Διανοούμενος, συγγραφέας και δημοσιογράφος, ο Βασίλης Αλεξάκης ξέρει να γοητεύει το αναγνωστικό κοινό με τα βιβλία του, αλλά κυρίως με τον τρόπο γραφής του. Το πρώτο του βιβλίο κυκλοφόρησε τη δεκαετία του 1970 στη Γαλλία. Βέβαια η αγάπη του για τη γραφή, όπως θα διαπιστώσετε διαβάζοντας παρακάτω, ξεκίνησε πολύ πιο νωρίς και τον ακολουθεί μέχρι και σήμερα, καθώς εργάζεται καθημερινά ανελλιπώς για δέκα ώρες. Το τελευταίο του βιβλίο, «Το κλαρινέτο», που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, αποτελεί έναν αποχαιρετισμό τόσο για τον εκδότη του, που έφυγε από τη ζωή όσο και για το Παρίσι. Οι αποχαιρετισμοί, ωστόσο, εκτός από ένα τέλος σηματοδοτούν και μία νέα αρχή, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας. Πρόσφατα, ο Βασίλης Αλεξάκης, αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ξεκινήσαμε να συζητάμε για το νέο κύκλο σεμιναρίων δημιουργικής γραφής, που θα διδάξει για πέμπτη συνεχόμενη χρονιά στον Πολυχώρο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων (Κύπρου 91, Κυψέλη) από την Πέμπτη 30 Μαρτίου έως τις 6 Απριλίου, την ανάγκη του να γράφει βιβλία, το τελευταίο του βιβλίο «Το κλαρινέτο», αλλά και για το επόμενο, που θα κυκλοφορήσει σύντομα, ενώ παράλληλα μας αποκάλυψε και ποιο θα είναι το θέμα του. Όσον αφορά το θέμα της μνήμης όπως μας ανέφερε ο συγγραφέας «Είναι πολύ δύσκολο το θέμα της μνήμης, αλλά και πολύ γοητευτικό».
Ο συγγραφέας Βασίλης Αλεξάκης συζητά με τη Ράνια Παπαδοπούλου για το γοητευτικό ταξίδι της γραφής, που νικά τη λήθη της καθημερινότητας.
-Θα ήθελα να ξεκινήσουμε τη συζήτησή μας λέγοντας μερικές πληροφορίες για το σεμινάριο δημιουργικής γραφής που θα ξεκινήσετε σε λίγες ημέρες στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων.
Β.Α.: Είναι στις 30 Μαρτίου με 6 Απριλίου, μία εβδομάδα. Είναι τρεις ώρες κάθε βράδυ 8-11μμ. Το έχω ξανακάνει άλλες τέσσερις φορές. Κοιτάξτε να δείτε. Είναι μία δουλειά που την έχω κάνει και στη Γαλλία στο ραδιόφωνο, που την κάνουν ζωντανά εκεί, σε ζωντανή μετάδοση και ήταν πάρα πολύ αυστηρά διότι έπρεπε σε δέκα λεπτά, που ήμαστε στον αέρα, να διαβάσεις το κείμενο που έχεις γράψει. Και δε σου δίνουν ένα θέμα. Ούτε εγώ δίνω απλώς ένα θέμα. Δηλαδή δίνω πάρα πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Δίνω μία σελίδα του τηλεφωνικού καταλόγου της Σαντορίνης, που είναι ίδια σε όλους, και πρέπει με τα ονόματα, τις διαφημίσεις και ό,τι έχει αυτή η σελίδα – διαφήμιση ενοικιαζόμενων δωματίων, παραγωγή ντομάτας κτλ.- να φτιάξει μία ιστορία σε δέκα λεπτά. Και μετά τα μαζεύω τα χαρτιά. Αν έδινα τρεις ώρες, σε τρεις ώρες δε θα είχαν γράψει τίποτα. Στα δέκα λεπτά στριμώχνω τόσο πολύ που παράγει το μυαλό πράγματα χωρίς πολύ σκέψη. Ή δίνεις δέκα αντικείμενα. Το έχω κάνει και αυτό. Ζητάω από τα παιδιά – είναι και μεγάλοι άνθρωποι- να μαζέψουν δέκα διαφορετικά αντικείμενα από ένα κάδο σκουπιδιών, τα βάζουν στο τραπέζι στη σειρά και λέμε να γραφτεί μία ιστορία με τη σειρά που είναι βαλμένα και να αναφέρουν όλα τα αντικείμενα. Μπορεί να είναι και κάτι εξωφρενικό, ένα κοτοπόδαρο, τι να σας πω, καταλαβαίνετε τι έχουν μέσα οι κάδοι
-Τι σας έχει κάνει περισσότερο εντύπωση από τους μαθητές σας σε αυτά τα σεμινάρια;
Β.Α.: Μου κάνει εντύπωση το ότι αντιμετωπίζουν … σε αυτό τους βοηθάω εγώ, δε γίνεται κανείς συγγραφέας κάνοντας σεμινάρια. Αυτό πρέπει να το έχει ανάγκη, να κάθεται όλη την ημέρα να δουλεύει κτλ., αλλά αυτό που μπορώ να κάνω εγώ είναι να αποδραματοποιήσω τη γραφή. Δηλαδή ξέρετε, επειδή ο καθένας θέλει να γράψει, αλλά το μυαλό του πάει στο Ντοστογιέφσκι, στο Μπαλζάκ... Δε το ζητάω εγώ, να μου γράψουν ξανά το «Έγκλημα και τιμωρία». Δε χρειάζεται. Είναι ήδη γραμμένο . Αλλά, να χαλαρώσει η σχέση τους με τη γραφή, να τη δουν λίγο σαν παιχνίδι και να βάλουν σε λειτουργία τη φαντασία τους. Το σχολείο και όλη η ζωή σου απαγορεύουν να χρησιμοποιείς τη φαντασία σου. Έχουν ξεμάθει και ξαφνικά όλοι ανακαλύπτουν ότι έχουν αρκετή φαντασία ώστε να γράψουν ένα κείμενο μέσα σε δέκα λεπτά. Καταλάβατε; Και αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι ότι τελικά αυτό παίρνει μία διάσταση μάλλον κωνική. Αυτά που διηγούνται και αυτά που βγαίνουν από τον κάδο των σκουπιδιών ή από ό,τι τους πω είναι μάλλον αστεία και διασκεδάζουμε. Αυτό γίνεται επί τρεις ώρες. Είναι λίγο βαρύ. Δηλαδή, δέκα λεπτά, μαζεύουμε τα πράγματα, δέκα λεπτά γράφουν, μετά διαβάζουν όλοι, μετά κάνουμε σχόλιο, αμέσως μετά αρχίζουμε άλλο και μετά άλλο επί τρεις ώρες. Οι τρεις ώρες είναι λίγο…, αλλά αυτή η δοκιμασία είναι που τους επιτρέπει να γράψουν.
-Και προκύπτει κι ένα διαφορετικό βίωμα, γιατί η δημιουργική γραφή θα διδάξει στους μαθητές ή στους επίδοξους συγγραφείς κάποιες τεχνικές για τα είδη της αφήγησης , αλλά θα τους απελευθερώσει ούτως ώστε να εκφράσουν αυτό το βίωμα, που προκύπτει μέσα από αυτά τα δέκα λεπτά παρατήρησης με τα αντικείμενα που προσφέρετε κάθε φορά για την αφηγηματική τους ροή.
Β.Α.: Ναι ναι, οπότε αυτό γίνεται σε μία ατμόσφαιρα πολύ ευχάριστη στο ΚΕΤ, εκεί στην οδό Κύπρου. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι ότι συμμετέχω κι εγώ. Δεν είμαι απ’έξω να περιμένω να τελειώσουν. Παίζω κι εγώ το παιχνίδι. Γράφω κι εγώ, γιατί και για εμένα είναι καινούρια, δηλαδή τα πράγματα που θα μου φέρουν από τα σκουπίδια ή οι δέκα λέξεις που θα διαλέξουμε στην τύχη μέσα από ένα λεξικό, δεν τις ξέρω κι εγώ. Εννοώ δεν είμαι περισσότερο προετοιμασμένος από εκείνους και το διασκεδάζω κι εγώ και ξέρετε, μεταξύ αυτών που πήραν μέρος στα σεμινάρια έχουν δημιουργηθεί φιλίες. Τώρα λέμε να εκδώσουμε από το πρώτο σεμινάριο τα κείμενα που είχαν γραφτεί και ήταν πολύ καλά και διασκεδαστικά. Υπάρχει εκδότης που ενδιαφέρεται κτλ., δηλαδή έχουν και μία συνέχεια αυτά τα σεμινάρια μέσα στο χρόνο. Μου τηλεφωνούν, τους βλέπω πότε πότε… Πώς να στο πω; Δε γίνεσαι φίλος και με όλο τον κόσμο. Κάθε φορά ο αριθμός περιορίζεται το πολύ στα 17 άτομα και όχι παραπάνω γιατί δεν προλαβαίνουμε. Δε γίνεται να είναι 50 άτομα και να διαβάζουν. Θα φάμε όλη την ώρα έτσι. Ενώ, με τόσα άτομα (σ.σ. 17) μπορούμε να κρατήσουμε το ρυθμό, δηλαδή ένα κείμενο ανά ώρα.
