Συνέντευξη στη Ράνια Παπαδοπούλου
«Καμιά αγάπη, καμιά φιλία δεν μπορεί να διασταυρωθεί με τον δρόμο του πεπρωμένου μας χωρίς να αφήσει πάνω του κάποια σημάδια, για πάντα», είχε πει κάποτε ο Γάλλος βραβευμένος με Νόμπελ συγγραφέας François Mauriac. Κάτι ανάλογο ισχύει και με τη δημοσιογραφία. Δημοσιογραφία σημαίνει βίωμα, συνάντηση, επαφή, παρατήρηση, γνώση. Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης καραντίνας την άνοιξη του 2020, είχα την τύχη να μιλήσω για αρκετές ώρες μέσω βιντεοκλήσης στο messenger με τον σπουδαίο θεατράνθρωπο, ηθοποιό, σκηνοθέτη και μεταφραστή Γιώργο Βούρο. Μιλήσαμε για το θέατρο, την πορεία του, το χθες και το σήμερα. Στη συζήτησή μας μπήκε μία άνω τελεία, καθώς η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε ραγδαία. Η συνέντευξη που ακολουθεί αποτελεί ένα μέρος της μεγάλης μας συζήτησης που δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί ποτέ λόγω του ξαφνικού θανάτου του. Νικημένος από τον καρκίνο, άφησε την τελευταία του πνοή στις 27 Αυγούστου 2020 στις 8 το βράδυ στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός, όπου νοσηλευόταν.
Με τη φράση «Δεν κάνουμε Θέατρο για να ζήσουμε... Κάνουμε Θέατρο για να μην πεθάνουμε....», που ενστερνιζόταν, πέντε μήνες μετά τον θάνατό του, σας παρουσιάζουμε την αφήγησή του χωρίς καμία διόρθωση και επιμέλεια, ακριβώς όπως μας απάντησε γραπτώς σε μερικές από τις ερωτήσεις μας. Στο τέλος αυτού του κειμένου, τα αποσιωπητικά μέσα σε δύο παρενθέσεις συμβολίζουν το ατελές. Αυτό που δεν τελειώνει, γιατί το θέατρο, η τέχνη και η δημιουργία παραμένουν ζωντανά όσο θυμόμαστε.
Ποιος ήταν ο Γιώργος Βούρος
Ο Γιώργος Βούρος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1956. Ήταν εγγονός των παλιών πρωταγωνιστών του Εθνικού Θεάτρου Νίκου και Μερόπης Ροζάν. Φοίτησε στο Κολέγιο Αθηνών (1965-1973) και στο Λύκειο Σχολής Μωραΐτη (Τάξη Τάσου Λιγνάδη). Σπούδασε Φιλοσοφία και Αρχαία Ελληνικά και Αρχαία Τραγωδία στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου (King’s College), Υποκριτική και Σκηνοθεσία Θεάτρου στο Drama Centre του Λονδίνου. Παρακολούθησε θεατρικά σεμινάρια στην Αθήνα με τον Δημήτρη Ροντήρη και σεμινάρια Ορθόδοξης Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο του Cambridge.
Σαν ηθοποιός πρωτοεμφανίστηκε το 1976 στο θέατρο ερμηνεύοντας σημαντικούς ρόλους στην Ελλάδα, στην Αγγλία και στην Αμερική. Μεταξύ άλλων, έχει ερμηνεύσει τους ρόλους του Ιάσονα, του Προμηθέα, του Μαλβόλιο, του Φάλσταφ.Σαν σκηνοθέτης, μετά από τετραετείς σπουδές στο Λονδίνο, ξεκίνησε από το Εθνικό Θέατρο το 1979, εργαζόμενος σαν εισηγητής δραματολογίου και βοηθός σκηνοθέτης επί διευθύνσεως Αλέξη Μινωτή και Αλέξη Σολομού. Στο Εθνικό Θέατρο συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με τον Δημήτρη Ροντήρη, τον Αλέξη Μινωτή, τον Αλέξη Σολομό, τον Σπύρο Ευαγγελάτο, τον Μίνωα Βολανάκη, τον Μιχάλη Κακογιάννη, τον Κώστα Μπάκα και τον Γιώργο Μιχαηλίδη. Μαθήτευσε κοντά στον Μίνωα Βολανάκη για μια δεκαπενταετία, πρώτα σαν βοηθός σκηνοθέτης και ηθοποιός και αργότερα σαν σκηνοθέτης. Υπήρξε στενός του συνεργάτης του από το 1979 έως το 1991 και σκηνοθέτησε μαζί του παραστάσεις σε κρατικά και ιδιωτικά θέατρα.
