«Η μνήμη γενικότερα είναι η μεγάλη δεξαμενή από την οποία αντλεί κανείς τη θεματογραφία του», υποστηρίζει ο εικαστικός Γιάννης Μιχαηλίδης με αφορμή τη νέα του έκθεση, που θα παρουσιάζεται μέχρι το Σάββατο 12 Ιανουαρίου στην γκαλερί Evripides (Ηρακλείτου 10 & Σκουφά) στο Κολωνάκι. Τα έργα του έχουν να κάνουν με το χρονικό της φθοράς και της αναγέννησης μέσα από μια βαθύτερη διαδικασία ζωγραφικής ενσωμάτωσης της ύλης με το υλικό, που οδηγεί σε απρόσμενα εσωτερικά τοπία.
Γεννημένος το 1940 στη Σκιάθο, ο Γιάννης Μιχαηλίδης από το 1961 μέχρι σήμερα έχει πραγματοποιήσει 40 ατομικές εκθέσεις, με πιο πρόσφατη την έκθεση «ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΕΙΣ» στην Εvripides Art Gallery. Έχει πάρει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, καθώς και σε 6 Πανελλαδικές εκθέσεις στο Ζάππειο Μέγαρο, με πρώτη συμμετοχή το 1963, ενώ το 1985, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για την Αθήνα Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, έλαβε μέρος στις εκθέσεις «Μνήμες-Αναπλάσεις-Αναζητήσεις», καθώς και «Η Ελλάδα και η θάλασσα». Το έργο αναγνωρίστηκε ήδη από νωρίς όταν το 1970 απέσπασε το Α΄ Βραβείο στην έκθεση νέων ζωγράφων, γλυπτών και χαρακτών του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος.
Αφορμή της συζήτησής μας στάθηκαν οι «Προσομοιώσεις», «αχειροποίητα» έργα, που σε κάθε τους στάδιο υπαινίσσονται την πίστη και το θαυμασμό του δημιουργού τους, στην αστείρευτη δύναμη των οξειδώσεων, αλλά και την έντονη επιθυμία του για εμβάθυνση σε νέες μεθόδους και τεχνικές προσομοίωσης της ύλης με το υλικό, που οδηγούν σε μια νέα θέαση τόσο προσωπική και ξεχωριστή, όσο και η «μυσταγωγική» Τέχνη του.
-Ποια ιστορία προσπαθείτε να αφηγηθείτε μέσω της έκθεσης «Προσομοιώσεις», που παρουσιάστηκε στην Evripides Art Gallery;
Γ.Μ.: Δεν είναι ακριβώς κάποια ιστορία. Είναι απλώς μία απορία, που έχω εδώ και πάρα πολύ καιρό και σχετίζεται με το εάν έχουν δικαίωμα τα βιομηχανικά υλικά να αποτελέσουν μέρος της νεκρής φύσης. Όταν αναφερόμαστε στη νεκρή φύση, θέλοντας να περιγράψουμε την γέννηση, την ωρίμανση και τον θάνατο, η πιο συνήθης εικαστική αποτύπωση είναι μία φρουτιέρα με κάποια φρούτα σε ένα τραπέζι. Αυτά τα φρούτα, από τη στιγμή που κόβονται και μπαίνουν στη φρουτιέρα, ήδη, έχουν αρχίσει τον κύκλο της ζωής και οδηγούνται στη σταδιακή φθορά, έτσι όπως, η ίδια η φύση τα έχει καθορίσει. Από την πλευρά μου, ήθελα να απαντήσω στο εξής ερώτημα: «Δικαίωμα στο να χαρακτηριστεί ως νεκρή φύση έχει μόνο αυτή η φρουτιέρα με τα φρούτα, που υποδηλώνει τον κύκλο της ζωής»; Το δικαίωμα αυτό δεν το έχουν και τα βιομηχανικά προϊόντα, παρά μόνο τα φυσικά; Και βέβαια όχι…. Η βασική διαφορά ανάμεσα στα φυσικά και τα βιομηχανικά προϊόντα είναι ότι τα βιομηχανικά έχουν την πολυτέλεια να μετεξελίσσονται και να μεταλλάσσονται. Με άλλα λόγια, οδηγούνται στην πλήρη καταστροφή και μπορούμε να τα λιώσουμε και να τα επαναφέρουμε στη ζωή με μία άλλη μορφή. Πριν από την παρούσα έκθεση, υπήρξε μια σειρά έργων, που οδήγησαν στο σημερινό αποτέλεσμα. Τα έργα που έχουν προϋπάρξει, απεικόνιζαν το ίδιο το υλικό «τσακισμένο» και λίγο περισσότερο «κακοποιημένο» από εμένα, μέχρι να αποτυπώσω τη φθορά του μετάλλου, έτσι όπως προκαλείται από τον ίδιο τον κύκλο της ζωής του, ως μέρος ενός άλλου μηχανισμού, ο οποίος τώρα πλέον σαπίζει και οδηγείται, προς την καταστροφή. Αυτό ήταν το πρώτο κομμάτι…
