Print this page
Πέμπτη, 10 Φεβρουαρίου 2022 18:02

Θανάσης Σαράντος: «Η καλύτερη κριτική για μια παράσταση είναι η γνώμη των θεατών που ευτυχώς έχουν και τον τελικό λόγο για την πορεία της παράστασης»

Συνέντευξη του σκηνοθέτη – ηθοποιού Θανάση Σαράντου στη Νέλλη Σταύρου

Νέα Ορλεάνη, τέλη της δεκαετίας του 1940. Η Στέλλα και ο Στάνλεϊ Κοβάλσκι, δύο άνθρωποι από διαφορετικούς κόσμους – η Στέλλα κόρη μιας ξεπεσμένης αριστοκρατικής οικογένειας του Νότου, ο Στάνλεϊ ένας τραχύς Πολωνός μετανάστης δεύτερης γενιάς – ζουν έναν παθιασμένο έρωτα σε μια γοητευτικά παρηκμασμένη συνοικία της πόλης υπό τους μελαγχολικούς ήχους της τζαζ. Αυτό μέχρι τη στιγμή που στο σπίτι τους φτάνει η Μπλανς Ντυμπουά, η αδελφή της Στέλλας. Η Μπλανς στις αποσκευές της φέρνει όλη την απελπισία της χαμένης ζωής της, τα οικογενειακά βάρη που την τσάκισαν, έναν εύθραυστο ψυχισμό που την κάνει να προτιμά να ζει στη φαντασία αντί στην οδυνηρή πραγματικότητα. Η ματαίωση, η αποτυχία και ο χρόνος που περνά αδυσώπητα στοιχειώνουν το πολυδιάστατο έργο του Ουίλιαμς, που αντανακλά έναν σκληρό κόσμο ο οποίος αποβάλλει ή καταστρέφει όποιον δεν μπορεί να ενσωματωθεί.

Το έργο, που καθιέρωσε τον Τενεσί Ουίλιαμς ως έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς του κόσμου, γράφτηκε το 1947 και έκανε πρεμιέρα στο θέατρο Ethel Barrymore στη Νέα Υόρκη, σε σκηνοθεσία Ηλία Καζάν, κερδίζοντας το βραβείο Πούλιτζερ. Το 1951 γνώρισε παγκόσμια επιτυχία με τη μεταφορά του στον κινηματογράφο από τον ίδιο σκηνοθέτη και με πρωταγωνιστές την Βίβιαν Λη (Μπλανς) και τον Μάρλον Μπράντο (Στάνλεϊ). Στο Εθνικό Θέατρο ανέβηκε για πρώτη φορά από 12/11/2021 έως 23/1/2022 σε σκηνοθεσία Θανάση Σαράντου, αποσπώντας το θερμό χειροκρότημα κοινού και κριτικών.

Στον απόηχο αυτού του επιτυχημένου κύκλου παραστάσεων ο σκηνοθέτης – ηθοποιός Θανάσης Σαράντος, ξετυλίγει το μίτο της σκηνοθετικής του προσέγγισης.

272441230 479012026969665 499288523063745515 n

-Το «Λεωφορείον ο Πόθος», ένα από τα πιο γνωστά και πιο επιτυχημένα έργα του Τενεσί Ουίλλιαμς, συνεχίζει να παραμένει επίκαιρο μέχρι σήμερα. Πώς εξηγείτε τη μεγάλη αποδοχή του από το κοινό;
Είναι ένα έργο το οποίο, παρ’ όλο που έχει εντυπωθεί στον σημερινό θεατή μέσ’ από την σκιά της κινηματογραφικής ταινίας του Καζάν με τις εμβληματικές ερμηνείες του Μπράντο και της Βίβιαν Λη, παραμένει επίκαιρο γιατί είναι σαν να γράφτηκε σήμερα.  Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι άμεση και ταυτόχρονα ποιητική. Δηλαδή, δεν μπορεί να υπάρξει το έργο  «Λεωφορείον ο Πόθος» αν δεν συνυπάρξουν αυτά τα δύο είδη, ο ρεαλισμός και η ποίηση.  Και αυτό κατάφερα να διαπιστώσω σε αυτές τις 40 περίπου παραστάσεις που παίχτηκαν στο Εθνικό Θέατρο.

