Μετάφραση: Ράνια Παπαδοπούλου
Περί τα τέλη του 1606 στο μέσο της θεατρικής σαιζόν, που περιελάμβανε ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το σύνολο των καλύτερων έργων που παρουσιάστηκαν ποτέ επί σκηνής –ο «Βασιλιάς Ληρ» και ο «Μάκμπεθ» του Σαίξπηρ, το «Volpone» του Μπεν Τζόνσον και «Η τραγωδία του εκδικητή» του Τόμας Μίντλτον- η ομάδα του Σαίξπηρ, οι Άνθρωποι του Βασιλιά, χαμήλωσαν τη σημαία τους στο Globe theatre και κλείδωσαν τις πόρτες του θεάτρου. Η πανούκλα είχε επιστρέψει.
Δύο χρόνια νωρίτερα, μετά από μία μεγάλη διάδοση της ασθένειας, όπου πέθαναν περισσότεροι από 30.000 Λονδρέζοι, το Ιδιωτικό Συμβούλιο ανακοίνωσε ότι οι δημόσιες παρουσιάσεις θεατρικών έργων θα έπρεπε να σταματήσουν, εφόσον ο αριθμός των νεκρών από την πανούκλα κάθε εβδομάδα ξεπερνούσε τους τριάντα. Πρακτικά, ωστόσο, φαίνεται πως υπήρχαν κάποια περιθώρια με τους ηθοποιούς να παρακάμπτουν περιστασιακά τους κανόνες για να βγάλουν τα προς το ζην, όταν ο αριθμός των νεκρών μειωνόταν κάτω από τους σαράντα. Τα αρχεία του Ιδιωτικού Συμβουλίου για εκείνη την εποχή χάθηκαν σε μία φωτιά που ξέσπασε το 1618, οπότε δε θα μπορέσουμε ποτέ να μάθουμε ποιος ήταν ο αριθμός που πυροδότησε το κλείσιμο των θεάτρων. Αλλά, η ελαστικότητα υπονοείται στο έργο του Lording Barry, «Ram Alley» (1608), όπου ένας χαρακτήρας αναφέρει: «Μειώνομαι όπως ένας νέος ηθοποιός σε ένα νομοσχέδιο που πιστοποιεί τους 40». Σε κάθε περίπτωση περί τα τέλη του 1606, με τον αριθμό των θανάτων από την πανούκλα να αυξάνεται κάθε εβδομάδα, η παύση των δημόσιων θεαμάτων ήταν αναμενόμενη, τουλάχιστον για το καλοκαίρι.
Τα συμπτώματα της πανούκλας ήταν φριχτά: ο πυρετός, η ταχυπαλμία και η δύσπνοια, ακολουθήθηκαν από τον πόνο στην πλάτη και τα πόδια, τη δίψα και τα παραπατήματα. Επίσης, μερικοί υπέφεραν από μεγάλους πονοκεφάλους, με βαρύτητα, μοναξιά και θλίψη. Η βουβωνική λεμφαδενίτιδα - σκληρά διογκώματα λεμφικού αδένα, που ονομάζονται σπασμοί ή πληγές - σχηματίζονταν στη βουβωνική χώρα, στη μασχάλη ή στο λαιμό, και μετά τη ρήξη, προκαλούσαν έναν τόσο αγωνιώδη πόνο, που μερικά θύματα πηδούσαν από τα παράθυρα. Στο τέλος η ομιλία γινόταν δύσκολη και τα θύματα ούρλιαζαν ή παραληρούσαν πριν υποκύψουν σε ανακοπή της καρδιάς. Ήταν ένα απαίσιος τρόπος για να πεθάνεις και πολύ άσχημο να γίνεσαι μάρτυρας αυτού. Όσοι ήταν από δέκα έως τριάντα πέντε ετών ειδικά ήταν πολύ ευάλωτοι.
