Print this page
Πέμπτη, 31 Δεκεμβρίου 2020 16:56

Ελένη Σκότη: «Το πρόσωπο της κοινωνίας αλλάζει κάθε μέρα»

Συνέντευξη στην Ράνια Παπαδοπούλου

 

Σκηνοθέτις, δασκάλα υποκριτικής, δημιουργός του Studio Νάμα και συνιδρύτρια της Ομάδας Νάμα με τον Γιώργο Χατζηνικολάου, η Ελένη Σκότη καταφέρνει με κάθε της νέο βήμα να κεντρίζει το ενδιαφέρον του κοινού, που την ακολουθεί πιστά.

Γεννήθηκε στη Βηρυτό. Τα πρώτα χρόνια της ζωής της τα έζησε με την οικογένειά της σε διάφορες χώρες της Μέσης Ανατολής, πριν εγκατασταθούν στην Αμερική. Ξεκίνησε τις σπουδές της το 1979 στο American Academy of Dramatic Arts στη Νέα Υόρκη. Στη συνέχεια απέκτησε πτυχίο στις θεατρικές σπουδές από το Πανεπιστήμιο της Sarah Lawrence της Νέας Υόρκης, όπου δίδαξε ως βοηθός του Ken Cavender. Ολοκλήρωσε τις σπουδές της το 1987 στο Royal Holloway and New Bedford College - London University, αποκτώντας Μάστερ Tεχνών στη σκηνοθεσία. Μέχρι το 1989 εργάστηκε σε διάφορα θέατρα της Νέας Υόρκης, της Πενσιλβανίας και του Λονδίνου, είτε ως ηθοποιός είτε ως βοηθός σκηνοθέτη. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα. Από το 1993 έως το 1998 δίδαξε αυτοσχεδιασμό και υποκριτική στη δραματική σχολή Αρχή. Εργάστηκε επί σειρά ετών ως μόνιμη καθηγήτρια υποκριτικής και ρητορικής στο Αμερικάνικο Κολλέγιο Ελλάδος - Deree. Σήμερα διδάσκει υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Εθνικού θεάτρου και στο Ωδείο Αθηνών, ενώ παράλληλα διδάσκει υποκριτική στο Studio Νάμα στο θέατρο Επί Κολωνώ. 

Σε μια ιδιαίτερη συγκυρία, που οι τέχνες έχουν «παγώσει» η Ελένη Σκότη συνεχίζει να δημιουργεί, πιστεύοντας ενθέρμως ότι το θέατρο δεν θα αλλάξει. Αφορμή της συζήτησής μας αποτελούν τα έργα «Η Βασίλισσα της ομορφιάς» του Μάρτιν ΜακΝτόνα, που έβαλε μία άνω τελεία στις παραστάσεις του και «Η νεκρή λίμνη» το επόμενο έργο που σκηνοθετεί και αναμένεται να παρουσιαστεί μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες.

Τι σας κέντρισε το ενδιαφέρον στη Βασίλισσα της ομορφιάς του Μάρτιν ΜακΝτόνα;
Τη δεκαετία του 1970-1980 ξεκίνησε να αναπτύσσεται το «in-yer-face-theatre». Από νεαρή ηλικία, με ενδιέφερε αυτό το είδος θεάτρου, που με ωμό ρεαλισμό θίγει κοινωνικά θέματα. Δεν είναι τόσο πολιτικά in yer face, όσο είναι σε ένα πλαίσιο σπιτιού και σχέσεων, που έχει προεκτάσεις και καθρεφτίζει την κοινωνική κατάσταση. Με ενδιαφέρει επίσης και το είδος του παιξίματος: αυτό που φαινομενικά είναι άγριο και μέσα του έχει μεγάλη τρυφερότητα. Στο βάθος οι άνθρωποι αυτοί υποφέρουν. Όσο πιο έντονο είναι το πρόβλημα, τόσο πιο μεγάλη είναι η ευαισθησία. Όσον αφορά τη Βασίλισσα της ομορφιάς, ο ΜακΝτόνα είναι ένας συγγραφέας που διαβάζω εδώ και πολλά χρόνια. Βρήκα τους κατάλληλους ηθοποιούς και τους συντελεστές που μπορούσαν να ανταποκριθούν σε αυτό το έργο, που έχει να κάνει με τη σχέση μιας μάνας με την κόρη της. Ο ΜακΝτόνα γράφει για κοινωνίες σε ξεχασμένες συνοικίες και χωριά, όπου οι κάτοικοι είναι πολύ συντηρητικοί και παραδοσιακοί. Οι γυναίκες έχουν μείνει πίσω, είναι γεροντοκόρες, οι άντρες έχουν φύγει στο εξωτερικό ως μετανάστες. Στο έργο, βλέπουμε μια γριά μάνα, που έχει τρεις κόρες, οι δύο έχουν παντρευτεί και η τρίτη κόρη της μένει μαζί της. Είναι 45 ετών, είναι γεροντοκόρη, και φροντίζει αυτή τη μάνα.