Πιστεύω σ’ ένα θέατρο συνόλου

-Πόσο δύσκολη υπόθεση είναι για έναν σκηνοθέτη, η επιλογή των τριών βασικών προσώπων σ’ ένα έργο όπως αυτό;
Νομιζω πρέπει να είσαι ιδιαίτερα προσεκτικός στην  επιλογή των κατάλληλων ηθοποιών ώστε να υπάρξει η απαραίτητη χημεία ανάμεσα στα τρία βασικά πρόσωπα του έργου, αφού αποτελούν το δραματουργικό τρίγωνο μέσα από το οποίο εξελίσσεται η ιστορία. Δηλαδή, η Στέλλα βρίσκεται στην κορυφή ενός τριγώνου, ενώ η Μπλανς και ο Στάνλεϊ είναι οι άλλες δύο πλευρές.  Αν δε συμπληρωθεί αυτό το τρίγωνο με την κατάλληλη επιλογή των ηθοποιών, το έργο δεν λειτουργεί.

Βασανιστήκαμε αρκετά για να βρούμε τα πρόσωπα που θα ερμηνεύσουν τους τρεις βασικούς χαρακτήρες. Συγκεκριμένα για τον ρόλο της Στέλλας, μετά από πρότασή μου στο Εθνικό Θέατρο, έγινε ακρόαση στην οποία πήραν μέρος δυόμιση χιλιάδες υποψήφιες. Μετά από πολλούς επίμονους κύκλους ακροάσεων επιλέχθηκε η κατάλληλη ηθοποιός. Η  Νάνσυ Μπούκλη υπερασπίστηκε με πολλή εντιμότητα και με δύναμη τον ρόλο της Στέλλας.  Όμως, ακόμα και στους δευτερεύοντες χαρακτήρες προσπάθησα να υπάρξει η χημεία ανάμεσα στα πρόσωπα, γιατί και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες αντανακλούν ένα μέρος της ιστορίας.  Υπήρχε μεγάλη ανάγκη από ‘μένα να υπάρξει το σωστό «δέσιμο» ανάμεσα στους ηθοποιούς. Πιστεύω σ’ ένα θέατρο συνόλου. Δεν πιστεύω ότι το «Λεωφορείον ο Πόθος» είναι μόνο μια ιστορία ανάμεσα σε αυτά τα τρία πρόσωπα. Όλα τα πρόσωπα συμβάλλουν στην ιστορία. Δεν μπορεί να υπάρξει η ιστορία τους, εάν δεν υπάρξει και ο μικρόκοσμος  σ’ αυτήν την φτωχική γειτονιά της Ν. Ορλεάνης που τόσο ειρωνικά ονομάζεται από τον Τένεσι Ουίλιαμς Ηλίσια Πεδία. Αυτή η ατμόσφαιρα της Νέας Ορλεάνης, στην εποχή που τοποθετεί ο συγγραφέας την ιστορία το 1947, έπρεπε οπωσδήποτε να αποδοθεί.

-Πώς αποδώσατε τη Νέα Ορλεάνη με βάση τις αφηγήσεις του συγγραφέα;

Εμείς δώσαμε τη δική μας εκδοχή της Νέας Ορλεάνης, όπως την φανταστήκαμε, η οποία έχει και εκείνη την εξωτική ομορφιά της ζέστης, την υγρασία και της τζαζ μουσικής που κατακλύζει αυτόν τον σκοτεινό κόσμο, όπου υπάρχει και αρκετή επικινδυνότητα. Είναι ένας υπόγειος κόσμος, μια φτωχική γειτονιά. Εκεί καταφεύγει αυτή η αριστοκράτισσα, η κυρία της υψηλής κοινωνίας, δίνοντάς μας την αίσθηση ότι βρίσκεται σε κίνδυνο, αλλά αποδεικνύεται σκηνή στη σκηνή ότι η ίδια είναι τελικά ο κίνδυνος τόσο για τον εαυτό της όσο και για τη γειτονιά. Στην ουσία όλοι αναστατώνονται από την παρουσία της εκεί. 