Η έλευση του φθινοπώρου στην αρχή φαινόταν ότι θα φέρει ανακούφιση, καθώς ο αριθμός των θυμάτων από τα 116 την εβδομάδα περί τα τέλη του Αυγούστου, μειώθηκε στα 87 μέχρι το τέλος του Σεπτεμβρίου. Ο Βασιλιάς Ιάκωβος ο 6ος, ανησύχησε ότι το κοινοβούλιο δε θα μπορούσε να συνεδριάσει για να εγκρίνει τα σχέδιά του για την ένωση της Σκωτίας και της Αγγλίας πριν τα Χριστούγεννα και πίεσε το Ιδιωτικό Συμβούλιο να κάνει περισσότερα για την καταπολέμηση της ασθένειας.
Αντίθετα, απαίτησαν μεγαλύτερη επαγρύπνηση από μέρους των τοπικών αρχών και παραπονέθηκαν στον δήμαρχο ότι πάρα πολλοί Λονδρέζοι έσβηναν τους κόκκινους σταυρούς που ήταν ζωγραφισμένοι στις πόρτες των μολυσμένων σπιτιών και όσων ήταν σε καραντίνα. Τους απάντησε υποσχόμενος ότι θα παίρνονταν μέτρα με τη χρήση χρωμάτων που βασίζονταν στο λάδι παρά στο νερό για να εμποδίσει αυτή την πράξη των Λονδρέζων.
Νωρίτερα τον Οκτώβριο, ο αριθμός των θυμάτων απρόσμενα έφτασε τα 141 εβδομαδιαία. Σχεδόν 600 Λονδρέζοι πέθαναν εκείνο το μήνα καθώς υπήρξε νέα έξαρση της ασθένειας. Ο δήμαρχος υποσχέθηκε να εφαρμόσει ακόμα σκληρότερα μέτρα, εξορίζοντας τους επαίτες από την πόλη, τοποθετώντας φρουρούς έξω από κάθε μολυσμένο σπίτι, ενώ κανένας ασθενής δε θα μπορούσε να βγει έξω από τα όρια του σπιτιού του. Αλλά, όλοι γνώριζαν ότι αυτές δεν ήταν υποσχέσεις που θα μπορούσε να τηρήσει εύκολα: με περισσότερους από χίλιους Λονδρέζους να νοσούν, οι αρχές είχαν ελλείψεις από τις προμύθιες και το ανθρώπινο δυναμικό, που θα εξασφάλιζαν την καραντίνα τόσο πολλών μολυσμένων σπιτιών.
Όταν η πανούκλα διαδόθηκε σχεδόν σε όλο το Λονδίνο τον Ιούλιο, η ενορία του Σαίξπηρ, το St Olave’s στη Silver Street, που βρισκόταν βορειοδυτικά μέσα στα τείχη της πόλης του Λονδίνου, είχε γλιτώσει. Το St Olave’s ήταν μία μικροσκοπική ενορία και τη δεκαετία πριν από το 1606, οι καμπάνες της εκκλησίας του είχαν χτυπήσει κατά μέσο όρο μόνο δύο φορές το μήνα λόγω θανάτου (με εξαίρεση το 1603, όταν 125 άτομα πέθαναν λόγω πανούκλας). Ενώ οπουδήποτε στο Λονδίνο το καλοκαίρι του 1606 πέθαιναν ντουζίνες ανθρώπων κάθε εβδομάδα, στην ενορία του St Olave’s δεν είχε καταγραφεί ούτε μία κηδεία από τον Απρίλιο, παρά μόνο δύο άτομα που πέθαναν πριν το τέλος του Αυγούστου.