Το 1987, μαζί με τον Μ. Βολανάκη δημιούργησε την πρώτη επαγγελματική απόδοση αρχαίας τραγωδίας στην αγγλική γλώσσα (υπό την αιγίδα του ΕΟΤ). Το 1984 είχε συμμετάσχει σαν company manager και βοηθός σκηνοθέτης του Μ. Βολανάκη στο κλιμάκιο του Εθνικού Θεάτρου που αντιπροσώπευσε την Ελλάδα με τον “Οιδίποδα Τύραννο” στο Φεστιβάλ Τεχνών των Ολυμπιακών Αγώνων του Λος Άντζελες. Το 1991 εγκαταστάθηκε στο Λος Άντζελες όπου συνεργάσθηκε με ηθοποιούς όπως η Γκλέντα Τζάκσον και η Έρθα Κιτ. Εκτός από κρατικά, δημοτικά και ιδιωτικά θέατρα έχει δουλέψει ως σκηνοθέτης στο ραδιόφωνο και στην κρατική τηλεόραση.
Ασχολήθηκε με την μετάφραση θεατρικών έργων από τα γαλλικά, τα αγγλικά και τα ρώσικα. Μεταξύ των έργων που έχει μεταφράσει είναι: Το “Dinner Party” του Νιλ Σάιμον, το “Art” της Γιασμίνα Ρεζά, το “Hilda” της Marie N’Diaye, το “The Play’s the Thing” του Φέρεντς Μόλναρ, το “Έξυπνο Πουλί” του Οστρόφσκι, το “Shop around the Corner” του Μίκλος Λάζλο. Μετέφρασε (2007) το έργο της Γιασμίνα Ρεζά “Une Piece Espagnole”, μετά από απευθείας ανάθεση της συγγραφέως, καθώς και έργο της “Le Dieu du Carnage”. Επίσης, το έργο της Theresa Rebeck “The Scene”.
Το 2003-2004 παρακολούθησε ένα μεταπτυχιακό Master στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου με θέμα την Διδασκαλία Θεάτρου σε ενήλικες. Σαν καθηγητής Υποκριτικής, δίδαξε Υποκριτική Αρχαίου Δράματος στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, όπου οργάνωσε πολλά masterclasses πάνω στην Αρχαία Τραγωδία. Το 2006 επέστρεψε στην Αθήνα και δίδαξε υποκριτική στην Σχολή Βεάκη. Την ίδια χρονιά σκηνοθέτησε το “Art” της Γιασμίνα Ρεζά που παίχθηκε στο θέατρο “Ακάδημος” με τον Σοφοκλή Πέππα, ο οποίος βραβεύτηκε με το Βραβείο Βεάκη για τον ρόλο του Μαρκ, και στο θέατρο “Σοφούλη” στη Θεσσαλονίκη την θεατρική περίοδο 2007-2008, όπου, εκτός από την σκηνοθεσία, ερμήνευσε τον έναν από τους τρεις πρωταγωνιστικούς ρόλους (Μαρκ).