-Και η σκηνοθετική σας προσέγγιση; Πώς είναι η δική σας Νέα Ορλεάνη, όπου διαδραματίζεται η ιστορία;

Ένιωσα την ανάγκη ότι θα έπρεπε να ακουστεί  ζωντανή μουσική.  Στο έργο υπάρχουν σκηνικές οδηγίες όπου η μουσική παίζει έναν καίριο ρόλο στην ιστορία. Υπάρχει ένα γειτονικό μπαρ στο  σπίτι των Κοβάλσκι που ονομάζεται «Τέσσερα Ζάρια». Εκεί καταφεύγουν οι άντρες της γειτονιάς για να βρουν γυναίκες. Υπάρχει ένας αισθησιασμός, μια υγρή ζέστη. Οι άνθρωποι είναι λουσμένοι στον ιδρώτα. Όσοι έχουν πάει στη Νέα Ορλεάνη μπορούν να καταλάβουν γιατί συμβαίνει αυτό. Δίπλα τους υπάρχει ένας ποταμός, ο Μισισσιπής και το άρωμα του καφέ και των μπαχαρικών από τις αποθήκες των εμπορευμάτων, που βρίσκονται στην αποβάθρα του ποταμού. Υπάρχει το φως που παίζει έναν πολύ μεγάλο και καταλυτικό ρόλο. Η ιστορία διαδραματίζεται από τον Μάιο μέχρι και τα τέλη Σεπτεμβρίου. Διαδραματίζεται κυρίως το σούρουπο, τη δύση, τις νυχτερινές ώρες. Υπάρχει μόνο μία σκηνή η οποία διαδραματίζεται πρωί. Κατάλαβα λοιπόν, ότι και το φως και η μουσική παίζουν σημαντικό ρόλο. Είχε πολύ μεγάλη σημασία για ‘μένα να δώσω μ’ έναν τρόπο αυτήν την μαγική Νέα Ορλεάνη. Εγώ δεν έχω πάει ποτέ στην Νέα Ορλεάνη, αλλά φαντάστηκα πώς θα μπορούσε να είναι η Νέα Ορλεάνη του 1947 χωρίς ακριβώς να θέλουμε να πάμε πίσω στον χρόνο και να κάνουμε μια μουσειακή παράσταση. Όμως, ένιωσα ότι θα έπρεπε να υπάρχει αυτή η αίσθηση του παραμυθιού για να μπορώ να διηγηθώ αυτή την ιστορία.

Ήταν ένα πολύ μεγάλο στοίχημα για ‘μένα να βρω την ουσία του κειμένου και είχα την ευχέρεια και την δυνατότητα -μετά από δική μου πρόταση- ν’ αναλάβω την μετάφραση και να εισβάλω στον κόσμο του συγγραφέα ουσιαστικά.

-Όσον αφορά το κείμενο ο συγγραφέας πολλές φορές επαναλαμβάνει κάποια γεγονότα. Αν δεν κάνω λάθος, αναγκαστήκατε να κάνετε περικοπές.