-Και με αυτόν τον τρόπο, προέκυψαν και τα νέα έργα που παρουσιάζετε.
Γ.Μ.: Τα έργα που παρουσιάζω, τώρα, δεν έχουν την απόλυτη σχέση, όπως τα προηγούμενα, μόνο με το μέταλλο, αλλά και με διαφορετικά υλικά, όπως για παράδειγμα το ύφασμα. Πρόκειται για νέους πειραματισμούς πάνω, όμως, στην ίδια λογική, η οποία πάει ένα βήμα παρακάτω από τις οξειδώσεις των μετάλλων, δίνοντας έμφαση σε νέα υλικά, που αποκτούν νέα ταυτότητα, μέσα από μια σειρά μεταλλάξεις και τεχνητές προσαρμογές.
-Και κάπως έτσι μέσα από τη φθορά, προκύπτει και η αναγέννηση.
Γ.Μ.: Ναι ακριβώς. Εφόσον έχουμε ένα υλικό βιομηχανικό, όπως το μέταλλο πχ. που οδηγείται στο χυτήριο μετατρέπεται σε μια μάζα ενός καινούριου υλικού, μιας λαμαρίνας κλπ, ή το ύφασμα από ένα σκισμένο ρούχο, κομμένο σε λουρίδες, το οποίο μπορούμε να το υφάνουμε κ.ά. Αυτή η διαδικασία οδηγεί σε μία νέα υπόσταση και μια νέα χρήση.
-Ποιες νέες μεθόδους και τεχνικές προσομοίωσης της ύλης με το υλικό καταφέρατε να ανακαλύψετε μέσω της δημιουργίας αυτών των έργων;
Γ.Μ.: Τις ανακαλύπτει κανείς από τα ίδια τα υλικά που χρησιμοποιεί. Υπάρχουν υλικά, τα οποία σε βοηθούν από μόνα τους και σε εκπλήσσουν πολλές φορές με το αποτέλεσμα. Δεν έχουμε να κάνουμε, όπως στην ακαδημαϊκή ζωγραφική, από την αρχή με το σχέδιο, με το χρώμα, με την προοπτική, αλλά με το υλικό. Μέσα από την μετάλλαξη του χαρτιού, έχουμε ένα έργο, το οποίο δεν αντιγράφει κάτι συγκεκριμένο από τη φύση, αλλά υπαινίσσεται ή πολλές φορές δεν υπαινίσσεται τίποτα... Είναι αυτό ακριβώς που βλέπουμε. Άρα, λοιπόν, η «προσομοίωση» προκύπτει από την ανάγκη, όταν ολοκληρώνω μία δουλειά, να αναζητώ κάτι αντίστοιχο, κάτι παρόμοιο στη φύση. Αυτό για εμένα είναι το βασικό στοιχείο της «προσομοίωσης». Βέβαια σε αυτή την ιστορία υπάρχει και ένας άλλος παράγοντας, ο οποίος πρέπει να επισημανθεί και δεν είναι άλλος από την ίδια την διαδικασία, κατά την οποία παράγεται το έργο. Αν ανατρέξει κανείς στον κατάλογο της έκθεσης, μπορεί να παρακολουθήσει τις φάσεις, από τις οποίες περνά το έργο, μέχρι να φτάσει στην τελική του μορφή. Απολαμβάνω κάθε φάση, είτε πρόκειται για ένα καινούριο έργο, με το οποίο θα «συμφιλιωθώ», εφόσον έχει κάποια στοιχεία, που με καλύπτουν και θα προσπαθήσω να το προεκτείνω και να το ολοκληρώσω, είτε το έργο οδηγείται σε τέλμα και καταστρέφεται. Σε αυτή την περίπτωση, το έργο δεν υπήρχε πριν, όπως δεν υπάρχει και την στιγμή, που το χάνουμε. Είναι τόσο μεγάλη η καταπόνηση τόσο του έργου, όσο και του καλλιτέχνη, που στο τέλος φθάνεις στο σημείο να πεις «Δε με ενδιαφέρει, το πετάω».
