Print this page
Τετάρτη, 20 Φεβρουαρίου 2019 21:30

Αλέξης Καλοφωλιάς: «Το ροκ έχει πάψει εδώ και πολύ καιρό να είναι η μοναδική και κυρίαρχη έκφραση»

Συνέντευξη του Αλέξη Καλοφωλιά στη Ράνια Παπαδοπούλου

Δύο θρυλικές μπάντες ανεβαίνουν στη σκηνή της Τεχνόπολης στις 14 Σεπτεμβρίου 2018, για μια rock'n'roll γιορτή όλων των street tribes! Παιδιά της πόλης, του ήλιου και του δρόμου, οι Last Drive και οι Nightstalker δεν χρειάζονται συστάσεις. Πάνω από τριάντα χρόνια υπηρετούν και παραμένουν στην ουσία του rock attitude ως στάση ζωής, δίχως να ξεχνούν την πορεία τους.

Όσον αφορά τους Last Drive, αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά ροκ συγκροτήματα της δεκαετίας του '80, αλλά και γενικότερα στην ιστορία  της ελληνικής ροκ μουσικής σκηνής. Ο τελευταίος τους δίσκος με τίτλο «Last Drive», κυκλοφόρησε πριν από μερικούς μήνες από την Labyrinth  of Thoughts, την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία του Νίκου Στυλίδη, για να μας υπενθυμίσει ότι στη μουσική δεν υπάρχει αυτό που θα ορίζαμε ως μία τελευταία κίνηση, πράγμα που αποδεικνύεται και μέσω της ίδιας της ιστορίας του συγκροτήματος.

Με αφορμή αυτή τη μοναδική συναυλία που θα πραγματοποιηθεί στις 14/9 στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων, μια βραδιά με τους Last Drive, τους Nightstalker και opening act τους Black Hat Bones, αφιερωμένη στις φυλές του αστικού χώρου που κάνουν την πόλη να γυρίζει, ο Αλέξης Καλοφωλιάς, ιδρυτικό μέλος του συγκροτήματος Last Drive, συζητά με τη Ράνια Παπαδοπούλου για όλα αυτά που συντέλεσαν στη δημιουργία, αλλά και στην ιστορία που έγραψε και γράφει το συγκρότημα μέχρι και σήμερα.

-Από τη δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα, ποιες στιγμές σας καθόρισαν ως συγκρότημα;

Α.Κ.: Σίγουρα η στιγμή που πήραμε το όνομά μας, η πρώτη φορά που ανεβήκαμε στη σκηνή, η πρώτη φορά που παίξαμε εκτός Ελλάδας, η στιγμή που σταματήσαμε το 1995. Επίσης, η στιγμή της επανασύνδεσής μας το 2007, η γιορτή για τα 30 χρόνια μας το 2013, στην οποία συμμετείχαν φίλοι και συνοδοιπόροι από την σκηνή. Αυτά επιγραμματικά, γιατί όταν είσαι σε μια μπάντα βρίσκεσαι σε μια κατάσταση διαρκούς αλληλεπίδρασης με τα άλλα μέλη και το κοινό, έτσι κάθε στιγμή έχει τον ρόλο και τη σημασία της. Μπορούμε να θυμηθούμε πολλές ακόμα, αλλά οι παραπάνω μας φαίνονται οι πιο εμβληματικές.

-Δημιουργηθήκατε το 1983, διαλυθήκατε το 1995 μετά από δώδεκα χρόνια και επανασυνδεθήκατε το 2007, πάλι μετά από δώδεκα χρόνια. Ο αριθμός δώδεκα λοιπόν,  αποδεικνύεται τυχερός για την ιστορία του συγκροτήματος;

Α.Κ.:  Τώρα που το λες…. Λίγο πριν το 13…

-Κατά τη γνώμη σας, ποιος δίσκος σας είναι περισσότερο πιο κοντά από άποψη ποιότητας και αισθητικής, στην «ταυτότητά» σας ως συγκρότημα;

