Ο Γάλλος σκηνοθέτης Ζαν – Λυκ Γκοντάρ είχε χαρακτηρίσει τον κινηματογράφο ως την πιο όμορφη απάτη του κόσμου. Κάνοντας μία αναδρομή στο παρελθόν σας παρουσιάζουμε δέκα ταινίες, που πρέπει να δείτε κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού μας, λόγω των εξελίξεων στον τομέα της δημόσιας υγείας.
- «Συνοικία το όνειρο», (1961), σκηνοθεσία: Αλέκος Αλεξανδράκης
Μια φτωχογειτονιά της Αθήνας, ο Ασύρματος, είναι το κέντρο του κόσμου για τους ανθρώπους που ζουν εκεί, και προσπαθούν με κάθε τρόπο να ξεφύγουν απ’τη φτώχεια και την ανέχεια. Ένας άρτι αποφυλακισμένος νέος, ο Ρίκος (Αλέκος Αλεξανδράκης), προσπαθεί να βγάλει χρήματα, την ίδια στιγμή που η αγαπημένη του (Αλίκη Γεωργούλη) βλέπει άλλους άνδρες, και ο αδερφός της (Μάνος Κατράκης) προσπαθεί να συνεισφέρει στα οικονομικά της οικογένειας. Ο Ρίκος θα σκαρφιστεί μια δουλειά αλλά θα ξοδέψει τα συγκεντρωμένα χρήματα. Ένας από τους «συνεταίρους» του (Αλέκος Πέτσος) θα αυτοκτονήσει. Ο Ρίκος, η αγαπημένη του και ο αδερφός της, ηττημένοι και απογοητευμένοι εξαιτίας των προσδοκιών που δεν ευοδώθηκαν ποτέ, θα αναγκαστούν να συμβιβαστούν με την ωμή πραγματικότητα. Πρόκειται για μια ταινία γυρισμένη πάνω στα νεορεαλιστικά πρότυπα, με ένα πολύ δυνατό καστ ηθοποιών, η οποία εντυπωσίασε λόγω της ευαίσθητης σκηνοθετικής ματιάς του Αλέκου Αλεξανδράκη και των δυνατών κοινωνικών μηνυμάτων της.
- «Η φόνισσα», (1974), σκηνοθεσία: Κώστας Φέρρης
Η Φραγκογιαννού (Μαρία Αλκαίου), μια ταλαιπωρημένη γυναίκα με σαλεμένο νου εξαιτίας μιας δύσκολης ζωής, αναθυμάται το παρελθόν δίπλα στην κούνια της νεογέννητης εγγονής της. Η μάνα της ήταν κακιά, ο ένας της γιος εγκληματίας. Το μυαλό της θολώνει και πνίγει το μωρό, καθώς θεωρεί ότι τα κορίτσια φέρνουν στην οικογένειά τους μόνο προβλήματα. Στη συνέχεια, θα αφήσει ένα κοριτσάκι να πνιγεί στο πηγάδι, ενώ θα πνίξει άλλα τρία κοριτσάκια, εκ των οποίων το ένα νεογέννητο. Θεωρεί ότι με τον τρόπο αυτό απαλάσσει παιδιά και γονείς από τα επερχόμενα βάσανα της ζωής. Οι αρχές την καταδιώκουν και εκείνη καταλήγει στη θάλασσα, όπου θα βρει και το θάνατο. Η ταινία είναι βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
- «Η εαρινή σύναξις των αγροφυλάκων», (1999), σκηνοθεσία: Δήμος Αβδελιώδης
Νήσος Χίος, 1960. Μετά το θάνατο του αγροφύλακα Θολοποταμίου και την απροθυμία που παρατηρείται ως προς τη διαδοχή του, το κοινοτικό συμβούλιο προσφέρει ένα πρόσθετο οικονομικό κίνητρο. Έτσι, ο αγρονόμος Ροδοκανάκης βρίσκει τελικά αντικαταστάτη του αποθανόντος. Πρόκειται για ένα τύπο ιδιαίτερα συμμαζεμένο και δειλό ο οποίος, αντί να προστατεύει τα κτήματα του κόσμου, προσέχει μόνο το μποστάνι του Σιδερή, κι αυτό με χίλια ζόρια. Τελικά πεθαίνει από συγκίνηση, καθώς κρυφοκοιτάζει την ατίθαση Ελισώ, ένα σωστό αγριοκάτσικο, να λούεται ολόγυμνη στη θάλασσα. Ο νέος διάδοχος, ο Ματσαγάνος, ακολουθεί άλλο τροπάριο: το παίζει σκληρό καρύδι και συγκρούεται με τον ιδιοκτήτη του λιοτριβιού. Ακολούθως, προσάγει έξι άτακτους μαθητές στον αγρονόμο κι αυτός τον απολύει