-Και το ΚΕΤ είναι ένας όμορφος, μικρός χώρος, που προσφέρει παραπάνω συναισθήματα στους συγγραφείς- τους μαθητές ούτως ώστε να μπορέσουν να εμπνευστούν και να γράψουν.
Β.Α.: Ναι. Κάτι έχει. Μια καλή ατμόσφαιρα. Δεν ξέρω. Κάτι έχει, ναι.
-Αναφέρατε πριν από λίγο ότι δεν περιμένετε να δείτε ένα Ντοστογιέφσκι μέσα από τη γραφή κάποιου μαθητή. Πόσο δύσκολο είναι για ένα συγγραφέα, για έναν άνθρωπο που θέλει να γράψει, να μπορέσει να αποκτήσει το δικό του προσωπικό ύφος, όταν έχει επηρεαστεί από τα διαβάσματά του;
Β.Α.: Όλοι επηρεαζόμαστε από τα διαβάσματά μας και αυτό είναι πολύ καλό. Εγώ δεν το βλέπω σαν εμπόδιο. Απλώς θέλει πολύ δουλειά. Μόνο γράφοντας μπορείς να διαπιστώσεις πρώτον αν μπορείς, αν το θέλεις τόσο πολύ και να βρεις το ύφος σου, Αυτό δε θα γίνει από τη μία μέρα στην άλλη. Πρέπει να γράφεις όμως τακτικά, όσο πιο τακτικά μπορείς. Να αφιερώνεις χρόνο. Εννοώ, είναι δύσκολη δουλειά το γράψιμο. Δε γίνεσαι χημικός από τη μια μέρα στην άλλη ή αστροναύτης. Θέλει χρόνια. Έτσι είναι το γράψιμο. Θέλει επιμονή, θέλει χρόνια. Κανείς δε μπορεί να σου πει ότι είσαι ικανή ή όχι να γράψεις ένα μυθιστόρημα. Αυτό ποιος θα το πει; Μη λέμε αστεία πράγματα. Αυτό είναι αδύνατο. Είναι μια προσωπική περιπέτεια. Ξέρω εγώ αν εσύ μπορείς να ανέβεις στα Ιμαλάια; Δεν ξέρω. Πήγαινε και βλέπεις. Όσο ανέβεις, ανέβηκες.
-Είναι η προσπάθεια, η εμπειρία…
Β.Α.: Ναι ναι, γράφοντας έρχεται η όρεξη. Βέβαια είναι η δουλειά. Εγώ δουλεύω τουλάχιστον δέκα ώρες την ημέρα και κάνω δυο χρόνια για να κάνω ένα βιβλίο. Επί δέκα ώρες την ημέρα αντιλαμβάνεσαι τι δουλειά είναι;
-Εσάς, ποια εσωτερική ανάγκη σας ώθησε να ξεκινήσετε να γράφετε βιβλία;
Β.Α.: Δεν υπάρχει απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Εμένα, αυτό μου άρεσε απλώς. Δεν ξέρω γιατί, δε μπορώ να κάνω ψυχανάλυση στον εαυτό μου. Από μικρός πάντως διάβαζα πολύ, μου άρεσαν τα βιβλία πάρα πολύ. Εντάξει τότε δεν υπήρχαν και άλλοι τρόποι να διαβάσεις το βιβλίο κι έτσι σκεφτόμουν από παιδί 12 χρονών ότι εγώ αυτό ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Να κάνω βιβλία, αλλά δεν ήξερα αν μπορούσα. Μεγάλωσα, έγινα δημοσιογράφος, πέρασα σε μια σχολή δημοσιογραφίας στη Λιλ στη Γαλλία. Άρχισα να δημοσιογραφώ, αλλά το μυαλό μου ήταν πάντα στο βιβλίο και τα πρώτα χρόνια, εκεί γύρω στα 20-25 έγραψα ένα βιβλίο. Δεν ήξερα αν ήταν καλό, αν ήταν δημοσιεύσιμο, αλλά έτσι άρχισε η ιστορία. Σιγά σιγά, αλλά και με επιμονή, διότι αυτό ήθελα. Τώρα θα μου πεις ψυχικά γιατί έχω ανάγκη αυτό το πράγμα, δηλαδή να κατασκευάζω ιστορίες, δεν είναι εύκολο να απαντηθεί αυτό το πράγμα, γιατί δεν ξέρω γιατί μου είναι απαραίτητο αυτό στη ζωή μου. Διότι υπάρχει ανάγκη. Δεν είναι ένα παιχνίδι. Δεν το κάνω για να μιλήσουν για εμένα οι εφημερίδες ή για να γίνω αρεστός. Δε γράφω πράγματα για να αρέσω. Όχι. Εγώ γράφω αυτό που αρέσει σε εμένα. Δε λαμβάνω καθόλου υπόψην μου τον αναγνώστη. Φυσικά. Και ποιον αναγνώστη; Αλλά, υπάρχει μία ανάγκη. Αυτό είναι βέβαιο.