Α.Κ.: Κάθε κυκλοφορία μας, με έναν σχεδόν ασυνείδητο τρόπο- αποτυπώνει την γενικότερη κατάσταση και την αντίληψη που είχαμε τη συγκεκριμένη εποχή για τα πράγματα. Αυτό είναι πολύ έντονο όταν το βλέπεις εκ των υστέρων – βλέπεις στιχουργικές αλλά και μουσικές τάσεις που συνδυάζονται σχεδόν τέλεια με το πώς ένιωθες, σε ορισμένα σημεία βλέπεις πινελιές από πράγματα που ήρθαν κατόπιν. Είναι λοιπόν οι δίσκοι και ένας χάρτης της δικής σου ζωής, και είναι απίστευτα ενθαρρυντικό να βλέπεις ότι σε μικρότερη κλίμακα, το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους που παρακολουθούν την μπάντα. Είναι μια ταύτιση που γίνεται χωρίς να το επιδιώξει κανείς, μέσα από τα πράγματα.

-Αν γυρίζαμε το χρόνο πίσω, υπάρχουν στιγμές που θα θέλατε να σβήσετε από την τριανταπεντάχρονη πορεία σας;

Α.Κ.: Σίγουρα, υπάρχουν στιγμές τέτοιες, αλλά δεν θα τους δίναμε μεγάλη σημασία πια, για δυο λόγους. Πρώτον, είμαστε άνθρωποι, όχι μηχανές, οπότε είναι αντιδημιουργικό να μηρυκάζεις τις αναποδιές. Είναι μέσα στο παιχνίδι. Όταν ξεκινούσαμε, κανείς δεν μας εγγυήθηκε ότι ο δρόμος θα ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα ή ότι θα ήμαστε πάντα αυτό που έπρεπε σε κάθε περίσταση. Το προσπαθείς όμως. Δεύτερον, μέσα σε μια πορεία τόσων χρόνων, σχεδόν μια ολόκληρη ζωή, το πράγμα το βλέπεις πιο σφαιρικά, και συνειδητοποιείς ότι ακόμα και οι κακές στιγμές έπαιξαν τον ρόλο τους για να σχηματιστεί η μεγάλη εικόνα, λειτούργησαν σαν αφετηρίες για να ξανασκεφτείς τα πράγματα και να βελτιώσεις την κατάσταση και να προχωρήσεις.

-Όσον αφορά την κυκλοφορία των δίσκων σας, ως επί τω πλείστον είστε φανατικοί υποστηρικτές του βινυλίου. Σε μία εποχή που επικρατεί κατά  κόρον το mp3, το βινύλιο θα μπορούσε να ανακάμψει εισπρακτικά αφενός και αφετέρου τι προσδίδει σε ένα μουσικό, αυτού του είδους η έκδοση;

Α.Κ.:  Εντάξει, μάθαμε να ακούμε μουσική με βινύλια και αυτό δεν πρόκειται να μας εγκαταλείψει ποτέ. Και πιστεύω ότι θα βγαίνουν πάντα βινύλια για μια σχετικά περιορισμένη αγορά ανθρώπων σαν και μας, αλλά και νεότερων που ανακαλύπτουν τις ηχητικές αρετές αυτού του μέσου, τον πλούσιο αρμονικό του χαρακτήρα. Όμως, ας μη γελιόμαστε, αυτή η αγορά θα μείνει πάντα μερική και επιλεκτική. Το mp3 και ακόμα περισσότερο το streaming αντανακλούν στοιχεία της καθημερινότητας της εποχής που ζούμε: Ταχύτητα, διαθεσιμότητα πόρων, ρευστότητα επιλογών. Το βινύλιο έρχεται από μία εποχή που η σχέση του ανθρώπου με τον χρόνο ήταν διαφορετική. Δεν είμαστε φανατικοί του βινυλίου, το αγαπάμε αλλά κι εμείς ακούμε πολύ περισσότερη μουσική καθημερινά μέσα από τις νέες συνθήκες,  πράγματα που παλιότερα έπρεπε να περιμένεις ή να ψάξεις πολύ για να τα ακούσεις.

