«Μόνο ο αέρας ακουγόταν» τιτλοφορείται το τελευταίο βιβλίο της Ευγενίας Μπογιάνου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Πρόκειται για μία συλλογή διηγημάτων που περιστρέφονται γύρω από το θάνατο, το πέρασμα του χρόνου, την αγωνία μπροστά στο μυστήριο της ύπαρξης, τη μνήμη και κυρίως την απώλεια. Ζωές, που αν και δε συνδέονται μεταξύ τους είναι παράλληλες στο πέρασμα του χρόνου. Ο τρόπος γραφής της συγγραφέως είναι απλός και κατανοητό. Δε χρειάζεται κάτι παραπάνω για να μιλήσει για όλα τα παραπάνω θέματα, που είναι λίγο πολύ σε όλους γνωστά. Και αυτό είναι κάτι γοητευτικό για ένα αναγνώστη. Το να μπορεί να βρίσκει κάτι από εκείνον μέσα σε κάποια ιστορία που θα διαβάσει. Άλλωστε, όπως μας ανέφερε και η ίδια «Η λογοτεχνία πρέπει να συνδιαλέγεται με την εποχή της».
Το «Μόνο ο αέρας» δεν είναι η πρώτη συλλογή διηγημάτων της Ευγενίας Μπογιάνου, καθώς έχουν προηγηθεί άλλες δύο: το «Μυστικό» (Εκδόσεις Ροές, 2004) και η «Κλειστή πόρτα» (Εκδόσεις Πόλις,2012), ενώ το 2014 από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα «Ακόμα φεύγει». Εκτός από τη συγγραφή των βιβλίων της, ασχολείται και με την κριτική βιβλίων στην εφημερίδα Αυγή. Η νέα συλλογή διηγημάτων της στάθηκε η αφορμή, για να ξεκινήσει μία συζήτηση γύρω από το θάνατο, την απώλεια, τη ζωή, αλλά και το χώρο του βιβλίου γενικότερα.
-Τα διηγήματά σας, αν και φαινομενικά ασύνδετα, παρουσιάζουν αυτό που θα λέγαμε τις παράλληλες ζωές των ανθρώπων. Πίσω από κάθε ιστορία κρύβεται το εγώ ενός ήρωα. Αυτά τα «εγώ» πώς μπορούν να γίνουν «εμείς» και τι κοινό παρουσιάζουν;
Ε.Μ.: Οι ήρωες των διηγημάτων είναι άνθρωποι που, με τον τρόπο του ο καθένας, βρίσκονται σε οριακές καταστάσεις. Οι περισσότεροι είναι αντιμέτωποι με μιας μορφής απώλεια. Ο καθένας από μας και όλοι μαζί είμαστε ανίσχυροι μπροστά σε δυνάμεις που μας ξεπερνούν. Ο χρόνος κι όσα αυτός φέρνει μαζί του, όλα όσα μας στερεί, αλλά και όσα απλόχερα, κάποιες φορές, μας χαρίζει, είναι μία απ’ αυτές τις ανίκητες δυνάμεις. Οι ήρωες των ιστοριών δεν είναι παραιτημένοι. Ηττημένοι ίσως, παραιτημένοι όμως όχι. Συνεχίζουν, με όσα μέσα έχει ο καθένας, και με ό,τι του έχει απομείνει, προσπαθώντας να κατανοήσουν και να βρουν έναν τρόπο να υπάρξουν ξανά. Το αν τον βρίσκουν τελικά είναι ένα θέμα που μένει ανοιχτό, όπως ανοιχτά παραμένουν και όλα τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής.
-Ο θάνατος ενός γονιού, ενός συντρόφου, ενός παιδιού, μίας κατάστασης. Γίνεται αποδεκτός γενικότερα; Και πώς τον αντιλαμβάνονται οι ήρωες των διηγημάτων σας;
Ε.Μ.: Ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου ανήκει σ’ αυτές τις οριακές καταστάσεις που έλεγα προηγουμένως. Ίσως να είναι η πιο δύσκολη απ’ όλες. Το πώς τον αποδέχεται ο καθένας είναι θέμα του χαρακτήρα του και των αποθεμάτων δύναμης που μπορεί να έχει. Τα αναπάντητα «γιατί» μπορεί να γίνουν θηλιά και να απομυζήσουν τη χαρά της ζωής. Οι ήρωες στα περισσότερα διηγήματα προσπαθούν να κατανοήσουν, αναμετρώνται με τις αντοχές τους, στην προσπάθειά τους να κάνουν άλλο ένα επίπονο βήμα, μαζεύοντας κομμάτια και σώζοντας ό,τι μπορεί ακόμη να διασωθεί.