-Πριν από λίγο καιρό κυκλοφόρησε στα ελληνικά «Το κλαρινέτο», που είχε κυκλοφορήσει το 2015 στη Γαλλία. «Το κλαρινέτο», αποτελεί έναν αποχαιρετισμό τόσο για τον εκδότη σας όσο και για το Παρίσι. Πόσο δύσκολοι είναι οι αποχαιρετισμοί;
Β.Α.: Μοιάζει με αποχαιρετισμό και μάλιστα όταν το έγραφα συνειδητοποιούσα σιγά σιγά ότι μοιάζει σαν να είναι το τελευταίο μου βιβλίο και ξαφνιάστηκα λίγο. Με τρόμαξε αυτό. Βεβαίως, μιλάω για τον καρκίνο του εκδότη μου, για το τέλος του. Ήμαστε φίλοι σαράντα χρόνια. Σαράντα χρόνια, ο ίδιος άνθρωπος εξέδωσε όλα τα βιβλία μου. Δηλαδή, εγώ έχανα έναν αδερφικό φίλο και το κυριότερο ένα στήριγμα που είχα στη Γαλλία. Με κλόνισε αυτό φυσικά πάρα πολύ. Ταυτόχρονα επειδή πιστεύω ότι το μυθιστόρημα πρέπει να έχει δύο θέματα, βλέπω και την κατάσταση στην Ελλάδα, ερχόμουν κι εδώ κάθε τόσο, έβλεπα ότι καταρρέει το σύμπαν, δηλαδή ξαφνικά για έμενα όλος ο κόσμος, όλες μου οι δύο βάσεις, αυτές οι δύο πόλεις στις οποίες έζησα και ήταν οι πόλεις μου, έβλεπα αυτές τις βάσεις να καταρρέουν. Μοιραίο το έχει αυτό το βιβλίο. Είναι πολύ οδυνηροί οι αποχαιρετισμοί, αλλά μπορεί να οδηγήσουν και σε μια ανανέωση στο να αναρωτηθείς, να κάνεις έναν απολογισμό, να δεις τι εγκρίνεις, τι δεν εγκρίνεις, ενδεχομένως τι θα ήθελες να αλλάξεις. Άρα, οι αποχαιρετισμοί δεν είναι μοιραία αρνητικοί. Γυρίζουμε μία σελίδα. Δεν κλείνουμε το βιβλίο αναγκαστικά. Έτσι δεν είναι;
-Είναι μία νέα αρχή.
ΒΑ.: Ναι. Έχω προχωρήσει ήδη το επόμενο βιβλίο.