-Ποια η άποψή σας για τη μουσική βιομηχανία, όπως έχει εξελιχθεί στις μέρες μας;

Α.Κ.:  Η μουσική βιομηχανία όπως την ξέραμε έχει πεθάνει, αλλά οι βασικές αρχές της (απληστία, ουσιαστική περιφρόνηση για τον δημιουργό και επιλεκτική θεοποίηση ελάχιστων σταρ) ζουν και βασιλεύουν σε τροποποιημένες εκδοχές. Υπάρχει η δυνατότητα να ηχογραφήσεις πιο εύκολα και να μοιραστείς τη μουσική που δημιουργείς μέσα από τα social media, αλλά αν θέλεις να σε ακούσει  μεγαλύτερο κοινό, πρέπει να περάσεις από τα κανάλια παραγωγής υπεραξίας της σύγχρονης, «μεταλλαγμένης» μουσικής βιομηχανίας: publishers για να περάσει ο δίσκος σου σε «σχετικό» κοινό, περιοδείες όπου πρέπει να πληρώσεις για να συμμετάσχεις αν είσαι μπάντα στο ξεκίνημα, συστήματα streaming τύπου Spotify όπου η μερίδα του λέοντος πηγαίνει στους διαχειριστές, βλέπουμε δηλαδή μία αλλαγμένη κατάσταση που όμως συνεχίζει να πιέζει οικονομικά τον μουσικό, ειδικά τον νέο.

-Θεωρείτε  τους εαυτούς σας νοσταλγούς του παρελθόντος ή αναμένετε τις εξελίξεις για το μέλλον;

Α.Κ.:  Όχι, όχι νοσταλγοί σε καμία περίπτωση δεν θα θέλαμε κάτι τέτοιο. Η νοσταλγία είναι προσωπική υπόθεση, όχι ομαδική. Να καθηλωθείς, γιατί; Αφού πάντα τα ερεθίσματα που σε κάνουν να γράφεις και να παίζεις μουσική έχουν σχέση με το εκάστοτε τώρα, πώς σε επηρέασε ή σε επηρεάζει, πώς μπορείς να τοποθετηθείς εσύ ή οι ήρωες που περιγράφεις στα τραγούδια σου απέναντι και μέσα σε αυτό.

TheLastDrive Photo by Dimitris Milonas-Αισθάνεστε ικανοποιημένοι από τη θέση που κατέχει η ελληνική ροκ μουσική στη χώρα μας;

Α.Κ.:  Το ροκ έχει πάψει εδώ και πολύ καιρό να είναι η μοναδική και κυρίαρχη έκφραση, έτσι σε σχέση με το παρελθόν ναι, είναι πιο δυνατό, αλλά ανάμεσα σε πολλά. Σήμερα είναι πολύ εύκολο για συγκροτήματα να περιοδεύσουν στο εξωτερικό, να έρθουν σε άμεση επαφή με αυτό που συμβαίνει αλλού. Έτσι οι μουσικές κοινότητες διευρύνονται και η Ελλάδα έχει πάψει να είναι μια υποσημείωση στο περιθώριο του μουσικού χάρτη. Η πληροφορία και η διαχείρισή της, όλη αυτή η αλλαγή που έχουμε ζήσει τις τελευταίες δεκαετίες, παρά τις κακοτοπιές που περιγράψαμε και παραπάνω, έχει αλλάξει την κατάσταση και έχει επιτρέψει τη διάχυση. Βλέπεις μπάντες που μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα αποκτούν μεγάλο κοινό, πράγμα που οφείλεται ξανά στην πληροφορία, στο πόσο εύκολα μπορεί να ακούσουν την μουσική τους οι δυνάμει φίλοι τους. Αυτό δεν συνέβαινε στο παρελθόν, υπήρχε ένας συγκεκριμένος τρόπος να προχωρήσεις που είχε να κάνει με τη συνέχεια στην δισκογραφική και συναυλιακή σου παρουσία.

