«Εγώ γράφω στη γλώσσα σου» είναι ο τίτλος της νέας ποιητικής συλλογής του Ιταλού Μassimiliano Dammagio που ζει μόνιμα στην Ελλάδα και μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Zona της Γένοβας, σε δίγλωσση έκδοση, Ιταλικά και Ελληνικά, στην εξαιρετική μετάφραση της Τζίνας Καρβουνάκη.
Πρόκειται για μια σύνθεση σε πέντε ενότητες, σπονδύλους, θα έλεγα, με τίτλους: «Αφίξεις και αναχωρήσεις», «Ξεπαραμύθι», «Εκεί που αρχίζει το δάσος», «Εκεί όπου τελειώνει το δάσος» «Εκεί όπου αρχίζει ο θόρυβος». Και δεκαεννέα αριθμημένα άσματα, με τους τίτλους: «Πολαρόιντ», «Όσο ναυαγούσαμε», «Από την αποβάθρα», «Μητέρα» (το εκτενέστερο της συλλογής), «Ξεπαραμύθι», «Πονηριές», «Μηχανή του χρόνου», «Κλιτύς», «Ψυχογραφία», «Ποίημα του νεκρού πατέρα», «Οσφρητική μνήμη», «Μπιβουάκ» «Περιμέναμε την αυγή», «Ασκούμενος στη λησμονιά», «Στον κόσμο των λέξεων δεν υπάρχουν ξαφνικοί θάνατοι», «Παίζοντας κρυφτό ανάμεσα στα δέντρα», «Ασκούμενος στη θύμηση», «Ένας γρύλλος», «Το κόκκινο μπαλόνι».
Ο τίτλος όλης της σύνθεσης είναι παρμένος από το πρώτο άσμα της πρώτης ενότητας «Αφίξεις και αναχωρήσεις» με τον τίτλο «Πολαρόιντ», που αρχίζει με τους στίχους: «Με κοιτάς απ’ τη φωτογραφία μα εγώ δεν ξέρω να γράφω στη γλώσσα σου». Τον ίδιο στίχο παραλλαγμένο συναντάμε στο ένατο άσμα της δεύτερης ενότητας, «Ξεπαραμύθι», με τον τίτλο «Κλιτύς» που αρχίζει με τους στίχους: «Εγώ γράφω στη γλώσσα σου, σε αυτό το ρήμα που κλίνεται πριν πέσει…». Τι μεσολάβησε στο μεταξύ και υπαγόρευσε αυτή την αλλαγή στάσης του ποιητικού υποκειμένου, από την άγνοια στη γνώση της «γλώσσας- σου»; Μια γνωριμία σχεδόν «εξ επαφής» ανάμεσα στο εγώ και στο εσύ, οιονεί σαρκική, ακαριαία και «εξαίφνης», για να θυμηθούμε λίγο τον παρεξηγημένο Πλάτωνα, που έκανε δυνατή την άμεση, χωρίς διαμεσολαβητές, επικοινωνία της γραφής με τον συγγραφέα – αναγνώστη, «από της πολλής συνουσίας εξαίφνης πυρός εισπηδήσαντος» κατά την έκφρασή του. Ποια είναι λοιπόν η «γλώσσα σου» για την οποία μιλάει και την οποία συγχρόνως μαθαίνει και εξελίσσει μιλώντας την ο Massimiliano Damaggio; Και σε ποιον απευθύνει το ακροτελεύτιο, ολικό μήνυμα ζωής;
Μεταφέρω για αυτό λίγα αποσπάσματα από ένα κριτικό κείμενο του Τάσου Λιγνάδη για το θέατρο και τη λογοτεχνία, γραμμένο το 1984, που δεν έχει χάσει τίποτε από την αξία του σήμερα και μας βοηθάει να κατανοήσουμε τα μυστικά της ποίησης:
«Το πρώτο βήμα των σχολαστικών», είπε ο Όσβαλντ Σπένγκλερ, «υπήρξε η διαίρεση». Και εδώ η παρεξήγηση του Αριστοτέλη. Ο Αριστοτέλης ξεκινούσε από το όλον τη διαίρεσή του. Η πλατωνική μίμηση είναι όρος της διαιρέσεώς του. Αντίθετα, η δυτική σκέψη διαιρεί για να κατασκευάσει σύνολα και να εννοιολογήσει μέσα στη σύμβαση των φαινομένων. Γι’ αυτό σε εμάς ο όρος λογοτεχνία έχει την έννοια του διαιρέτη. Τεμαχίζει το φαινόμενο θέατρο κρατώντας τον λόγο, ένα ουσιώδες δηλαδή συστατικό της κατασκευής, όχι όμως την ίδια την κατασκευή. Κι εδώ η διαφορά με τον Αριστοτέλη. Ο όρος ποιητική προϋποθέτει μια λειτουργία κατασκευής, δηλαδή ένα όλον μιμήσεως από το οποίο προέρχεται η διαίρεση κατά την οικεία φύση (…) Ο Τ.