Νιώθω πάρα πολύ μεγάλη ανάγκη να μείνω πιστός στο κείμενο. Δυστυχώς, λόγω της πανδημίας, οι θεατές είναι υποχρεωμένοι να φορούν μάσκες καθ’ όλη την διάρκεια της παράστασης κι έπρεπε να γίνουν περικοπές. Για ‘μένα, αυτή η επαναληπτικότητα που διατηρεί ο συγγραφέας σε όλο το κείμενο είναι εσκεμμένη αφού αποκαλύπτει σιγά σιγά τους χαρακτήρες. Υπάρχει μια εμμονική επαναληπτικότητα στο κείμενό του κυρίως μέσω της βασικής ηρωίδας, της Μπλανς, όπου μιλά ακατάπαυστα, υπάρχει μια φλυαρία, αλλά αυτή η φλυαρία ακριβώς μάς κάνει να αισθανθούμε ότι δεν είναι καθόλου στα καλά της. Ο συγγραφέας παίζει πάρα πολύ με αυτές τις αντιφάσεις, δηλαδή, με το τι είναι λογική και τι είναι τελικά τρέλα. Υπάρχει μία γκρίζα περιοχή στους χαρακτήρες και δεν μπορούμε να καταλάβουμε εάν κάποιος είναι κακός ή καλός. Γι’ αυτόν, πιστεύω ότι δεν είναι κανένας κακός. Όλοι τους δικαιολογούνται, μέσα από τις συγκρούσεις που έχουν μεταξύ τους. Ο καθένας έχει τα δικά του πιστεύω. Το έργο είναι ένας πλούσιος κόσμος συναισθημάτων. Ήταν ένα πολύ μεγάλο στοίχημα για ‘μένα να βρω την ουσία του κειμένου και είχα την ευχέρεια και την δυνατότητα -μετά από δική μου πρόταση- ν’ αναλάβω την μετάφραση και να εισβάλω στον κόσμο του συγγραφέα ουσιαστικά. Εκεί ανακάλυψα ότι όσο περισσότερο ασχολούμαι με το κείμενο, τόσο πιο δυνατά πράγματα βγαίνουν στη σκηνή. Κι αυτά τα αποτελέσματα ήταν αυτά που με οδήγησαν για το πώς θα πρέπει να φτιαχτεί π.χ. το σκηνικό, για το πώς θα έρθει η μουσική να συμπληρώσει τον λόγο, για το πού θα πρέπει να πέσει το φως κλπ. αφού υπάρχουν κάποιες σκηνικές οδηγίες.

12345

-Ακολουθήσατε πιστά τις σκηνικές οδηγίες του Ουίλλιαμς;

Σήμερα, ίσως να θεωρείται ντεμοντέ να ακολουθούμε τις σκηνικές οδηγίες ενός θεατρικού συγγραφέα. Ο σκηνοθέτης σήμερα είναι ελεύθερος να τις απαλοίψει και να αφαιρέσει κομμάτια και ενδεχομένως να προσθέσει κάποια άλλα. Δεν μπορούσα να το κάνω αυτό με κανέναν τρόπο για την περίπτωση του Τενεσί Ουίλιαμς, ο οποίος από μόνος του δεν είναι μόνο ένας σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας – ποιητής, αλλά είναι και κατά κάποιον τρόπο σκηνοθέτης του ίδιου του έργου του. Ο ίδιος οριοθετεί τους χαρακτήρες πάρα πολύ καλά. Υπήρχαν κάποια σημεία που θα έπρεπε να αποκωδικοποιήσω το κείμενο, με την έννοια ότι υπήρχαν αποσιωπητικά, θαυμαστικά, τελείες, παύλες ανάμεσα στις λέξεις, εμφατικά τονισμένες λέξεις, ακόμα και λέξεις γραμμένες με κεφαλαία. Όλα αυτά μου έδιναν ένα στίγμα για το πώς θα έπρεπε να εκφράζονται οι χαρακτήρες μέσα από την υποκριτική. Ακολούθησα το κείμενο και τα χνάρια του συγγραφέα, ο οποίος με έναν τρόπο έχει στήσει ξεκάθαρα την κάθε σκηνή και την στρατηγική του πώς να αναδιπλώνει σκηνή σκηνή την ιστορία του μέσα από τους χαρακτήρες.