για υπερβάλλοντα ζήλο. Επιστρέφει αγριεμένος στο χωριό, τα σπάει στο καφενείο και προσπαθεί ματαίως να συλλάβει την Ελισώ. Ο Λαβίδας, που είναι ο επόμενος αγροφύλακας, κολλάει με μια παρέα χαρτοπαικτών στο καφενείο του γειτονικού χωριού. Χαρτοπαίζει διαρκώς, χάνοντας όλους τους μισθούς του, ακόμα και τον γάϊδαρό του. Κάποια στιγμή εμφανίζονται οι χωροφύλακες και τους συλλαμβάνουν όλους, εκτός από τον ιδιοκτήτη του λιοτριβιού, ο οποίος έχει κρυφτεί μέσα σ’ ένα βαρέλι λαδιού. Ο Σιταράς είναι ο τέταρτος αγροφύλακας, νεότερος απ’ τους προκατόχους του και μέγας χωρατατζής. Γελοιοποιεί τα πάντα, αλλά καταδιώκει κι αυτός την ατίθαση Ελισώ. Υφίσταται βέβαια τις αιχμηρές παρατηρήσεις του υπεύθυνου Ροδοκανάκη και τα παρατάει, για να επιστρέψει στο χωριό και να κατορθώσει τελικά να δαμάσει την Ελισώ, την οποία ποθεί κι εκείνος, όπως οι προηγούμενοι αγροφύλακες.
- «Το δέντρο που πληγώναμε», (1986), σκηνοθεσία: Δήμος Αβδελιώδης
Χίος, γύρω στο 1960, λίγες μέρες πριν κλείσουν τα σχολεία για τις καλοκαιρινές διακοπές. Η φιλία μεταξύ δυο αγοριών χαλάει, χωρίς να το θέλουν, εξαιτίας ενός άτυχου περιστατικού. Ξανασυναντιούνται στα μέσα του καλοκαιριού και περνούν μαζί ένα υπέροχο καλοκαίρι. Το φθινόπωρο, όμως, έρχεται γρήγορα πριν καλά-καλά το καταλάβουν.
- «Το φως που σβήνει», (2000), σκηνοθεσία: Βασίλης Ντούρος
Ένα δωδεκάχρονο αγοράκι (Βλαδίμηρος Γκολοσίνσκι), το οποίο εξαιτίας μιας πάθησης των ματιών του χάνει σιγά-σιγά την όρασή του, παρουσιάζει ένα εξαιρετικό ταλέντο στη μουσική και συγκεκριμένα στο βιολί. Η μητέρα του (Ελισάβετ Ναζλίδου) αντιδρά στα μουσικά όνειρα του μικρού, ωστόσο η νεοδιορισμένη δασκάλα (Βίκυ Βολιώτη) και ο φαροφύλακας (Αλέκος Αλεξανδράκης) θα τον ενθαρρύνουν και θα τον οδηγήσουν μέχρι τη συμμετοχή του σε μουσικό διαγωνισμό, όπου και θα κερδίσει το πρώτο βραβείο.
- «Byron, Μπαλάντα για ένα δαίμονα», (1992), σκηνοθεσία: Νίκος Κούνδουρος
Ιανουάριος 1824. Ο Λόρδος Μπάιρον φτάνει στο Μεσολόγγι, όπου οι επαναστατημένοι εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας Έλληνες τον υποδέχονται σαν Μεσσία. Εξόριστος από την πατρίδα του, εξοστρακισμένος από την κοινωνία λόγω των ερωτικών του περιπετειών, κουρασμένος από τα ανούσια πάρτι της Λονδρέζικης αριστοκρατίας, ο Μπάιρον είναι πρόθυμος να πολεμήσει για τον αγώνα και να πεθάνει σαν ένας ομηρικός ήρωας. Αλλά σε αυτή την πικραμένη γη, βρίσκει μόνο λάσπη, κουνούπια και την προσμονή ενός πολέμου. Οι Έλληνες τον κάνουν στρατηγό ενός λόχου χωρικών, περιπλανώμενων, μισθοφόρων και τυχοδιωκτών. Ο Μπάιρον ετοιμάζει τους άντρες του για μια μάχη που δεν θα γίνει ποτέ, όμως είναι αποφασισμένος να δώσει την τελευταία του παράσταση, οδηγημένος από την ομορφιά και τη μαγεία των αρχαίων ελληνικών μύθων. Μέσα στο χάος της επανάστασης, εξαντλημένος από τον πυρετό, τα φαντάσματα του παρελθόντος και τον έρωτα του για τον νεαρό Έλληνα Λουκά, ο ποιητής ακολουθεί τη μοίρα του αψηφώντας το θάνατο, που πλησιάζει. Κάποτε στο Αμπερντίν ένας μάντης του είχε πει πως θα πεθάνει στα 37.