-Η μουσική, παίρνοντας θέση για τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα της κάθε περιόδου, θεωρείτε ότι μπορεί να επηρεάσει τους ακροατές ούτως ώστε να αλλάξουν τρόπο ζωής ή και σκέψης;

Α.Κ.:  Σε συλλογικό επίπεδο η μουσική όπως και η τέχνη γενικότερα μπορούν να μεταφέρουν τη δυναμική της κοινωνικής αλλαγής, αλλά δεν είμαστε σίγουροι για το αν μπορούν να την προκαλέσουν κιόλας, να λειτουργήσουν δηλαδή σαν ουσιαστικά εφαλτήρια για αυτή. Σε προσωπικό επίπεδο όμως ναι, μπορεί, το ξέρουμε κι από εμάς τους ίδιους και τον τρόπο που επέδρασε το πανκ ροκ επάνω μας και μέσα μας, απελευθερώνοντας δυναμικές που δεν γνωρίζαμε καν ότι υπάρχουν.

-Ο τελευταίος σας δίσκος με τίτλο “The Last Drive” κυκλοφόρησε πριν από μερικούς μήνες. Μιλήστε μας για αυτό. Γιατί επιλέξατε να δώσετε στο δίσκο το όνομα του συγκροτήματος;

Α.Κ.:  Σκεφτήκαμε ότι δεν είχαμε έναν δίσκο με το όνομά μας και θέλαμε να υπάρχει μόνο αυτό σαν ταυτότητα, ένα πολύ απλό εξώφυλλο με το όνομα της μπάντας και ό,τι έχει καταλήξει να σημαίνει μέσα στα χρόνια. Ήταν το αποτύπωμα μιας αρκετά μεγάλης περιόδου –από το Heavy Liquid του 2009 με ενδιάμεσο σταθμό το EP News from Nowhere του 2012,- που στη διάρκειά της εξερευνήσαμε νέα τοπία, τόσο με την αλλαγή μέλους (ο Στέφανος στην κιθάρα) όσο και με την ακουστική μας περίοδο που κράτησε κοντά δυο χρόνια. Συγχρόνως, ασχοληθήκαμε όλοι και με τα άλλα σχήματα στα οποία συμμετέχουμε. Όλα αυτά αποτυπώθηκαν στον άλμπουμ. Η ηχογράφηση προέκυψε μέσα από τα ίδια τα τραγούδια- αν δεν υπήρχαν και δεν μας ικανοποιούσαν δεν θα κάναμε τον δίσκο.

- Στις 14 Σεπτεμβρίου θα σας ακούσουμε ζωντανά στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων σε μία μοναδική συναυλία με τους Nightstalker. Θα μπορούσατε να μας μιλήσετε για αυτή τη βραδιά, που είναι αφιερωμένη στις φυλές του αστικού χώρου που κάνουν την πόλη να γυρίζει;

Α.Κ.:  Με τους Nightstalker γνωριζόμαστε και είμαστε φίλοι εδώ και δεκαετίες, έχουμε συμμετάσχει ο ένας στους δίσκους και τις συναυλίες του άλλου, νιώθουμε ότι πορευόμαστε μαζί. Οι μουσικές που παίζουμε έχουν κοινές αναφορές αλλά και διαφορές, πράγμα που κάνει το κοινό μας ταξίδι πολύ ενδιαφέρον. Η κοινή συναυλία ήρθε σαν κάτι φυσικό, όχι μόνο σαν ένα επιστέγασμα της φιλίας μας αλλά και σαν ένας τρόπος να εξερευνήσουμε τα κοινά μουσικά πεδία μας, μέσα από ένα τζαμάρισμα που σχεδιάζουμε να κάνουμε παρέα. 

-Τελικά, υπάρχει μία ιδανική «last drive» για εσάς;

Α.Κ.:  Όλο αυτό που ζήσαμε και ζούμε, με τις απογοητεύσεις και τις χαρές, τις εκπληρώσεις και τις ματαιώσεις, τα πάνω και τα κάτω του. Η ίδια η ζωή.

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε το Σεπτέμβριο του 2018.