9876

- Το έργο θα έλεγα ότι τοποθετείται στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου, αλήθειας και ψέματος. Από όσα συμβαίνουν στην Μπλάνς, ποιά είναι η αλήθεια και ποιά το ψέμα;

Αυτό το έργο είναι μια ποιητική τραγωδία. Μ’ έναν τρόπο βλέπουμε την τελική διάλυση ενός άξιου ανθρώπου, που κάποτε είχε μεγάλες δυνατότητες, ο οποίος ακόμα και την ώρα της ήττας του, καθώς καταστρέφεται έχει μια αξία που ξεπερνά την αξία των «άξεστων» ανθρώπων που καταστρέφουν  αυτόν τον άνθρωπο. Η Μπλάνς είναι σαν τον Δον Κιχώτη, ένα σύμβολο θανάτου και ταυτόχρονα ένα σύμβολο πολιτισμού που πεθαίνει. Κατάγεται από τον αριστοκρατικό Νότο της Αμερικής, έναν κόσμο πλουσίων αλλά και εκμεταλλευτών των πολλών. Δηλαδή, είναι απόγονος ενός φεουδαρχικού συστήματος που έχει πλέον παρακμάσει και ζει αναγκαστικά σε μια κοινωνία που έχει ολοκληρωτικά μεταβληθεί.  Ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στην περίοδο της γέννησης του αμερικανικού ονείρου που ξεκινά μετά από έναν οδυνηρό Παγκόσμιο Πόλεμο. Σ’ αυτό το «σύστημα» πρέπει να προσαρμοστεί η Μπλανς, αλλά δεν τα καταφέρνει καταφεύγοντας στο μυαλό της, το τελευταίο της καταφύγιο. Αυτό βέβαια έχει ξεκινήσει ήδη από την εφηβεία της. Ζει μία φαντασίωση, επειδή δεν έχει εκπληρωθεί η φύση της ως γυναίκα, καθώς έχει παντρευτεί έναν ομοφυλόφιλο ποιητή, ο οποίος αυτοκτόνησε. Ζει λοιπόν, μ’ αυτές τις τύψεις για τον θάνατό του. Αργότερα, η ζωή της είναι μια πορεία προς τον θάνατο.  Η ίδια περικυκλώνεται συνεχώς  από τον θάνατο. Έζησε την πτώση του Μπελ Ρεβ. Οι άνθρωποι γύρω της πέθαναν, η αδελφή της το έσκασε στην Νέα Ορλεάνη κι έχει αποκατασταθεί με τον Στάνλεϊ, έναν Αμερικανό δεύτερης γενιάς, πολωνικής καταγωγής.

 Ο Στάνλεϊ είναι  είναι βετεράνος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Η Στέλλα ζει μια ευτυχισμένη, ανέμελη ζωή, με τον άντρα των ονείρων της μακριά από την αδελφή της, την Μπλάνς. Η Μπλανς όταν έρχεται, είναι ήδη κατεστραμμένη και φαίνεται ότι ζηλεύει την τύχη της αδελφής της. Ήταν πάντοτε μια δεσποτική προσωπικότητα και έτσι μπαίνει ανάμεσα στο ζευγάρι. 

Αυτό που ξεχνάμε είναι ότι το έργο διαδραματίζεται μέσα σε δυόμισι ώρες αλλά μέσα σ’ αυτές τις δυόμιση ώρες υπάρχει ένα χρονικό πλαίσιο πέντε μηνών. Η Μπλανς μένει στο μικροσκοπικό τους διαμέρισμα για πέντε μήνες.  Στο τέλος ωθείται στην τρέλα, κάτι το οποίο κλιμακώνεται από τις απογοητεύσεις της που συμβαίνουν σκηνή με σκηνή. Είναι ένας πολυσύνθετος χαρακτήρας μεταξύ αγιοσύνης και προστυχιάς. Είναι μια αντιπαθητική γυναίκα, που κερδίζει την συμπάθεια των θεατών που συγκινούνται βλέποντας το πόσο μοναχικό πλάσμα είναι και πόσο τραγική είναι αυτή η μοναξιά της.  

Επομένως, ένα φυσικό στοιχείο του έργου είναι το πώς μπερδεύεται το πραγματικό με το φαντασιακό, το ρεαλιστικό με το υπερρεαλιστικό. Αυτό το στοιχείο είναι που μας κάνει να σκεφτόμαστε ότι πρόκειται για την ποίηση του Τένεσι Ουίλιαμς που φτάνει στα επίπεδα ενός μαγικού ρεαλισμού.

-Ο Τένεσι Ουίλλιαμς ενσωματώνει στα έργα του πάρα πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία της ζωής του.  Είναι αυτό ένα είδος κάθαρσης για τον συγγραφέα;

Απολύτως. Φυσικά δεν είναι ένα είδος ψυχοθεραπείας για προσωπική χρήση.  Το έργο του είναι τόσο μεγάλο που μας αφορά, γιατί δείχνει απολύτως τη διάσταση της ανθρώπινης φύσης.  Ο συγγραφέας γνώριζε καλά για το τι ήταν η Νέα Ορλεάνη αφού έζησε εκεί ένα μεγάλο μέρος της νεανικής του ζωής. Οι ήρωές του έχουν στοιχεία των προσώπων της οικογένειάς του. Η μητέρα του είχε αριστοκρατικές καταβολές. ‘Ηταν μια αυστηρή αριστοκράτισσα του Νότου με παιδεία, ο πατέρας του ήταν ένας λαϊκός άνθρωπος, ένας έμπορος, ένας πλασιέ παπουτσιών, ο οποίος, όπως φαινόταν από τα ημερολόγια του Ουίλιαμς, ήταν αρκετά σκληροτράχηλος και βίαιος.  Η αδελφή του, η αγαπημένη του Ρόουζ, έπασχε από ψυχική διαταραχή, που επιδεινώθηκε με την λοβοτομή. Αυτό ήταν κάτι που πλήγωσε τον συγγραφέα.

Ο αισθησιασμός που είναι διάχυτος στο «Λεωφορείον ο Πόθος» προέρχεται από την ζωή που ζούσε ο ίδιος ο συγγραφέας. Ακόμα και η σκηνή που ο Στάνλεϊ πετάει το ραδιόφωνο, είχε να κάνει με το ότι εκείνη την εποχή υπήρχε ένας μόνιμος εραστής, ένας Μεξικάνος που ζήλευε τον Τένεσι Ουίλλιαμς και κάποια στιγμή πέταξε την γραφομηχανή του από το παράθυρο. Δηλαδή, υπάρχουν στιγμές της προσωπικής ζωής του συγγραφέα οι οποίες είναι ξεκάθαρα αποτυπωμένες στο έργο του. Είναι λοιπόν ένα βιωματικό έργο, πλούσιο με συναισθήματα που εξακολουθεί ν´ αφορά τον σημερινό θεατή.  Είναι ένα ζωντανό, παλλόμενο κείμενο και χαίρομαι πάρα πολύ που μετά από τέσσερις μήνες προβών έφτασε να ακουμπά τόσο πολύ τον σημερινό Έλληνα θεατή.

Η έκφραση «αλλεπάλληλα sold outs» που λέτε δεν μου αρέσει γιατί έχει και την έννοια του ξεπουλήματος.
Δεν μου αρέσει ο όρος ότι πουλάμε ή ξεπουλάμε. 
Ο καλλιτέχνης πρέπει μόνο να χαρίζει και να δέχεται την ενέργεια του θεατή...