- «Νύφες», (2003), σκηνοθεσία: Παντελής Βούλγαρης
Το 1922, ένας αμερικανός φωτογράφος επιστρέφει στην πατρίδα του, έχοντας μπαρκάρει από τη Σμύρνη. Στο υπερωκεάνιο ταξιδεύουν μαζί του 700 περίπου Ελληνίδες που έχουν σαν προορισμό την Αμερική για να παντρευτούν. Ο φωτογράφος θα ερωτευτεί μια νεαρή κοπέλα από τη Σαμοθράκη, η σχέση τους όμως είναι καταδικασμένη να πάρει τέλος μόλις φτάνουν στο τέλος του ταξιδιού.
- «Μία αιωνιότητα και μία ημέρα», (1998), σκηνοθεσία: Θεόδωρος Αγγελόπουλος
Ο Αλέξανδρος, ένας σοβαρά άρρωστος συγγραφέας (Μπρούνο Γκαντς) που ασχολείται με το ημιτελές έργο του Σολωμού "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι", αναζητά μια γλωσσική και συγχρόνως υπαρξιακή ταυτότητα. Αποπειράται να συγκεντρώσει, να αγοράσει λέξεις για να συμπληρώσει το ατελές έργο του ποιητή. Αποχαιρετά τους κοντινούς του ανθρώπους, λίγο πριν την εισαγωγή του στο νοσοκομείο και το θάνατο. Θα πάρει στο αυτοκίνητό του ένα αγοράκι από την Αλβανία, το οποίο καταδιώκεται από την αστυνομία. Ο συγγραφέας θα γίνει προστάτης του και θα το σώσει από κυκλώματα σωματέμπορων. Μαζί θα περιπλανηθούν στους δρόμους της πόλης. Ο συγγραφέας θυμάται τις ιδιαίτερες στιγμές που έζησε με τη μητέρα, τη γυναίκα του και τους οικείους του. Προσκολλάται στον νεαρό του φίλο, αναβάλλει το θάνατό του, παρατείνει την αιωνιότητα κατά μία μέρα, και μεταφέρει στο παιδί, μαζί με την αγάπη του, και κάτι από τη γνώση του.
- «Too Much Info Clouding Over My Head», (2017), σκηνοθεσία: Βασίλης Χριστοφιλάκης
To Too Much Info Clouding Over my Head είναι μια ασπρόμαυρη smart comedy που εξερευνά την Αθήνα, την ενηλικίωση, την φιλοδοξία, την αποτυχία και την εξιλέωση. Ένας τριαντάρης σκηνοθέτης γεμάτος ψυχαναγκασμούς και σε υπαρξιακή κρίση μπαίνει σε περιπέτειες προσπαθώντας να μαζέψει χρήματα για μια ταινία που δεν θέλει να κάνει.
- «Επαφή», (2017), σκηνοθεσία: Τώνης Λυκουρέσης
Πέντε σταματημένα ασανσέρ. Άγνωστοι μεταξύ τους, παγιδεύονται. Μοιάζουν με συνηθισμένους ανθρώπους, αλλά όλοι έχουν εσωτερικές φοβίες, κρυφές ατζέντες και καταπιεσμένα συναισθήματα. Η ένταση κλιμακώνεται. Δεν υπάρχει επικοινωνία – μόνο πικρόχολοι, θυμωμένοι άντρες και γυναίκες. Κόλαση σε τέσσερα τετραγωνικά. Ο πόλεμος ξεκινάει.
Πηγές περιγραφής ταινιών:
Ταινιοθήκη της Ελλάδος
Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου