος είναι ο θάνατος.
Η μετέπειτα αυτοκτονία της Έντα αποτελεί λύτρωση για την ηρωίδα;
Υπό αυτό το πρίσμα, η αυτοκτονία της είναι λύτρωση. Είναι η μόνη πράξη στη ζωή της, που κατάφερε να φτάσει ως το τέλος. Είναι λύτρωση, γιατί είναι μια θεαματική και σημαίνουσα Έξοδος.
Τι σας γοήτευσε περισσότερο στο χαρακτήρα που υποδύεστε;
Με γοητεύει όλο το μυστήριο που την περιβάλλει. Όλα αυτά τα κρυμμένα μυστικά που έχει το έργο και που κάθε βράδυ πρέπει να βρίσκω τρόπο να τα φέρνω στη σκέψη μου και απ’ τη μια να τα φανερώνω κι απ’ την άλλη να τα κρύβω. Να διατηρώ δηλαδή ζωντανή την αίσθηση ότι κάτι ακόμα εννοεί. Κάτι που δεν θα μας το πει ποτέ. Κάτι φλογερό που την ταράζει μέσα της.
Παράλληλα σκηνοθετείτε και τη «Φθινοπωρινή ιστορία» του Αρμπούζωφ στο Θέατρο Κνωσός. Πώς προσεγγίσατε δραματουργικά το έργο; Και ποιο είναι το σημαντικότερο μήνυμά του;
Αυτό το έργο είναι ακριβώς το αντίθετο από την Έντα Γκάμπλερ. Είναι ύμνος στη ζωή και στη συμφιλίωση με το χρόνο και τη φθορά. Ήταν μια πρόταση της Άννας Γεραλή και του Λάμπρου Τσάγκα να το σκηνοθετήσω και το έκανα με μεγάλη χαρά. Δουλέψαμε πολύ όμορφα με άξονα την κινηματογραφική ροή του έργου. Δημιουργήσαμε με την Χριστίνα Οικονόμου, τη σκηνογράφο και εικαστικό, ένα ψηφιακό τοπίο από πραγματικές εικόνες της περιοχής, που διαδραματίζεται το έργο και που λειτουργεί σαν ταινία – σκηνικό. Μέσα εκεί παίζουν οι δύο ηθοποιοί και η εναλλαγή των σκηνών γίνεται σαν εναλλαγή πλάνων. Οι αρχές των σκηνών δηλαδή μοιάζουν να βγαίνουν από ταινία. Σιγά σιγά μπαίνουμε στο θεατρικό ρυθμό, που με την παρουσία της μουσικής του Σταμάτη Κραουνάκη, κρατάει πάντα την ιδέα της κινηματογραφικότητας μέχρι την επόμενη σεκάνς, δηλαδή την επόμενη σκηνή. Έχουμε το μοτίβο της μοναξιάς, της αναμονής, του έρωτα, της ασυνεννοησίας, του αποχωρισμού. Υπέροχα μουσικά μοτίβα που λειτουργούν άλλοτε σαν παροντοποίηση κάποιας μνήμης και άλλοτε σαν προοικονομία του τι θα συμβεί. Η ιδέα της παρουσίας μιας νεαρής μορφής, λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος των δυο αυτών ανθρώπων που, ενώ έχουμε καταλάβει ότι η μοίρα θα τους δέσει από το πρώτο δευτερόλεπτο, αυτοί οι ίδιοι λειτουργούν σαν να μη βλέπουν και να μην καταλαβαίνουν τι τους συμβαίνει. Και αυτό είναι το ωραίο. Οι διαρκείς παρεξηγήσεις και ανταγωνισμοί ανάμεσα τους μέχρι την τελική συμφιλίωση. Πόσο ωραίο είναι να βλέπεις ότι υπάρχει ακόμα περιθώριο για ζωή και περιπέτεια, εκεί που νόμιζες ότι θα βαδίσεις μόνος προς το τέλος. Αυτό για εμένα είναι εξαιρετικά αισιόδοξο και ελπιδοφόρο.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα "Η Εποχή", Κυριακή 23/02/2020