Σ. Έλιοτ κάπου γράφει ότι η ποίηση απευθύνεται σε κάποιον. Με τον κάποιον εννοεί τον Χ αποδέκτη. Και αυτός ο κάποιος είναι ένας άλλος που γενικεύεται και συνομιλεί με το ποιητικό υποκείμενο μέσα από μία γλώσσα που συνδέει τους δύο όρους. Κι αυτή η γλώσσα χρειάζεται την καλλιέργεια της γνωριμίας για να κατανοηθεί. Είναι μια ιδιωτική γλώσσα, όπως ιδιωτικό είναι παρά την πρόθεσή του το συλλογικό ‘εμείς’ του Σεφέρη. Αντίθετα με την αρχαία ελληνική δραματική ποίηση που δημιουργήθηκε ως μια γλώσσα του Δήμου. Χωρίς αυτήν τη δημόσια γλώσσα η αρχαία ποιητική θα ήταν ανυπόστατη. Θα ήταν σκέτη λογοτεχνία. Γι’ αυτό το αρχαίο ελληνικό δράμα απευθύνεται σε εκείνους που μπορούν να συνεννοηθούν δημόσια. Δηλαδή σε όλους. (Είναι ένα θέατρο λαϊκό, με την ευρύτατη σημασία του όρου).
Λοιπόν, το ποιητικό δραματικό κείμενο ως γραφή ανήκει στη λογοτεχνία, ως έργο ανήκει στο θέατρο στην ευρύτερη έννοιά του. Αυτή η διαπίστωση δεν είναι τίποτε άλλο από ένα ειδολογικό λογοπαίγνιο. Και σε τέτοια λογοπαίγνια αρμενίζει η λογοτεχνία. Ένα ποίημα που διαβάζεται μπροστά σε κοινό μέσα σε καθοριζόμενο χώρο, άσχετα από την πρόθεση του είδους του, επιχειρεί μια διεκδικητική μετάβαση σε άλλο γένος, δηλαδή συμπεριφέρεται ως θέατρο. Κάθε λογοτεχνία ως καθ’ έκαστον είδος μπορεί να συμπεριφερθεί ως θέατρο εάν αλλάξουν οι συντελεστές της. Η ειδολογική διάκριση μας σπρώχνει ολοένα σε πολλαπλασιασμό των λογοπαιγνίων εφόσον η κατευθυνόμενη τεχνολογία μπορεί να μεταβάλλει τους συνδυασμούς των επικοινωνιακών μέσων και να επιβάλλει τους όρους του παιχνιδιού που παίζεται με τα λόγια και εκπαιδεύει με την πανουργία των μέσων την ανθρώπινη κοινωνία στην αταραξία του ύπνου.
Αν φιλοξενήσω μέσα στην ψυχή μου την ειδολογική διάκριση, προκαλώ αυτόματα την χρεωκοπία του διαχωρισμού της. Η Έρις επιστρέφεται ως έρως. Η αμαρτία της πολλότητος συν-χωρείται στην μια και αδιαίρετη μίμηση. Τα φαινόμενα απατούν ως διαιρετά, ενώ εκείνο που τα κάνει να φαίνονται είναι το αφανές της ουσίας. Αν φιλοξενήσω στις αισθήσεις την ειδολογική διάκριση, τι βγαίνει από τα παραδείγματα που αφορούν αυτό το τρύπιο θέμα; Το θέατρο το βλέπεις και το ακούς. Το μυθιστόρημα το διαβάζεις. Το παραμύθι το αφηγούνται οι σπουδαίοι μύστες του είδους. Την ποίηση σού την απαγγέλλουν και πάει λέγοντας. Όλα όμως αυτά είναι κάτι το εξωτερικό και η «πραγματικότητά» τους κάτι αναγκαίο. Εκείνο που τα συνδυάζει απ’ αρχής είναι η εσωτερική αίσθηση, κάτι αδιαχώρητο και αδιαίρετο. Μια μορφή αναπεπταμένου θεάτρου με ατέρμονη δυνατότητα, το μέσα θέατρο, η μέσα Σκηνή στην οποία τελείται η μίμηση.
Ο Όμηρος με λέξεις παράγει το θέατρο των αισθήσεων και κάτι ανάλογο π.χ. κάνουν ο Δάντης και ο Θερβάντες. Και μήπως ο Πανσέληνος ή ο Θεοφάνης ο Κρης δεν μιμούνται χωρίς λέξεις Λόγο Θεού με σχήματα και χρώματα, παράγοντας δράμα με άπειρους ήχους μέσα στη σιωπή της οπτικής του; Πώς να κλείσει η λογοτεχνία τον Όμηρο στα όρια της τέχνης του λόγου, όταν ο λόγος του λαλεί με αρχιτεκτονική, ζωγραφική, μουσική, γλυπτική και μας μιλάει άμεσα, σπάζοντας τα ειδολογικά δεσμά, σαν ρυθμός ζωής, δηλαδή σαν όλες μαζί τις τέχνες στην ενιαία «γλώσσα» την ανώνυμη που επισήμανε ο Αριστοτέλης».
Θέλω να πω με αυτά, τα εν μέρει δικά μου και τα εν μέρει ξένα λόγια που μετέφερα, επειδή τίποτα δεν είναι ποτέ αποκλειστικά δικό μας και τίποτα αποκλειστικά ξένο, ότι η γλώσσα που περιγράψαμε είναι η ενιαία γλώσσα των αληθινών πραγμάτων και των αληθινών αισθήσεων, που ο νήπιος, με την ευαγγελική και την πλατωνική συνάμα σημασία της λέξης, αθώος ποιητής Massiliano Damaggio, μαθαίνει να τη μιλάει μιμούμενος τις γλώσσες των αγγέλων και συγχρόνως μάς διδάσκει πώς να την ακούμε. Η ποίησή του δεν είναι μόνο αυτό που στην πρώτη ανάγνωση φαίνεται, μια πένθιμη ωδή για την απώλεια και το τραύμα μιας χαμένης για πάντα παιδικής ηλικίας.
Το πένθος της απώλειας εδώ, δεν διαιωνίζεται, όπως κατά κανόνα στη δυτική λογοτεχνία, πρόχειρο παράδειγμα ο Φλωμπέρ, για να γίνει κρύπτη ενός άταφου αγαπημένου νεκρού που δεν τον αφήνουμε να αναπαυθεί εν ειρήνη. Επειδή, όπως μας εξηγεί ο ίδιος ο ποιητής και μας μεταφέρει τα λόγια του η Mia Lecompte στο εξαιρετικό της δοκίμιο που συνοδεύει την έκδοση: «το βιβλίο του είναι ‘το ξεγύμνωμα της παιδικής μνήμης’ και για αυτό κινείται στο μονοπάτι που έχει ό ίδιος ανοίξει με την πάροδο του χρόνου, με ολοένα μεγαλύτερη αποφασιστικότητα: μια ολοένα πιο ριζική στροφή προς το ΄σκαιό’: ‘ακούω στο σκοτάδι το ουρλιαχτό της αρρώστιας σου να ξεσκίζει τη στέγη’ - μέσα από μια γραφή που ταλαντεύεται συνεχώς ανάμεσα στη βία του απαραίτητου ξεσκεπάσματος και μιας εμμονικής ευαισθησίας.
Είναι αφίξεις και αναχωρήσεις ανάμεσα σε μια πονεμένη παιδική ηλικία ‘τη βεντάλια με τις ανοιχτές παλάμες που μέσα της σπαράζει μια σπασμένη πεταλούδα’ και την ενηλικίωση, μια φυγόκεντρη κίνηση στην κυκλικότητα του χρόνου, που από την επιφάνεια του φωτός της αρχικής polaroid οδηγεί στη θαμπή λάμψη καθώς αραιώνει το δάσος. Παιχνίδι αντανακλάσεων, χάρτινοι καθρέφτες που διαθλούν αντικατοπτριζόμενες εικόνες σε όλη τη συλλογή, μεταξύ του παιδιού που γελάει, ‘μπροστά σε ένα ξαφνικό βάραθρο φωτός’ και ενώ αυτό αποχρωματίζεται, ξεθωριάζει. ‘Γιατί μόνον ό,τι σβήνει λάμπει’. Εκεί όπου τελειώνει το δάσος, η οριστική έξοδος από την πυκνή ύλη (στην αρχαία ελληνική, ύλη είναι το δάσος), της ανάμνησης, το πλησίασμα στην ενηλικίωση και η κατάκτηση της μνήμης με οδηγό την παιδική ηλικία, αποχρωματισμένη σε καθαρό φως. Εδώ σταματώ, δεν θα πω άλλα, για να ανακαλύψετε μόνοι σας τη μοναδική ομορφιά αυτού του βιβλίου που είναι μία μύηση στο άρρητο μυστήριο της παιδικής ηλικίας του χρόνου- κόσμου. «Μέχρι ο καιρός ο γέροντας να χάσει τα φτερά του», θα έλεγε ο Σολωμός, που είναι μια σωστική, αναστάσιμη προοπτική.