-Τα χρώματα πώς προσαρμόστηκαν πάνω σε αυτά τα υλικά;
Γ.Μ.: Πρόκειται για μία καθαρά τεχνική διαδικασία. Είναι η «κουζίνα» της ζωγραφικής. Ο καθένας μας έχει βρει έναν δικό του τρόπο. Βέβαια, οι βασικές αρχές υπάρχουν. Ένα χρώμα για να προσαρμοστεί χρειάζεται να ωσμωθεί με ένα άλλο, ούτως ώστε να προκύψει ένα τρίτο χρώμα. Σε συγκεκριμένα έργα, δουλεύω με γρήγορους ρυθμούς για να προλάβω, επειδή ακριβώς τα χρώματα είναι υδατοδιαλυτά και το νερό εξατμίζει τα υλικά τους, ιδιαίτερα τους ζεστούς μήνες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην έχω τον απόλυτο έλεγχο και αφήνομαι εντελώς στο τυχαίο, που και αυτό το υιοθετώ εφόσον έχει κάποια στοιχεία τα οποία με καλύπτουν και με ικανοποιούν.
-Τι σας γοήτευσε περισσότερο με τις οξειδώσεις;
Γ.Μ.: Εκείνο που με γοήτευσε περισσότερο είναι το ότι προέκυψαν μορφές, οι οποίες, δεν απείχαν και πάρα πολύ από την πραγματικότητα, όταν προσπάθησα να τις συναντήσω στη φύση. Αυτό είναι ένα στοιχείο, που ικανοποιεί κάθε δημιουργό, εφόσον φτάνει σε ένα σημείο, που δικαιώνεται από την ίδια τη φύση, για την επιλογή του έργου που επιχείρησε να δημιουργήσει.
-Η μνήμη τι ρόλο έπαιξε στη δημιουργία των έργων που παρουσιάζονται ;
Γ.Μ.: Η μνήμη γενικότερα είναι η μεγάλη δεξαμενή, από την οποία αντλεί κανείς τη θεματογραφία του. Επιπλέον έχει να κάνει με τους ανθρώπους, οι οποίοι με βάση το στοιχείο της μνήμης, στήνουν ένα ολόκληρο οικοδόμημα και προσπαθούν, με αυτόν τον τρόπο, να περάσουν και σε εμάς αυτό που ξέρουμε, αλλά πιθανόν να το αγνοούμε. Όλα αυτά είναι έννοιες, που για την περίπτωση της δημιουργίας παίζουν βασικό ρόλο. Ωστόσο, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι η μνήμη ανεξάρτητα από τον τρόπο της ζωής μας και της καθημερινότητάς μας, είναι ένα στοιχείο που αφορά όλον τον κόσμο, όχι μόνο τους δημιουργούς.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε το Δεκέμβριο του 2018