- Η απώλεια τι σηματοδοτεί στη ζωή ενός ανθρώπου;
Ε.Μ.: Την έναρξη εκείνης της διαδικασίας που σε οδηγεί, μέσα από μια μακριά και εντελώς προσωπική πορεία, λίγο πιο κοντά στον θάνατο ή λίγο πιο κοντά στη ζωή.
-Τι είναι πιο επώδυνο; Η απώλεια, ο θάνατος ή η φθορά;
Ε.Μ.: Δεν μπορώ να κάνω τέτοιου είδους αξιολόγηση. Αυτό που έχω να πω είναι πως η απώλεια και η φθορά είναι μορφές θανάτου κι αυτές. Εκεί όμως που στον θάνατο υπάρχει μόνο το αμετάκλητο, στις άλλες περιπτώσεις υπάρχει η δυνατότητα της συνέχισης μιας πορείας που μπορεί να οδηγήσει σε ανεξερεύνητα μονοπάτια και να ανοίξει ίσως κάποιες πόρτες που στην αρχή φάνταζαν σφαλισμένες και απροσπέλαστες.
-Γιατί επιλέξατε να δώσετε στο βιβλίο σας τον τίτλο «Μόνο ο αέρας ακουγόταν», που αποτελεί και ένα από τα διηγήματα της συλλογής;
Ε.Μ.: Όπως είπατε, είναι ο τίτλος ενός από τα διηγήματα της συλλογής που, κατά κάποιον τρόπο, δίνει και τον τόνο αυτής. Μια μετανάστρια, μαζί με όλη της την οικογένεια, ανεβαίνει στη βάρκα που θα την οδηγήσει σε μια άλλη ήπειρο που υπόσχεται την ασφάλεια, κι όταν αποβιβάζεται σ’ αυτή την άγνωστη γη της Επαγγελίας, είναι πια μόνη, αντιμέτωπη με το μεγάλο κενό της ύπαρξής της. Πιστεύω πως η λογοτεχνία πρέπει να συνδιαλέγεται με την εποχή της. Τα μεγάλα θέματα των ημερών μας, όπως το προσφυγικό, είναι αδύνατον να μας αφήσουν ασυγκίνητους. Ακραίες ανθρώπινες καταστάσεις, συνομιλία με το άγνωστο, εκεί που το επόμενο βήμα οδηγεί στη ζωή ή στον θάνατο, άνθρωποι αποφασισμένοι να συνεχίσουν, αναζητώντας πράγματα που για άλλους είναι καθημερινότητα, ζωές στις οποίες τα αυτονόητα δίνουν τη θέση τους στις αβεβαιότητες, το τυχαίο που καθορίζει τη μοίρα, η δυνατότητα ή η ανημποριά να μπορέσεις να αντέξεις αυτή τη μοίρα. Βέβαια, όταν καταπιάνεσαι στη λογοτεχνία με θέματα τόσο φορτισμένα, υπάρχει ο κίνδυνος να πέσεις σε έναν μελοδραματισμό που αποδυναμώνει τις λέξεις. Δεν είμαι καν βέβαιη αν εγώ τον απέφυγα. Έτσι είναι όμως. Γράφουμε για όσα προσπαθούμε να κατανοήσουμε, παλεύοντας να αποφύγουμε ευκολίες και παγίδες.
