Θυμάμαι τον εαυτό πριν από πολλά χρόνια, όταν πήρα την απόφαση να υπηρετήσω την τέχνη από το backstage. Την κούραση, τις επίπονες πρόβες, τα αλλεπάλληλα τηλέφωνα και όλη τη διαδικασία μέχρι το ανέβασμα μίας παράστασης ή την πραγματοποίηση μίας συναυλίας.
Σήμερα, εν έτει 2020 αναρωτιόμαστε αν θα πρέπει να βγούμε ή να μείνουμε σπίτι, αν θα πρέπει να κρατήσουμε αποστάσεις. Στον τομέα του πολιτισμού τα πράγματα συνεχίζουν να είναι αβέβαια και ακυρωτικά (όπως και στους υπόλοιπους τομείς). Το Υπουργείο Πολιτισμού έδωσε ένα μικρό τυράκι στον «πολιτισμό» για να σταματήσουν οι διαμαρτυρίες. Τα θέατρα και οι μουσικές σκηνές ανακοινώνουν τον καλλιτεχνικό τους προγραμματισμό, χωρίς να έχουμε έγκυρη ενημέρωση για την επαναλειτουργία τους. Απεναντίας και οι ήδη προγραμματισμένες παραστάσεις αντιμετωπίζουν προβλήματα καθώς αναβάλλονται λόγω κορονοϊού ή μειωμένης προσέλευσης του κόσμου. Την ίδια στιγμή τα πλοία πηγαινοέρχονται υπερπλήρη, χωρίς αποστάσεις με ελάχιστες προφυλάξεις και χωρίς τεστ.
Μου είχε πει κάποτε ένας ηθοποιός «Παίζουμε για τον άγνωστο θεατή, που θα του αλλάξουμε τη ζωή».
Το συγκεκριμένο σχόλιο αφιερώνεται:
-σε αυτόν τον άγνωστο θεατή, τον ακροατή και τον αναγνώστη, που αναζητά ένα καταφύγιο στην τέχνη, μία στιγμή αναψυχής, ξεκούρασης ή αγαλλίασης. Σε αυτόν τον άγνωστο άνθρωπο, που θα αρκεστεί σε διαδικτυακές παραστάσεις πάσης φύσεως, αν δεν επέλθει κάποια αλλαγή στο τοπίο.
-σε όλους τους εργαζομένους στο χώρο των τεχνών και των θεαμάτων, εργάτες και ανέργους, που πασχίζουν να επιβιώσουν.
-σε κάθε πολιτική αρχή που παρίσταται σε πολιτιστικές εκδηλώσεις για δημόσιες σχέσεις και όταν της χτυπούν την πόρτα οι καλλιτέχνες και κάθε εργαζόμενος στο χώρο των θεαμάτων ρίχνει το μπαλάκι των ευθυνών και των αποφάσεων σε άλλον.
Σήμερα αποφάσισα να πάω στο θέατρο «χωρίς μάσκες».
Ράνια Παπαδοπούλου