Γράφει η Ράνια Παπαδοπούλου
Ο Βαγγέλης Ατραΐδης, ένας από τους μεγαλύτερους δημιουργούς πολλών από των σημαντικότερων τραγουδιών που έχουν γραφτεί μέχρι και σήμερα στην ελληνική δισκογραφία, έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της Κυριακής 4 Μαρτίου 2018 σε ηλικία 85 ετών. Γεννήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 1933 στην Καισαριανή όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Την αγάπη του για να δημιουργεί «καταστάσεις» την εκδήλωσε από πολύ μικρή ηλικία, παρόλο που δεν ήταν «θρανιακής μόρφωσης», φτάνοντας μέχρι την τρίτη δημοτικού, όπως δήλωνε και ο ίδιος. Το επάγγελμα από το οποίο βιοποριζόταν ήταν αυτό του ράφτη, όπως και ο πατέρας του. Περί το 1936, ένας θείος του από την πλευρά της μητέρας του, χαρίζει στον πατέρα του ένα μπουζούκι, το οποίο θα συντηρήσει την οικογένεια Ατραΐδη, κατά τη διάρκεια της Κατοχής μέχρι και το 1946.
Το 1940-41, όταν ήταν περίπου 8 ετών, καθώς κάθονταν γύρω από ένα μαγκάλι με την οικογένειά του, η μητέρα του είχε εκφράσει την επιθυμία της, μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας να είχε λίγο λάδι για να ανάψει ένα καντήλι και λίγο ψωμί για να δώσει στο γιο της. Ο μικρός τότε Βαγγέλης Ατραΐδης απήγγειλε το πρώτο στιχούργημα που έφτιαξε στη ζωή του «Τι κάθεσαι και προσκυνάς τη ζωγραφιά ετούτη και μοιρολατρικά ζητάς να σου χαρίσει πλούτη! Σήκω απάνω μάνα μου! Ύψωσε τη γροθιά σου και όσα βλέπεις γύρω σου θα γίνουνε δικά σου!». Η Καισαριανή λειτούργησε θετικά στην πορεία του, καθώς τότε του δόθηκε το πρώτο έναυσμα για να ξεκινήσει να γράφει. «Όλες μου τις σκέψεις και όλες μου τις εικόνες από τη ζωή άρχισα να τις κάνω τραγούδια.»
Το 1948, ο πατέρας του ξεκίνησε να ασκεί ξανά το επάγγελμα του ράφτη, με ένα δωμάτιο στο σπίτι τους να είναι το ραφτάδικό του. Δεν τον άφηνε ποτέ να αγγίζει το μπουζούκι του, αλλά όταν έφευγε για να αγοράσει υλικά, ξεκλείδωνε με τρόπο τη ντουλάπα, έπαιρνε το μπουζούκι και μάθαινε να παίζει. «Είχα μάθει ένα τραγουδάκι τότε, ευρωπαϊκό ‘Άστα τα μαλλάκια σου ανακατωμένα’. Τότε η ονομαστική εορτή του πατέρα συνηθιζόταν να γίνεται στο σπίτι ή στην αυλή, όπου συγκεντρώνονταν οι φίλοι όλοι και οι γνωστοί, και σε μία τέτοια γιορτή του πατέρα μου, είχαν έρθει οι φίλοι του. Όλοι εκεί γλεντούσαν και με το μπουζούκι ο πατέρας μου κι εγώ με την κερένια μύτη παλικαρόπουλο. Του λέω κι εγώ εκείνη την ώρα ‘Μπαμπάκα, δώσε μου το μπουζουκάκι, να παίξω κι εγώ ένα κομμάτι.’ Και μου λέει ‘Τι θα παίξεις εσύ; Τι ξέρεις εσύ;’ και λέει ο άλλος ο φίλος του, Ηλίας Γεωργίου λεγόταν, ‘Δώσ’ το βρε Γιώργο στο παιδί! Τι θα γίνει;’ Και το πιάνω λοιπόν κι εγώ και παίζω το ‘Άστα τα μαλλάκια σου’και μου λέει ‘Πού έμαθες και παίζεις εσύ;’, ‘Ε καλέ μπαμπάκα ξέρω εγώ κτλ. …’. Ύστερα κάτι μεσολάβησε και μου λέει ‘Εντάξει ρε να το παίρνεις το μπουζουκάκι, αλλά πρόσεξε μη μπλέξεις …’».
Οι μνήμες δεν τελειώνουν ποτέ και η ιστορία γράφεται μέσα από αυτές τις ξεχωριστές στιγμές. Ο ράφτης της γωνιάς συνάντησε τον τσαγκάρη της γωνιάς και πάρα πολλούς ακόμα, γράφοντας τις μεγαλύτερες επιτυχίες που τραγουδιούνται μέχρι και σήμερα.
Γιατί…
«ΠΑΡΩΝ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ και όπου πάει, φτάνει ο άνθρωπος να αγαπάει και πώς ξεκίνησε να μην ξεχνάει.»
Η κηδεία του Βαγγέλη Ατραΐδη, πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 6 Μαρτίου 2018 στις 4 το μεσημέρι στο Κοιμητήριο Καισαριανής, όπου πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε για να αποχαιρετήσει τον αγαπημένο συνθέτη.