-Τι σας ενέπνευσε να γράψετε τη συγκεκριμένη συλλογή διηγημάτων τη δεδομένη στιγμή;
Όταν ξεκίνησα να γράφω τα διηγήματα της συλλογής, δεν είχα ένα πλάνο στο μυαλό μου. Δεν ξεκίνησα δηλαδή να γράφω ιστορίες με κοινό χαρακτηριστικό την απώλεια. Άλλωστε αυτές τις συνδέσεις τις κάνεις αργότερα, παίρνοντας απόσταση και βλέποντας τους ήρωες σαν να είναι κατασκευάσματα κάποιου άλλου. Το πρώτο διήγημα που έγραψα είναι η «Στέλλα», με αυτοβιογραφική αφετηρία, τον θάνατο του πατέρα μου. Είχε περάσει κάποιο διάστημα από το γεγονός, δηλαδή δεν έγραφα εν βρασμώ, και ήθελα να μιλήσω για το μεγάλο κενό που αφήνει ο θάνατος ενός γονιού στη ζωή κάποιου. Όμως ήθελα επίσης η ηρωίδα να μην είναι στατική, να υπάρχει ένα είδος κίνησης, τα συναισθήματα να εναλλάσσονται όπως τα τοπία κι έτσι έβαλα τη Στέλλα μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο να ταξιδεύει από την Καλαμάτα προς τη Θεσσαλονίκη για να προλάβει μια τελετή.
Το ένα διήγημα έφερε το άλλο. Τα θέματα, λίγο πολύ, είναι αυτά που απασχολούν τη λογοτεχνία, από τότε που γεννήθηκε: ο χρόνος, ο θάνατος, η απώλεια, ο έρωτας, η πατρίδα. Από κει και πέρα, ο καθένας γράφει με βάση την προσωπική αλλά και την κοινωνική συνείδησή του.
- Εκτός από συγγραφέας είστε και κριτικός βιβλίων. Κατά τη γνώμη σας, πότε ένα βιβλίο θεωρείτε αντικειμενικά καλό;
Ε.Μ.: Το «κριτικός βιβλίων» μου φαίνεται λίγο βαρύς χαρακτηρισμός. Οδηγήθηκα σ’ αυτά τα κριτικά σημειώματα κυρίως από αγάπη προς το διάβασμα γενικώς και της λογοτεχνίας ειδικότερα. Θα έλεγα πως είναι μια χειρονομία τρυφερότητας προς τους ομότεχνούς μου, που χαρακτηρίζεται από διαθεσιμότητα. Εκτός από το να είναι κανείς κάτοχος των αφηγηματικών τεχνικών και των δυνατοτήτων μιας προσεγμένης γλώσσας, το πιο σημαντικό είναι η κατάθεση μιας νέας και προσωπικής οπτικής που κάθε ποιοτικό ανάγνωσμα θα πρέπει να υπηρετεί. Όπως είπα και προηγουμένως, πιστεύω πως η λογοτεχνία πρέπει να συνδιαλέγεται με την εποχή της, ν’ αλλάζει όπως αλλάζει συνεχώς το κοινωνικό γίγνεσθαι και όχι να ναρκισσεύεται αυτιστικά με επιδείξεις γνώσεων και δεξιοτεχνιών που δεν συγκινούν και δεν αφορούν κανέναν. Όλα αυτά βέβαια, καθώς απεχθάνομαι την έννοια της αυθεντίας, δεν σημαίνουν ότι δεν υπάρχουν περιθώρια ανυπακοής, δηλαδή εξαιρετικές περιπτώσεις που δεν υπακούουν σε κανέναν από τους παραπάνω «κανόνες», δημιουργοί έξω από κάθε στερεότυπο και κατεστημένο.
- Το e-book μπορεί να συναρπάσει τους φανατικούς αναγνώστες βιβλίων;
Ε.Μ.: Οι λέξεις είναι πάντα λέξεις. Οι λέξεις βαλμένες σε μια συγκεκριμένη σειρά δεν θα πάψουν ποτέ να συγκινούν. Δεν έχει τόση σημασία αν τις διαβάζεις στην οθόνη ενός υπολογιστή ή κρατώντας ένα βιβλίο. Όλα τα άλλα μου φαίνονται δογματικά. Οι εποχές αλλάζουν, οι ρυθμοί γίνονται όλο και γρηγορότεροι, οι συνήθειες ακολουθούν.
Προσωπικά, μου αρέσει να περιβάλλομαι από έντυπο υλικό. Μ’ αρέσει η αφή, η μυρωδιά, ακόμα και η φθορά, που κρύβονται μέσα στα φύλλα ενός βιβλίου. Όμως η εποχή προχωρά χωρίς να λαμβάνει υπόψη της τις δικές μας προτιμήσεις. Και μάλλον καλά κάνει.
- Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;
Ε.Μ.: Παλεύω με τα πρώτα κομμάτια από το παζλ ενός μυθιστορήματος.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2017