-Εγκατασταθήκατε στο Παρίσι σε μία δύσκολη περίοδο για την Ελλάδα. Εννοώ τη δικτατορία των συνταγματαρχών και επιστρέψατε σχετικά πρόσφατα σε μία ακόμη πιο δύσκολη περίοδο. Αισθάνεστε απογοητευμένος από την πολιτική και την κοινωνική συγκυρία;
Β.Α.: Κοιτάξτε να δείτε, για την πολιτική δεν πολυμιλάω γιατί δεν είναι ο τομέας μου, δεν είναι κάτι που παρακολουθώ αρκετά. Δεν είναι το είδος μου να έχω γνώμη για όλα τα πράγματα σαν τους ταξιτζήδες ή σαν κάτι μαμάδες που τα ξέρουν όλα. Εγώ για να έχω μία άποψη, θα ήθελα να μελετήσω λίγο τα ζητήματα. Φυσικά δεν προλαβαίνω. Βέβαια, είμαι πάρα πολύ στενοχωρημένος από την κατάσταση. Έχω φίλους με τεράστια οικονομικά προβλήματα, με χρέη. Είναι πνιγηρή η ατμόσφαιρα στην Αθήνα. Εύχομαι αυτή η κυβέρνηση να καταφέρει κάτι, έστω και λίγο. Δε ζητάμε θαύματα. Η Ελλάδα δε θα αλλάξει από τη μια μέρα στην άλλη. Θα χρειαστούν δεκαετίες, γιατί έχουμε μείνει πάρα πολύ πίσω σε πολλούς τομείς. Δεν υπάρχει κράτος. Είναι ένα μετριότατο κράτος σχεδόν ανύπαρκτο. Υπάρχουν οικογένειες και τα συμφέροντα των οικογενειών. Αυτό είναι χονδρικά η Ελλάδα, συμφέροντα οικογενειών, πολιτικά, μη πολιτικά, οικονομικά. Αυτό είναι που οδήγησε στο πελατειακό κράτος, στην υπερπληθώρα υπαλλήλων, στην ανικανότητα των ανθρώπων που προσλαμβάνονται κτλ. Αυτό πώς θα αλλάξει από τη μια μέρα στην άλλη; Πώς θα αλλάξει; Θα χρειαστεί καιρός. Εύχομαι κάθε κυβέρνηση του τόπου κάτι να κάνει όμως, όχι πια και τίποτε. Και κάποτε πρέπει να γίνει και μία αυτοκριτική των πολιτικών. Εδώ πέρα, όλοι θέλουν να κυβερνήσουν, αλλά αυτοκριτική δεν κάνει κανείς. Τα τραγικά λάθη που έκανε ο Παπανδρέου το 1981, δε σχολιάζω…Στο ΠΑΣΟΚ, δεν έχουν κάνει μία σοβαρή αυτοκριτική, να πουν ότι ήταν τραγικό το λάθος αυτού του συνεχούς δανεισμού απ’έξω και του εύκολου χρήματος κτλ, που ξεκίνησε τότε. Έχουμε ημερομηνία έναρξης του ελληνικού δράματος. Είναι αυτή η εποχή. Η αρχή της δεκαετίας του 1980. Εντάξει, έκανε και πέντε καλά ο Παπανδρέου το ξέρω. Έκανε τον πολιτικό γάμο κά.. Έκανε κάποια βηματάκια σημαντικά, αλλά δεν αλλάζει έτσι η ελληνική κοινωνία. Θα χρειαστεί πάρα πολύς καιρός. Εγώ, εν πάσει περιπτώσει αρνούμαι να είμαι απαισιόδοξος, διότι δε βοηθά σε τίποτε και κανέναν η απαισιοδοξία, οπότε προσπαθώ να διατηρώ το ηθικό μου όσο μπορώ καλύτερα και κυρίως προσπαθώ να κάνω καλά τη δουλειά μου. Τη δουλειά μου οφείλω και στους άλλους και στον εαυτό μου να την κάνω καλά. Ας κάνει καλά ο καθένας τη δουλειά του σε αυτή τη χώρα! Ένα απ’ τα δράματα είναι ότι δεν την κάνουν. Την κάνουν με κακή διάθεση, ζαβά…Τέλος πάντων, μη λέμε κοινοτοπίες.
-Ή πολλές φορές μπορεί να μην έχει τη γνώση κάποιων πραγμάτων και επικρατεί από που λέμε ότι στην «Ελλάδα είσαι αυτό που δηλώνεις».