Ποια είναι η μάνα που σκιαγραφείται στο έργο;

Η μάνα στη Βασίλισσα της ομορφιάς είναι μια πάρα πολύ εγωκεντρική και ναρκισσιστική προσωπικότητα. Κάνει ό,τι μπορεί για να κρατήσει την κόρη της δίπλα της και δεν σκέφτεται το καλό της. Οι άλλες δύο κόρες έχουν εξαφανιστεί. Αυτή η κόρη είναι πικραμένη. Βλέπουμε μια καθημερινότητα βίας και έντασης. Δεν βλέπουμε μια αρμονική και αγαπημένη σχέση. Η κακοποίηση που εισπράττει η κόρη κατά την εξέλιξη του έργου κάποια στιγμή κορυφώνεται. Αυτό το βρήκα πολύ ενδιαφέρον γιατί το θέμα της κακοποίησης ισχύει σε οποιαδήποτε σχέση. Μέσα από αυτό το έργο καταλαβαίνεις την αγάπη από τη στιγμή που βλέπεις τι δεν είναι αγάπη, αλλά και τα αποτελέσματα μιας τέτοιας κατάστασης, που μπορεί να είναι και κοινωνικά. Από έναν ηγέτη που κακοποιεί το λαό του έως μια μάνα με το παιδί της. Βλέπουμε πού μπορεί να φτάσει η κακοποίηση και πώς μπορούμε εμείς να βρούμε τις δυνάμεις μας και να αντισταθούμε, ακολουθώντας το όνειρό μας χωρίς να αφήνουμε αυτό το κακό να καταβάλει τη ζωή μας.

Η κόρη καταφέρνει να αντιμετωπίσει τη μητέρα της;

Η κόρη δεν λυτρώνεται. Το έργο ασχολείται και με την τρέλα. Αν παραμένουμε με ανθρώπους με ναρκισσιστική προσωπικότητα, τρελαινόμαστε κι εμείς. Μένουμε σε αυτές τις σχέσεις, γιατί πιστεύουμε ότι κάτι θα αλλάξει. Είμαστε εξαρτημένοι, γιατί υπάρχει μια αλληλεξάρτηση από ένα σημείο και μετά. Φτάνουμε στο όριο της τρέλας και αυτό είναι το δύστυχο σε όλο αυτό. Όταν η κόρη γνωρίζει έναν άνδρα και θέλουν να φύγουν μαζί για να ζήσουν τη ζωή τους, η μάνα την εμποδίζει και τότε η κόρη αυτή χάνει τα λογικά της και χάνεται.

Ένα ακόμα έργο που αναμένεται να σκηνοθετήσετε είναι «Η νεκρή λίμνη» του Νταβίντ Ντεσόλα. Τι σας ώθησε να ανεβάσετε το εν λόγω έργο;

Και αυτό το έργο με ένα τρόπο έχει να κάνει με την τρέλα. Νιώθω ότι η κοινωνία μας σιγά σιγά νοσεί. Αρχίζει και επικρατεί μια τρέλα, γιατί το πρόσωπο της κοινωνίας αλλάζει κάθε μέρα. Δεν ξέρουμε πού πατάμε. Υπάρχουν πολλά ανοιχτά μέτωπα. Αυτή η αβεβαιότητα για παράδειγμα -όπως είναι στο έργο- μπορεί να έχει τη μορφή μιας τρομοκρατικής ενέργειας ή να γίνει κάτι τρελό σε ένα σχολείο. Σήμερα ζούμε σε μια πολλή ταραγμένη κατάσταση, όπου όλοι μας προσπαθούμε να βρούμε το νόημα, τη λογική. Αυτό με τράβηξε στο έργο. Βλέπεις αυτή την απελπισία των ανθρώπων να βρουν το νόημα μετά από κάποια τραύματα, που είχαν υποστεί, ψάχνοντας για αγάπη. Όλοι κατά βάθος θέλουμε αγάπη, στοργή, ασφάλεια, αρμονία, χαρά. Στο έργο βλέπουμε την απόγνωση των ηρώων, πώς ο ένας τραβάει σαν μαγνήτη τον άλλο. Και οι δύο δεν είναι καλά, αλλά θέλουν απεγνωσμένα την αγάπη. Είναι ένα πολύ συγκινητικό έργο. Έχει και το χιούμορ του. Το χιούμορ είναι σπουδαίος παράγοντας. Με τραβάει πάρα πολύ. Σε ό,τι έχω ανεβάσει στη ζωή μου, αυτό που με τραβάει σε αυτή τη λεγόμενη βία, είτε είναι λεκτική είτε σωματική, είναι το κωμικό στοιχείο μέσα στην τρέλα της στιγμής, που στο τέλος αφήνει μια λύπη. Έτσι μπορεί ο θεατής να το εισπράττει: μέσα από το γέλιο και το χιούμορ. Σε αυτό το έργο υπάρχει ένα περίεργο χιούμορ. Γελάς αρκετά και σε συγκινεί πολύ περισσότερο.

Κατά τη γνώμη σας, ποιο είναι το μέλλον του θεάτρου σε αυτή τη νέα παγκόσμια πραγματικότητα;

Θέλω να πιστεύω ότι δεν θα αλλάξει κάτι με το θέατρο όσο υπάρχει ο άνθρωπος κι εμείς θα το παλεύουμε. Ο άνθρωπος θα θέλει να δει τον άνθρωπο πάνω στη σκηνή. Αυτό δεν θα αλλάξει. Ακόμα κι αν χρειαστεί να φοράμε μάσκες και πάλι θα κάνουμε θέατρο. Το κοινό θέλει να βλέπει το θέατρο ζωντανά. Δεν μπορούμε να βλέπουμε θέατρο μέσω ενός υπολογιστή, όπως βλέπουμε μια ταινία. Παρόλο που κι εγώ θα κάνω κάποια μαθήματα διαδικτυακά μέχρι να περάσει λίγο αυτή η κρίση. Το θέατρο όπως το γνωρίζουμε, πιστεύω ότι δεν θα αλλάξει. Θα το επιδιώξουμε. Ο κόσμος θα συνεχίσει να πηγαίνει να βλέπει θέατρο.

Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα "Η εποχή",  22/11/2020

Related items