-Η παράσταση σημείωσε αλλεπάλληλα sold out.  Κατά ποιό τρόπο σας ενδιαφέρει η κριτική του κόσμου σε σχέση με την κριτική των κριτικών;

Φυσικά τον πρώτο λόγο τον έχουν πάντα οι θεατές, οι οποίοι είναι αυτοί που μας κρίνουν όλους, γιατί γι’ αυτούς γίνεται μια δουλειά, αυτοί με αφορούν, αυτοί θα πρέπει πάντα να μας ενδιαφέρουν.  Οι κριτικές όταν είναι καλοπροαίρετες είναι κάτι χρήσιμο και μας βοηθούν να καταλάβουμε τα λάθη μας, να καταλάβουμε πράγματα που μπορεί να μας έχουν διαφύγει.  Φυσικά, μπορεί και να μας έχουν ξεφύγει εσκεμμένα, γιατί η τέχνη είναι κάτι υποκειμενικό. Ο καθένας έχει την δική του ματιά. Γι’ αυτό και σ’ αυτά τα πολύ πλούσια και μεγάλα κείμενα έχουμε πολλές εκδοχές του Στάνλεϊ, της Μπλανς, της Στέλλας, του Μιτς.  Από εκεί και πέρα, η τέχνη είναι μια αντανάκλαση της ζωής. 

Μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία, υπάρχει ένα παρακράτος δήθεν «ρυθμιστών» του θεάτρου που θέλουν να ονομάζονται κριτικοί.  Και με έναν τρόπο θεωρούν ότι μπορούν να επηρεάσουν την κοινή γνώμη.  Ίσως να το κατάφερναν στην αρχή «της σταδιοδρομίας τους».  Νομίζω όμως ότι πλέον ο κόσμος  είναι ελεύθερος να παρακολουθήσει κάτι που τον ενδιαφέρει και τον ιντριγκάρει. 

 Πιστεύω λοιπόν ότι η καλύτερη γνώμη είναι οι ίδιοι οι θεατές που έχουν ευτυχώς τον τελικό λόγο. Είναι και η μεγαλύτερη ικανοποίηση για έναν δημιουργό, είτε αυτός λέγεται σκηνοθέτης, είτε σκηνογράφος, είτε μουσικός, είτε ενδυματολόγος, είτε ηθοποιός. Η έκφραση «αλλεπάλληλα sold outs» που λέτε δεν μου αρέσει γιατί έχει και την έννοια του ξεπουλήματος.  Δεν μου αρέσει ο όρος ότι πουλάμε ή ξεπουλάμε. Ο καλλιτέχνης πρέπει μόνο να χαρίζει και να δέχεται την ενέργεια του θεατή, η οποία αποτυπώνεται στο θέατρο αυτόματα, μ’ ένα γέλιο, έναν αναστεναγμό, μια απόλυτη ησυχία, γιατί θέλει να συγκεντρωθεί σε αυτό που ακούει και τον αφορά απόλυτα.  Κι εμείς το έχουμε διαισθανθεί σε αυτές τις παραστάσεις μας στο Εθνικό Θέατρο, το οποίο μετά από αρκετά χρόνια μου έδωσε την δυνατότητα να παρουσιάσω αυτό το υπέροχο έργο για πρώτη φορά στο Εθνικό Θέατρο. Ήταν πολύ μεγάλη τιμή που μου δόθηκε αυτή η δυνατότητα, αυτή η αγκαλιά από το Εθνικό Θέατρο που είναι το πρώτο δημόσιο θέατρο και θα πρέπει να έχουν φωνή όλοι οι Έλληνες καλλιτέχνες και όχι μόνο μια ομάδα δήθεν «εκλεκτών».    