Ο John Flint, ένας εφημέριος που είχε σπουδάσει στο Cambridge κρατούσε το μητρώο της ενορίας. Όταν καταχωρούσε τους θανάτους, έγραφε μόνο την ημερομηνία, το όνομα του θανόντος (και αν ήταν υπηρέτης, τη σύζυγο ή το παιδί, τη σχέση του/της με τον ιδιοκτήτη του σπιτιού). Ενώ ο Flint μερικές φορές συμπεριλάμβανε μία τυχαία λεπτομέρεια, οι σημειώσεις του είναι σύντομες και δεν κατέγραφε την αιτία του θανάτου, όπως έκαναν μερικές φορές άλλοι ιερείς. Η οποιαδήποτε προσπάθεια ανίχνευσης στοιχείων για την πανούκλα όσων αφορά την ενορία του Σαίξπηρ πρέπει να έχει αναδημιουργηθεί από άλλα μέσα. Η καλή τύχη της ενορίας συνεχίστηκε μέχρι τον Σεπτέμβριο. Στις Κυριακάτικες προσευχές στην παλιά εκκλησία, που ήταν τόσο παρηκμασμένη, που έπρεπε να κατεδαφιστεί και ξαναχτίστηκε το 1609, οι ενορίτες πρέπει να ένιωθαν το προστατευτικό χέρι της Πρόνοιας στην εργασία. Νωρίς τον Οκτώβριο, η τύχη της ενορίας τελείωσε. Αν λάβουμε υπόψη μας τους πολλαπλούς θανάτους κάτω από την ίδια στέγη σε σύντομο χρονικό διάστημα ως ένδειξη της πανούκλας, μέχρι το τέλος του Δεκεμβρίου του 1606, η έξαρση της ασθένειας είχε στοιχίσει τη ζωή τουλάχιστον δώδεκα ανθρώπων. Υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητα, λοιπόν, αυτή η πανούκλα, που έπληξε τους νέους δυσανάλογα, να ήταν η αιτία μερικών και ίσως των περισσότερων θανάτων. Αυτό, αφήνει δύο άλλους θανάτους ανεξακρίβωτους. Ο ένας ήταν του πρεσβύτερου ή επαίτη William Howson, αγνώστου ηλικίας, που μπορεί να είχει πεθάνει από έναν αριθμό αιτιών περί τα τέλη του Δεκεμβρίου. Ο άλλος ήταν αυτός της Marie Mountjoy, σπιτονοικοκυράς του Σαίξπηρ, η οποία ίσως να μην ήταν σαράντα ετών, όταν θάφτηκε στον περίβολο της εκκλησίας, στο πιο κρίσιμο σημείο της έξαρσης της ασθένειας στις 30 Οκτωβρίου.
Ένα από τα πιο παράξενα δεδομένα σχετικά με τα ίχνη της ζωής του Σαίξπηρ είναι ότι γνωρίζουμε πολύ περισσότερα για τις συζητήσεις του με την Mountjoy παρά για αυτές με την ίδια του τη σύζυγο. Το 1604, ο συγγραφέας κλήθηκε να βοηθήσει στην επίλυση μίας οικογενειακής κρίσης στον οίκο των Mountjoy. Οι Mountjoy, που είχαν χάσει ένα παιδί μία δεκαετία νωρίτερα, είχαν μόλις έναν επιζόντα διάδοχο, μία κόρη που ονομαζόταν, Mary. Κάτω από την ίδια στέγη έμενε μαζί τους κι ένας ικανός υπάλληλος, ο Stephen Belott, ένας πολλά υποσχόμενος νεαρός άνδρας, για τον οποίο οι Mountjoys ήλπιζαν ότι θα παντρευτεί την κόρη τους και στον οποίο την «πρόσφεραν πρόθυμα». Αυτό μαζί με μερικές λεπτομέρειες σχετικά με την εμπλοκή του Σαίξπηρ και τη μαρτυρία του,το γνωρίζουμε από μία διαμάχη για την υποσχόμενη προίκα, που έληξε οκτώ χρόνια αργότερα στα δικαστήρια και ανακαλύφθηκε το 1910. Ο Σαίξπηρ είπε στο δικαστήριο ότι η Mountjoy τον «εκλιπαρούσε» να «πείσει» τον Belott «να δεχθεί τον εν λόγω γάμο» και ότι συμμορφώθηκε «αναλόγως» με τις επιθυμίες της.
Ο Σαίξπηρ είχε μετακομίσει στη Silver Street γύρω στο 1602. Φαίνεται ότι έφυγε από το St Olave’s λίγο μετά τον θάνατο της Mountjoy. Ο εφημέριος δεν κατέγραψε από τι πέθανε η Mountjoy και τα έγγραφα του δικαστηρίου του 1612 δεν κάνουν καμία αναφορά σε αυτό. Με την εξάπλωση της πανούκλας στο St Olave’s εκείνη την περίοδο, υπάρχει μία μεγάλη πιθανότητα να ήταν ένα από τα θύματα. Εν τω μεταξύ, η πανούκλα πρέπει να είχε πλησιάσει πολύ περισσότερο το σπίτι του Σαίξπηρ απ’ ό,τι αντιλαμβανόμαστε, ειδικότερα όταν οι τοπικές αρχές διέταξαν την απομόνωση των μολυσμένων σπιτιών σε μία από τις τελευταίες εξάρσεις κατά τη διάρκεια αυτής της επιδημίας.