Β.Α.: Ναι, που έλεγε ο Τσαρούχης ο περίφημος,
-Εσείς, έχετε νιώσει ποτέ ξένος είτε στην Ελλάδα είτε στο Παρίσι;
Β.Α.: Μα παντού είμαστε ξένοι. Και στη γειτονιά που μεγάλωσες τι είσαι; Λες καλημέρα στο μπακάλη ή στην κυρία τάδε; Όχι, η φύση μας είναι τέτοια. Είμαστε μόνοι. Είναι τεράστια η μοναξιά των ανθρώπων. Εντάξει, δεν το αντιλαμβάνεσαι πολύ στο χωριό που γεννήθηκες αν δε φύγεις ποτέ από εκεί, αλλά είμαστε περισσότεροι ξένοι στο εξωτερικό από ό,τι είμαστε στην ίδια μας τη χώρα; Δεν είμαι βέβαιος. Ξέρω άπειρους Έλληνες που αισθάνονται ξένοι μέσα στην Ελλάδα, ιδίως σε αυτό που είναι σήμερα η Ελλάδα και μπορεί να αισθάνονται πολύ καλύτερα στην Ιταλία, τη Γαλλία. Είναι κοινωνίες πιο εξελιγμένες, πιο σύμφωνες με τον τρόπο που σκέφτονται όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Να σας δώσω ένα παράδειγμα. Εγώ ας πούμε, αισθάνομαι τελείως ξένος σε σχέση με την εξουσία που ασκεί η Εκκλησία στην Ελλάδα. Αισθάνομαι πολύ καλύτερα στη Γαλλία από αυτή την άποψη, όπου η Εκκλησία δεν ανακατεύεται πουθενά και ασχολείται με τα δικά της. Εδώ με ενοχλεί πάρα πολύ αυτό, ότι είναι χωμένη η Εκκλησία μέσα στο Υπουργείο Παιδείας. Αυτά μόνο στις αραβικές χώρες συμβαίνουν. Από πού και ως πού; Τι δουλειά έχει; Να ένα στοιχείο, όπου είμαι λιγότερο ξένος στη Γαλλία από ό,τι είμαι εδώ. Αλλά ποια ελληνική κυβέρνηση θα έχει το θάρρος να το αντιμετωπίσει και να προχωρήσει στο διαχωρισμό Εκκλησίας κράτους. Δεν ξέρω τι να πω. Ξένος, μη ξένος και από την άλλη βλέπω μετανάστες που μια χαρά προσαρμόζονται, είναι και δουλευταράδες, δηλαδή αυτοί θα βοηθήσουν την ελληνική οικονομία. Εγώ έτσι πιστεύω, όπως βοήθησαν οι Έλληνες μετανάστες τη γερμανική, τη γαλλική, τη βελγική οικονομία με τη δουλειά τους. Δεν θα είχαν αναπτυχθεί τόσο αυτές οι χώρες, χωρίς τους μετανάστες. Αλλά, είναι και μία τύχη το μεταναστευτικό ρεύμα. Φτάνει βέβαια να το οδηγήσουν αυτό, κάπως να εκπαιδευτούν οι άνθρωποι…
-Αλλά και να μπορούν να ζουν σε κατάλληλες συνθήκες, ούτε να υποφέρουν, ούτε να είναι έγκλειστοι…
Β.Α.: Ναι φυσικά, όχι και να τους βάλουν φυλακή. Αν είναι δυνατόν.
-Και να έχουν τα απαραίτητα, που χρειάζονται για να ζήσουν, όπως τροφή, πρόσβαση στην υγεία…
Β.Α.: Ναι αυτό. Πιο σημαντική είναι η υγεία, γιατί τροφή υπάρχει. Εγώ ξέρω ότι περισσεύουν φαγητά και τα πετάνε. Οι κυρίες της γειτονιάς μαγειρεύουν. Όλος ο κόσμος μαγειρεύει, Οι εκκλησίες μοιράζουν μερίδες, ο δήμος κτλ. Δεν είναι θέμα τροφής. Είναι θέμα φαρμάκων. Αυτό ισχύει και για τους Έλληνες φυσικά. Είναι γνωστή η έλλειψη φαρμάκων και των πολύ ακριβών φαρμάκων.
-Αλλά και τα προβλήματα που υπάρχουν στο δημόσιο σύστημα υγείας με την έλλειψη πχ. από γάζες, που μπορεί να έχουν ορισμένα νοσοκομεία, ακόμα και από hansaplast.
B.A.: Ναι.