123456788

-Το έργο τελειώνει με μια παρτίδα πόκερ.  Τί συμβολίζει αυτό για τους ήρωες στο έργο του Τένεσι Ουίλλιαμς;

Είναι μια ειρωνική πρόταση του Τένεσι Ουίλλιαμς για την ίδια τη ζωή. Τελειώνει έναν κύκλο ζωής σαν να είναι μια παρτίδα πόκερ.  Ας μην ξεχνάμε ότι ο αρχικός τίτλος του έργου ήταν «Η νύχτα του πόκερ» που έπειτα άλλαξε από τους πρώτους παραγωγούς στο Μπρόντγουεϊ, όταν πρωτοανέβηκε.  Υπάρχει αυτή η ειρωνία ότι πολλά πράγματα στην ζωή ίσως είναι και θέμα τύχης. Βέβαια, δεν τελειώνει ακριβώς με τη φράση «Πάμε για μια παρτίδα πόκερ». Η τελευταία πρόταση είναι «Μπαλαντέρ ο βαλές;» δηλαδή ο τυχερός αυτή την φορά θα είναι ο άντρας ή ο τυχερός θα είναι η ντάμα, η γυναίκα;  Θα μπορούσε να υπάρξει και αυτή η προέκταση.  Ναι, είναι η ειρωνική ματιά του συγγραφέα ότι αυτό που έγινε είναι επειδή βγήκε εκεί ο άσσος, το καλό χαρτί.  Ας μην ξεχνάμε ότι οι άντρες όλης της υπόθεσης είναι χαρτοπαίκτες, ποντάρουν και μάλιστα υπάρχει και αυτή η χαρακτηριστική ατάκα του Μιτς ότι δεν παίζεις ποτέ χαρτιά σε σπίτι με γυναίκες, γιατί οι γυναίκες είναι πάντα το κρυφό φύλλο.  Υπάρχει πάντα  αυτή  η υπέροχη ειρωνική ματιά του Τένεσι.

123334

Ταυτότητα παράστασης

Μετάφραση-Σκηνοθεσία: Θανάσης Σαράντος

Σκηνικά: Άση Δημητρολοπούλου

Κοστούμια: Λίνα Μότσιου

Μουσική: Κωνσταντίνος Ευαγγελίδης

Κίνηση: Εύη Οικονόμου

Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα

Βοηθός σκηνοθέτη: Δημήτρης Κακαβούλας

Σύμβουλος δραματουργίας: Μάρκος Τσούμας

Βοηθός σκηνογράφου: Φανή Παϊτάκη

Βοηθός ενδυματολόγου: Σοφία Τάμπλερ

Βοηθός σχεδιασμού ήχου: Τάσος Μπακασιέτας

Διανομή (αλφαβητικά)

Γιατρός:  Άγγελος Ανδριόπουλος

Μιτς:  Ιερώνυμος Καλετσάνος           

Μάργκαρετ-Νοσοκόμα:  Ίντρα Κέιν                          

Πάμπλο: Λάμπρος Κτεναβός             

Στιβ: Νικόλας Μακρής           

Ευνίκη-Μεξικάνα: Πηνελόπη Μαρκοπούλου           

Στέλλα: Νάνσυ Μπούκλη      

Mπλανς: Κωνσταντίνα Τάκαλου       

Στάνλεϊ: Αποστόλης Τότσικας

Νέος: Γρηγόρης Φρέσκος                  

Μουσικοί επί σκηνής: Κωνσταντίνος Ευαγγελίδης, Γιάννης Παπαναστασίου

Φωτογραφίες προγράμματος: Ανδρέας Σιμόπουλος

 

Φωτογραφικό υλικό:

123.jpg 1233.jpg 12333.jpg

123334.jpg 12345.jpg 123456.jpg

1234565.jpg 1234566.jpg 1234567.jpg

12345677.jpg 123456777.jpg 1234567777.jpg

12345678.jpg 123456788.jpg 1234567890-.jpg

1234567890.jpg 1234689.jpg 1235678.jpg

272441230_479012026969665_499288523063745515_n.jpg 4578.jpg 4680.jpg

5670.jpg 5674.jpg 678890.jpg

8766.jpg 877.jpg 898.jpg

9876.jpg 98765.jpg kentriki.jpg