Το τι σκεφτόταν ο Σαίξπηρ για αυτή τη γυναίκα, που τον είχε παρακαλέσει και το γιατί παράτησε τη Silver Street τόσο σύντομα μετά τον θάνατό της, θα παραμείνει ένα μυστήριο, όπως και ό,τι έχει σχέση με την προσωπική του ζωή. Το επεισόδιο μας υπενθυμίζει πόσο λίγα είναι τα θραύσματα της ύπαρξής του, ειδικά αυτά που αποκαλύπτουν το ο,τιδήποτε για τις σχέσεις του. Η αξιοσημείωτη ανακάλυψη περίπου έναν αιώνα πριν, για τη νομική διαμάχη σχετικά με την προίκα σε συνάρτηση με τα αρχεία των επιζώντων στην ενορία του St Olave’s, μας επιτρέπουν να ρίξουμε μία σύντομη ματιά ίσως σε μία από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές στη ζωή του Σαίξπηρ και ταυτόχρονα σε μία από τις πιο περίπλοκες και πιο τρομακτικές. Ίσως να μην ήταν ο μόνος που να σκέφτηκε ότι δύο φορές του χαρίστηκε η ζωή του: πρώτα, τον προηγούμενο Νοέμβριο από την έκρηξη και τις φλόγες της πυρίτιδας και έπειτα, σχεδόν ένα χρόνο αργότερα από την έξαρση της πανούκλας, που είχε φτάσει στην πόρτα του σπιτιού του.
Οι βιογράφοι τείνουν να αποδίδουν τη στροφή στην καριέρα του Σαίξπηρ στην ψυχολογική του κατάσταση (πρέπει να ήταν ερωτευμένος ή απογοητευμένος όταν έγραφε κωμωδίες και σονέτα, σε κατάθλιψη όταν έγραφε τραγωδίες και σε πένθος όταν έγραψε τον «Άμλετ»). Ενώ η προσωπική του ζωή πρέπει να τροφοδοτούσε έντονα τα γραπτά του, δεν έχουμε ιδέα τι ένιωθε την περίοδο που έγραφε - παρά μόνο μία σφαιρική αντίληψη, που προκύπτει από τα γραπτά του (που κατευθύνονται ξεκάθαρα από την πανούκλα, ασχέτως με το πόσο βαθιά βίωσε τον αντίκτυπό της).
Γνωρίζουμε πολύ περισσότερα για το πώς μία επίσκεψη τρωκτικών το 1606 άλλαξε την επαγγελματική ζωή του Σαίξπηρ, γιατί σηματοδότησε την αρχή του τέλους θεατρικών ομάδων του Λονδίνου - Paul’s Boys και Children of the Revels – δίνοντας στη θεατρική ομάδα του Σαίξπηρ τη δυνατότητα να αντικαταστήσει τους άνδρες ηθοποιούς στο εσωτερικό του Blackfriars theatre. Η μετακίνηση στο εσωτερικό του θεάτρου κατά τους χειμερινούς μήνες άλλαξε τη σύσταση των θεατών, για τους οποίους έγραφε αλλά και τα είδη των πιο οικείων σκηνών, που μπορούσε να γράψει. Αξίζει να αναλογιστούμε το πώς η έξαρση της πανούκλας που έφτασε πολύ κοντά στο να σκοτώσει τον Σαίξπηρ, οδήγησε σε αυτό το είδος του δυνατού δράματος που μεταχειρίστηκε πλήρως την ατμόσφαιρα των κεριών στο Blackfriars – η πιο αξιοσημείωτη στιγμή ίσως είναι η εκπληκτική σκηνή στο «Χειμωνιάτικο παραμύθι», όπου το άγαλμα της φαινομενικά νεκρής Ερμιόνης έρχεται στη ζωή.
Πηγή δημοσιεύματος: The Guardian
Δείτε εδώ την αγγλική εκδοχή του δημοσιεύματος