-Θα ήθελα να μιλήσουμε λίγο για τη μνήμη. Η μνήμη μας προδίδει;
Β.Α.: Είναι μία μεγάλη κουβέντα. Ναι από μία άποψη. Βέβαια. Οι νευρολόγοι λένε ότι από τα 30 και πάνω, όλοι χρειαζόμαστε μία ατζέντα για να σημειώνουμε τα ραντεβού. Όλοι θα τα ξεχνάγαμε. Δεν είναι δυνατόν. Η φθορά της μνήμης αρχίζει πολύ νωρίς. Όταν λέμε φθορά τώρα είναι ακριβώς αυτό; Δεν ξέρω. Πάντως είναι πολύ δύσκολο το ερώτημα της μνήμης. Δεν έχει μελετηθεί αρκετά. Γιατί ξεχνάμε, γιατί ξεχνάμε την τάδε λέξη. Εγώ είχα αυτό το πρόβλημα στο «κλαρινέτο», αφού και ο τίτλος παραπέμπει στη μνήμη και στο γεγονός ότι είχα ξεχάσει τη λέξη «κλαρινέτο» και απορώ πώς το διαπίστωσα. Εγώ, που δεν είμαι μουσικός και δεν έχω καμία σχέση με τη μουσική, ούτε καν ακούω μουσική, πώς διαπιστώνω ξαφνικά ότι δε θυμάμαι τη λέξη «κλαρινέτο». Μυστήριο αυτό. Αυτό όμως δημιουργεί ένα άγχος πελώριο διότι ένας μετανάστης ζει με τη μνήμη του. Έχει ανάγκη τη μνήμη του, πολύ περισσότερο από κάποιον που δεν έφυγε ποτέ από το χωριό του. Αυτός που μένει στο χωριό δεν τη χρειάζεται. Η μνήμη του είναι παρούσα. Είναι οι ίδιοι οι δρόμοι. Εγώ που ζω έξω, την Ελλάδα την κουβαλάω στη μνήμη μου. Αν χάσω τη μνήμη μου, χάνω και την επαφή με τη χώρα μου και τον εαυτό μου. Δηλαδή, είναι μία απειλή αυτό. Τώρα από την άλλη μεριά, πώς γίνεται να θυμηθούμε κάτι που είχαμε ξεχάσει, όταν δεν το ψάχνεις και ξαφνικά ενώ ασχολείσαι με κάτι άλλο και λες «Βρε παιδί μου κλαρινέτο λέγεται αυτό το όργανο, αν είναι δυνατόν να το’χω ξεχάσει! Πώς γίνεται αυτό το πράγμα;». Άρα υπάρχει μία λειτουργία της μνήμης, κάπως ανεξάρτητη, που σου στέλνει πίσω, σου απαντάει με καθυστέρηση και σου λέει «αυτό είναι» και η μνήμη δεν είναι ένα μπαουλάκι που είναι συσσωρευμένες οι αναμνήσεις, όπως φαντάζονται οι άνθρωποι γενικά. Οι αναμνήσεις είναι σκόρπιες. Άλλο σημείο του εγκεφάλου συγκρατεί τις μυρωδιές, άλλο τα χρώματα κλπ. Δηλαδή, για να θυμηθείς κάτι πρέπει να δουλέψει όλος ο εγκέφαλος. Υπάρχει ένα σημείο του εγκεφάλου που συγκρατεί τη γειτονιά, που θυμάται τη γειτονιά στην οποία μεγαλώσαμε. Είναι ένα σημείο. Αν το χάσεις αυτό το σημείο, το έχεις χάσει τελείως για τη γειτονιά και μπορεί κατά τ’ άλλα να θυμάσαι όλα τα ονόματα των συμμαθητών σου του δημοτικού σχολείου.
-Υπάρχει όμως και η επιλεκτική μνήμη που δεν εναπόκειται σε ιατρικούς ή βιολογικούς σκοπούς, αλλά σε πράγματα που επιλέγουμε να ξεχάσουμε.
Β.Α.: Δεν ξέρω αν αυτό είναι τόσο εύκολο και δεν ξέρω αν πρέπει. Είναι μεγάλο θέμα. Πρέπει να ξεχνάμε; Και τι να διαγράψουμε από τη μνήμη μας; Βεβαίως θα ήταν πολύ καλό. Πες ότι χωρίζεις με μία γυναίκα, που θες πάρα πολύ και να γυρίσεις ένα κουμπάκι και να πεις «Αυτή την ξεχνάμε τώρα και πάμε παρακάτω». Εντάξει, πολύ βολικό θα ήταν. Αλλά και στην αρχαία Ελλάδα είχαν ένα βωμό της λήθης Αποφάσιζαν δηλαδή, να μην ξαναμιλήσουν για ένα θέμα. Το ορκίζονταν. Αλλά, αυτό δε σημαίνει κιόλας ότι το ξεχνάς, αλλά θεωρούσαν ότι κάποια πράγματα είναι καλό να τα ξεχνάμε. Εγώ δεν είμαι τόσο βέβαιος. Δεν ξέρω τι να πω για αυτό το θέμα, αλλά πάντως είναι σπουδαίο θέμα, το οποίο , όμως, τώρα το μελετούν. Δεν είναι πάρα πολλά χρόνια που γίνεται κανονική μελέτη του εγκεφάλου του ανθρώπου και των παιδιών και των μεγάλων κτλ. και μέχρι πού μπορεί να φτάσει η λήθη, δηλαδή ότι μπορείς να ξεχάσεις ακόμα και το πρόσωπό σου, να μην αναγνωρίσεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη του μπάνιου, αλήθεια είναι, βέβαια είναι αλήθεια. Και να νομίζεις ότι είναι κάποιος άλλος., ότι κάποιος έχει μπει, ότι είναι παράθυρο από εκεί και λες αυτό. Είναι πολύ δύσκολο το θέμα της μνήμης, αλλά και πολύ γοητευτικό.
-Μου αναφέρατε πριν ότι γράφετε το επόμενο βιβλίο σας. Θα μπορούσατε να μας αποκαλύψετε το θέμα του;
Β.Α.: Εγώ το 2015 ήμουν πολύ άρρωστος, πέρασα από δύο καρκίνους, τέλος πάντων, έγινα καλά ευτυχώς, αλλά ταλαιπωρήθηκα πάρα πολύ και λιγάκι θέλω να διηγηθώ ορισμένα περιστατικά, ορισμένους εφιάλτες που είχα εκείνη την εποχή, να τους διηγηθώ όπως λέγαμε πριν, ίσως για να μπορέσω να τους ξεχάσω, διότι από τη στιγμή που έχεις γράψει κάτι, είναι αλήθεια ότι βοηθάει πάρα πολύ αυτό, λιγάκι ξεφορτώνεσαι. Αλήθεια είναι αυτό, αλλά είναι σαν παιχνίδι. Ο αφηγητής του βιβλίου εμφανίζεται ως τεχνικός σύμβουλος για αυτόχειρες, που θα τους πει και απευθύνεται σε κάποιον και το βιβλίο αρχίζει έτσι: «Θέλεις να πεθάνεις. Σε καταλαβαίνω. Η ζωή σου βρίσκεις ότι δεν έχει νόημα. Έχεις δίκιο…» κτλ. Διηγείται όμως την ιστορία αυτού του ανθρώπου και υποτίθεται ότι θα ψάξει να του βρει τα κατάλληλα δηλητήρια το ένα, το άλλο, αλλά κάθε φορά, υπάρχει ένα εμπόδιο, ένα μείον, μία άρνηση. Θα του πει εντάξει το κώνιο του Σωκράτη. Έχει όμως το κακό ότι δημιουργεί δύσπνοια και τους πνίγει, που είναι φοβερός θάνατος. Και θα του πει άσε το κώνιο, να πιάσουμε αυτό, να πιάσουμε εκείνο…Δέντρο για να κρεμαστείς δε βλέπω εδώ στο κέντρο. Κι όμως δε μπορεί να κρεμαστεί κανείς από μια νεραντζιά. Δηλαδή, στην ουσία θα τον επαναφέρει σιγά σιγά στη ζωή και θα του πει «Άστο τώρα μωρέ, αφού δε βρίσκουμε και τρόπο να τελειώνεις. Άστο. Συνέχισε...» κτλ. Δηλαδή, θέλω να τελειώνει με ένα αισιόδοξο τρόπο. Θέλω να είναι ένα πολύ αισιόδοξο βιβλίο σε αντίθεση με αυτό που διάβασες.
-Και νομίζει ότι είναι ο καλύτερος τρόπος, για ένα βιβλίο, να παρακινεί τους αναγνώστες, να μεταφέρει το βίωμα του συγγραφέα και να τους καλεί να ζήσουν και ειδικά σε μία δύσκολη περίοδο, όπως αυτή που βιώνουμε, όπου μπορεί να βλέπουμε τα πράγματα γύρω μας ότι είναι μαύρα με τους φόρους, με την κρίση, με το ο,τιδήποτε, χωρίς όμως να σκεφτούμε ότι με το να στεναχωριέσαι δε θα βγάλεις κάτι. Το θέμα είναι ότι θα χαθεί η υγεία σου και μετά δε θα καταφέρεις τίποτε.
Β.Α.: Χειρότερα. Τα κάνεις χειρότερα. Σε αυτό συμφωνώ.
-Οπότε τώρα γράφετε αυτό το βιβλίο για να εκδοθεί στο επόμενο χρονικό διάστημα.
Β.Α.: Κοίταξε, πιστεύω στο τέλος αυτού του χρόνου να έχω τελειώσει.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε το Μάρτιο του 2017.