Το 2010 σκηνοθετεί το “Lovely Sunday for Creve Coeur” του Τεννεσή Γουίλλιαμς και ξανά-σκηνοθετεί το “Art”, ερμηνεύοντας αυτή τη φορά τον Σερζ στο θέατρο “Βαφείο-Λάκης Καραλής” στην Αθήνα. Το 2011 σκηνοθετεί τον “Πατέρα” του Στρίντμπεργκ και ερμηνεύει τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Ίλαρχου στο ίδιο θέατρο. Το 2012 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΕΣΤΙΑ η μετάφρασή του στον “Θεό της Σφαγής” της Γιασμίνα Ρεζά από τα Γαλλικά. Το 2014 σκηνοθετεί και ερμηνεύει τον ρόλο του “Βασιλιά Ληρ” στο ομώνυμο έργο του Σαίξπηρ στο θέατρο “Βαφείο-Λάκης Καραλής”, μεταφραζόμενο από τον ίδιο από την πρώτη έκδοση του 1608 (Quarto) και η οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, καθώς ως τώρα το έργο έχει μεταφρασθεί και παρουσιασθεί μόνο στην έκδοση Folio που κυκλοφόρησε στην Αγγλία το 1623, δηλ. επτά χρόνια μετά τον θάνατο του Σαίξπηρ (1617). Η παράσταση παίζεται και για δεύτερη χρονιά το 2015. Το 2016 μεταφράζει, σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στην πολιτική κωμωδία του Ντάριο Φο “Κλάξον, Γιούχα και Παληάτσοι”. To 2017-2018 επαναλαμβάνει την παράσταση “Πατέρας” του Στρίντμπεργκ σε Αθήνα, Λάρισα, Βόλο και άλλα μέρη της Ελλάδας. Το 2018 ανεβάζει τον “Ευτυχισμένο Πρίγκηπα” του Όσκαρ Ουάϊλντ στη Λάρισα. Το 2018 σκηνοθετεί και ερμηνεύει τον Ρόλο του Φώντα στο “Τάβλι” του Δημήτρη Κεχαῒδη, και σκηνοθετεί και ερμηνεύει τον ρόλο του στρατηγού Δεκαβάλλα στο “Ένας Ήρως με παντούφλες” των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου.
Διετέλεσε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών, του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Οι φίλοι του τον αποκαλούσαν “Ευτυχισμένο Πρίγκηπα”.
-Πώς ξεκίνησε το ταξίδι σας στο θέατρο;
Γ.Β.: Το 1972, 16 χρονών, μαθητής της Β’ Λυκείου στο Κολλέγιο Αθηνών, έπαιζα σε μια παράσταση-συμπαραγωγή του Κολλεγίου Αρρένων-Θηλέων τον ρόλο του Πλάτωνα στους φοιτητές τού Ξενόπουλου. Την παράσταση κατά τύχην παρακολούθησε και ο Τάσος Λιγνάδης, λυκειάρχης τής Σχολής Μωραΐτη. Μετά ήρθε και μού πρότεινε να αλλάξω σχολείο,, να πάω στο δικό του να τελειώσω την Γ'Λυκείου, για να παίξω στο έργο που θα σκηνοθετούσε στο σχολείο του. Συγκεκριμένα, ήθελε να παίξω τον ρόλο τού κυρίου Στενού στη Βεγγέρα τού Καπετανάκη. Αυτό και έκανα. Κρυφά από τους γονείς μου έφυγα από το Κολλέγιο και έδωσα εισαγωγικές εξετάσεις στού Μωραΐτη και ετελείωσα εκεί το Λύκειο, παίζοντας στην εν λόγω παράσταση τον Μάϊο τού 1974. Ο πατέρας μου, όταν έμαθε ότι παράτησα το Κολλέγιο, έγινε έξαλλος και δεν μου μίλησε για κάμποσο καιρό. Την παράσταση, λόγω Λιγνάδη, παρακολούθησε σύσσωμη η σχολή τού Κούν και του Εθνικού με όλους τους καθηγητές τους. Τους άρεσα και μου πρότειναν την επόμενη χρονιά να γραφτώ στις σχολές τους.Εγώ, για κάποιους οικογενειακούς λόγους και για να αποφύγω τους καυγάδες όταν τους ανακοίνωσα ότι θα γίνω ηθοποιός προτίμησα να φύγω στο εξωτερικό και να σπουδάσω στην Αγγλία. Έδωσα εξετάσεις σε μια ονομαστή σχολή του Λονδίνου, το Drama Centre London, όπου με πήραν. Όλα αυτά, βέβαια, κρυφά από τον ‘μπαμπά’.
-Ποιο είναι το πρώτο έργο που παίξατε, που σκηνοθετήσατε, που μεταφράσατε;
Γ.Β.: Έπαιξα και μετάφρασα για πρώτη φορά σε ένα ημιεπαγγελματικό θίασο 20 ατόμων που παρουσίασε αρχαίο δράμα σε περιοδεία τα καλοκαίρια 1975 και 1976. Τον θίασο τον είχε δημιουργήσει η Μυρτώ Παράσχη μαζί με τον Κώστα Φέρρη με τη βοήθεια διακεκριμένων φίλων τους, φτασμένων καλλιτεχνών όπως ο Θεόδωρος Αντώνιου, ο Διονύσης Φωτόπουλος, ο Σταμάτης Σπανουδάκης και άλλοι πολλοί.. Τα έργα που είχαν διαλέξει ήταν ο Προμηθέας Δεσμώτης του Αισχύλου και η Μήδεια του Ευριπίδη και παίχθηκαν σε δική μου μετάφραση χωρίς περικοπές. Στον Προμηθέα Δεσμώτη έπαιζα τον Προμηθέα και στην Μήδεια τον Ιάσωνα. Η περιοδεία κράτησε δύο καλοκαίρια και παίζαμε σε διάφορους ιστορικούς αρχαιολογικούς χώρους όπως η μικρή Επίδαυρος, το Άργος, η Ζάκυνθος και αλλού. Οι παραστάσεις βιντεοσκοπήθηκαν για την ΕΡΤ και σε μία ο Φέρρης άντλησε υλικό και αφού άλλαξε κάποιες διανομές και σκηνές γύρισε και μία κινηματογραφική ταινία μεγάλου μήκους που δεν έχω ακόμα αξιωθεί να την δω. Όλα αυτά τα έκανα φοιτητής όντας στην Αγγλία κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μου διακοπών.
-Και η πρώτη παράσταση που σκηνοθετήσατε;
Γ.Β.: Τη σκηνοθεσία της πρώτης μου παράστασης (που δεν ανέβηκε όμως ποτέ λόγω ομηρικών καυγάδων κάποιων μελών του θιάσου) τη δοκίμασα το 1978 σε ηλικία 22 ετών. Το έργο δεν ήταν τίποτα λιγώτερο από τον Μάκβεθ του Σαίξπηρ και ο θίασος ένας 25μελής επαγγελματικός εταιρικός θίασος του ΣΕΗ που δημιουργήσαμε με την επωνυμία ‘Θέατρο 78’ και έδρα το θέατρο στην οδό Κεφαλληνίας και Επτανήσου. Ο Μάκβεθ και η Λαίδη του παιζόντουσαν εξαιρετικά από τον Γιάννη Κυριακίδη και την Πίτσα Μπουρνόζου και άλλα μέλη της παρέας - θιάσου περιελάμβαναν το Νίκο Καββαδά, τη Λαμπρινή Λίβα, την Ειρήνη Χατζηκωνσταντή, τον Νίκο Γαλιάτσο, τον Φώντα Κονδύλη, τον Έρμπερτ Χατζόπουλο και πολλούς-πολλούς άλλους που σήμερα δεν είναι πια μαζί μας. Τα κοστούμια και τα σκηνικά ήταν μιά εξαιρετική σύλληψη του Γιάννη Τσαρούχη που τα τοποθέτησε στον κόσμο του Ρέμπραντ και τα ανέθεσε μετά στον ταλαντούχο, νεαρό τότε σκηνογράφο, Κώστα Βελινόπουλο.
-Είστε εγγονός της Μερόπης και του Νικολάου Ροζάν. Κατά ποιο τρόπο σας επηρέασαν; Γενικότερα, ποιοι άνθρωποι σας επηρέασαν;
Γ.Β.: Η γιαγιά Μερόπη με επηρέασε συνειδητά μια που πέρασα πολλά χρόνια κοντά της. Με δίδαξε να αγαπάω το θέατρο και την εκκλησία. Μικρός περνούσα πολλά βράδια μαζί της. Το μενού περιελάμβανε εναλλάξ βίους των Αγίων και βίους (και πολιτείες) όλων των παληών ‘μύθων’ του Εθνικού Θεάτρου συνεργαζόμενη με τους οποίους πέρασε όλη της την ζωή. Καθισμένος στα πόδια της περνούσα ώρες μαγεμένος να την ακούω μια που είχε λίαν ανεπτυγμένο το χάρισμα τού διηγείσθαι. Ήταν πολύ δοτικός άνθρωπος και δεν την άκουσα ποτέ να λέει κακιά κουβέντα για κανένα. Τον παππού Νίκο τον γνώρισα μόνο από διηγήσεις των άλλων μια που γεννήθηκα τρία χρόνια μετά τον θάνατο του. Είχε τη φήμη του ‘Τραγωδού’ του Εθνικού, του αντίπαλου δέους του Βεάκη στους τραγικούς ρόλους που ερμηνεύανε πολλάκις από κοινού. Τον περιέγραφαν σαν ιερό τέρας απόλυτα αφιερωμένο στο θέατρο αλλά και σαν αφοσιωμένο οικογενειάρχη, πάντα έτοιμο να ξιφουλκήσει για να προστατέψει τις δύο κόρες του. Στο μυαλό μου είχα κάτι ανάμεσα στον ΣΕΡ του Αμπιγιέρ και του Ορέστη Μακρή στην γνωστή ταινία που μεγαλώνει πολλές κόρες. Τρία πράματα, όμως, κληρονόμησα σίγουρα από αυτόν. Το δίκορφο φαλακρό κεφάλι του, τις καρδιοπάθειές του και την όποια κλίση διαθέτω στο θέατρο.
Δύο είναι οι άνθρωποι που με επηρέασαν περισσότερο από κάθε άλλον στη ζωή μου. Και για τους δύο ένα ολόκληρο βιβλίο για τον καθένα δεν φτάνει για να μιλήσω. Και οι δύο, αν και 30 χρόνια μεγαλύτεροι μου, με τιμήσανε με τη βαθιά προσωπική φιλία και συνεργασία τους, και μέσα από τη φιλία που ένιωθαν και α υ τ ο ί για μένα, με διδάξανε άπειρα πράγματα. Ο ένας ήταν ο Τάσος Λιγνάδης και ο άλλος ο Μίνως Βολανάκης. Δυστυχώς τον ένα τον έχασα το 89 και τον άλλον το 99. Τότε κατάλαβα για πρώτη φορά τι θα πει αληθινή ορφάνια.
-Τα χρόνια της θητείας σας στο Εθνικό. Τι διδαχθήκατε; Τι κρατάτε και τι απορρίπτετε;
Γ.Β.: Εθνικό Θέατρο … 1979 - 1982. Ο Μινωτής μου κάνει την ύψιστη τιμή να με διαλέξει για βοηθό σκηνοθέτη και εισηγητή Δραματολογίου του Εθνικού. Μου εξηγεί ότι για τις δύο αυτές θέσεις έχει άμεση ανάγκη το Θέατρο, ενώ ηθοποιούς έχει την ώρα εκείνη υπεράριθμους λόγω διαφόρων ‘’υποχρεώσεων’’ ενώ αν τα πάω καλά στα καθήκοντα μου θα μπορέσω και να παίζω και να σκηνοθετώ. Ακολουθεί εσαεί ανανεούμενο ετήσιο συμβόλαιο με αξιοπρεπέστατες αποδοχές μετά από τρίμηνη άμισθη δοκιμή. Εγώ πλέω σε πελάγη ευτυχίας. Στην ηλικία των 23 ετών είμαι ο νεώτερος βοηθός σκηνοθέτης που έχει ποτέ πατήσει το πόδι του στο Εθνικό. Το Εθνικό διαθέτει άλλες δύο βοηθούς σκηνοθέτες, παληές καραβάνες και οι δύο. Ο ένας είναι ο Μεσσάλας, αποκλειστικός βοηθός - δερβέναγας του Μινωτή που δεν αφήνει άνθρωπό να τον πλησιάσει και ο άλλος ο Παπαδάκης, αποκλειστικός του Σολομού με ανάλογη αστυνομική αντίληψη. Εγώ λίμπερο. Με ζητούν όλοι οι άλλοι και έτσι συνεργάζομαι αμέσως με Βολανάκη, Ευαγγελάτο, Κακογιάννη, Μπάκα, Θεοδοσιάδη και πολλούς άλλους. Το άστρο μου ξαφνικά φαίνεται να ανατέλλει και όλοι θέλουν να δουλέψουν μαζί μου. Ήδη από τη δεύτερη σεζόν, όπως και στους άλλους δύο, συζητούν τι έργο θα μου αναθέσουν για να σκηνοθετήσω μόνος μου ενώ έχω σβήσει μόλις τα 24 κεράκια στην τούρτα μου. Αλλά τη μεγαλύτερη χαρά πήρα όταν ο Βολανάκης μου ζήτησε να είμαι ο μοναδικός του βοηθός στο Εθνικό … αλλά και στα Εξάρχεια, όπου οι δικές του ‘Γιορτές των Βράχων’ προετοιμάζονται για απογείωση.
(…)
Photo gallery: